Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν τῶν Ἀποστόλων εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. 17 αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. 18 τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. 19 Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, 20 καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες. 21 καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. 22 καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, 23 πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· 24 ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. 25 Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. 26 ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. 27 ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. 28 ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. 29 αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, 30 καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; 31 οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. 32 καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. 33 καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, 34 ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.
Τα μεσάνυχτα
Ο απόστολος Παύλος μαζί με τον Σίλα βρίσκονται στους Φιλίππους. Για πολλές μέρες όμως, καθώς οι δύο Απόστολοι πήγαιναν στον τόπο της προσευχής, συνέβαινε κάτι το παράδοξο. Τους ακολουθούσε μια νεαρή δούλη που είχε μαντικό δαιμονικό πνεύμα και με τις μαντείες της αυτές έβγαζε πολλά κέρδη για τα αφεντικά της.
Και κάθε τόσο φώναζε δυνατά: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του υψίστου και μας φανερώνουν το δρόμο της σωτηρίας». Και το έκανε όχι για καλό σκοπό· αλλά για να ελκύσει την εμπιστοσύνη του λαού και να την εκμεταλλευθεί με δολιότητα.
Αγανακτώντας λοιπόν ο απόστολος Παύλος, στράφηκε πίσω προς τη δούλη αυτή που τον ακολουθούσε, και είπε στο δαιμονικό πνεύματα: «Σε διατάζω, στο όνομα του Ιησού Χριστού, να βγεις από αυτήν».
Και πραγματικά την ίδια στιγμή το πονηρό πνεύμα έφυγε. Αλλά όταν τα αφεντικά της κατάλαβαν ότι θα έχαναν πλέον τα κέρδη τους, συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν στην αγορά.
Εκεί τους οδήγησαν στους στρατηγούς και είπαν: «Αυτοί οι Ιουδαίοι προκαλούν ταραχή στην πόλη μας και κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα ανεπίτρεπτα για μας τους Ρωμαίους». Κι ενώ μαζεύτηκε πολύς όχλος εναντίον τους, οι στρατηγοί ξέσχισαν τα ενδύματα των δύο Αποστόλων.
Και διέταξαν να τους ραβδίσουν, μπροστά σ’ όλο εκείνο το πλήθος. Και αφού τους έδωσαν πολλά χτυπήματα, τους έριξαν στη φυλακή, δίνοντας εντολή στο δεσμοφύλακα να τους φρουρεί καλά για να μη δραπετεύσουν. Κι αυτός τους έβαλε στο βαθύτερο διαμέρισμα της φυλακής κι έδεσε σφιχτά τα πόδια τους, για να μην μπορούν να μετακινηθούν.
Τα μεσάνυχτα όμως οι άγιοι Απόστολοι, σαν να μην τους είχε συμβεί τίποτε, έψαλλαν ύμνους στον Θεό. τους άκουγαν μάλιστα και οι άλλοι φυλακισμένοι.
Πόσο συγκλονιστική ήταν εκείνη η νύχτα! Οι δύο Απόστολοι, μετά από τόσο κόπο και βασανισμό, κουρασμένοι και κατάκοποι, αντί να κοιμηθούν, μέσα στο σκοτάδι της φυλακής υμνούσαν τον Θεό! Και Τον υμνούσαν δοξολογητικά!
Μαστιγώθηκαν, εξευτελίστηκαν, γέμισαν με πληγές, υβρίσθηκαν, κινδύνευσε η ζωή τους, τα πόδια τους ήταν σφιχτοδεμένα, δεν μπορούσαν να κουνηθούν, βρίσκονταν στο πιο βαθύ κελί της φυλακής, κι αυτοί αντί να γογγύζουν για το δράμα τους και να ζητούν από τον Θεό τη λύτρωση, Τον δοξολογούσαν!
Δεν τους κυρίευσε η ανάγκη του ύπνου, ούτε τους έκαμψε ο πόνος, ούτε ο φόβος τους έκανε να δειλιάσουν, αλλά μάλλον τους δημιούργησε έναν ιερό ενθουσιασμό και τους προκαλούσε μια ανείπωτη χαρά.
Συναισθάνονταν ότι ο Θεός ήταν μαζί τους, δίπλα τους. Θα περίμενε κανείς να στενάζουν, να είναι τρομοκρατημένοι για τη ζωή τους. Αυτοί όμως αντιθέτως ήταν ήσυχοι, ειρηνικοί, προσευχόμενοι.
Δεν ήταν ώρα προσευχής, δεν ήταν τόπος προσευχής. Αλλά η καρδιά τους ήταν δοσμένη στην προσευχή. Και μας διδάσκουν ότι καμία δοκιμασία, κανένα πρόβλημα, όσο μεγάλο κι αν είναι, δεν πρέπει να μας ανακόπτει από την προσευχή. Και μάλιστα από τη δοξολογητική προσευχή.
Το θαύμα
Η συνέχεια της διηγήσεως είναι θαυμαστή. Ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, σαλεύθηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Κι άνοιξαν τη στιγμή αυτή όλες οι θύρες και λύθηκαν όλων των φυλακισμένων οι αλυσίδες.
Όταν όμως ξύπνησε ο δεσμοφύλακας και είδε ανοικτές τις θύρες της φυλακής, τράβηξε το μαχαίρι του για να αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε ότι είχαν δραπετεύσει οι φυλακισμένοι και γι’ αυτό τον περίμενε η ποινή του θανάτου. Αλλά ο απόστολος Παύλος του φώναξε δυνατά: «Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου. Όλοι είμαστε εδώ».
Μετά απ’ αυτό ο δεσμοφύλακας, αφού πήρε κάποιο φως, έτρεξε μέσα στη φυλακή. Και μόλις αντιλήφθηκε το θαύμα, κυριεύθηκε από τρόμο και έπεσε στα πόδια των Αποστόλων. Κι αφού τους έβγαλε στην αυλή της φυλακής, τους είπε: Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;
Κι αυτοί του απάντησαν: Πίστευσε στον Ιησού Χριστό και θα σωθείς και εσύ και όλη η οικογένειά σου. Στη συνέχεια οι δύο Απόστολοι δίδαξαν σ’ αυτόν και σ’ όλους όσοι ήταν στο σπίτι του τις θεμελιώδεις αλήθειες της διδασκαλίας του Κυρίου.
Και ο δεσμοφύλακας, αφού τους πήρε μαζί του εκείνη την ώρα της νύχτας, τους έλουσε από τα αίματα και αμέσως βαπτίσθηκε κι αυτός και όλοι οι δικοί του. Και αφού τους ανέβασε στο σπίτι του, ετοίμασε τραπέζι και δοκίμασε μεγάλη χαρά μαζί με όλη του την οικογένεια· διότι όλοι τους είχαν πιστεύσει στον Θεό.
Όλα αυτά τα θαύματα που συνέβησαν ήταν θαύματα της προσευχής. Οι Απόστολοι δοξολογούσαν τον Θεό, και ο Θεός απάντησε στους δοξολογητικούς ύμνους τους. Έκανε αισθητή την παρουσία του όχι με ένα αλλά με πολλά θαύματα.
Όχι μόνο τους απελευθέρωσε, αλλά οδήγησε στη σωτηρία και όλη την οικογένεια του δεσμοφύλακα. Η δοξολογία των Αποστόλων προκάλεσε τόσο ισχυρό σεισμό που συγκλόνισε όχι μόνο τις πύλες της φυλακής αλλά και τις καρδιές του δεσμοφύλακα και της οικογένειάς του.
Ας μάθουμε λοιπόν να προσευχόμαστε δοξολογητικά στο Θεό. Κι Εκείνος θα απαντά στις προσευχές μας με τρόπους που δεν μπορούσε ούτε καν να διανοηθούμε.
Περιοδικό «Ο Σωτήρ», αριθ. 2000