Κυριακή του Πάσχα (Η Ανάστασις του Κυρίου)
῾Δεῦτε λάβετε φῶς…᾽
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
Τό βράδυ τοῦ Μ. Σαββάτου, ὁ ἱερέας λίγο πρίν ξεκινήσει τήν τελετή γιά τό ῾Χριστός ᾽Ανέστη᾽, ἐξέρχεται ἀπό τήν ῾Ωραία Πύλη μέ λαμπάδα ἀναμμένη ἀπό τήν ἀκοίμητη κανδήλα γιά νά καλέσει μέ δυνατή φωνή τό λαό: ῾Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός…’.
Δέν μποροῦμε δηλαδή νά κατανοήσουμε τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ κι οὔτε ἀσφαλῶς νά μετάσχουμε πολύ περισσότερο σ᾽αὐτήν, ἄν προηγουμένως δέν λάβουμε τό ἀνέσπερο φῶς. Κι ἀσφαλῶς αὐτό δέν εἶναι τό ὑλικό φῶς τῆς λαμπάδας.
Τό ὑλικό φῶς ἀποτελεῖ σύμβολο ἑνός ἄλλου φωτός, τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ πού ἀνέτειλε καί ἀνατέλλει ἀπό τόν κενό τάφο τοῦ ἀναστημένου Θεοῦ. Εἶναι ἀκριβῶς τό φῶς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πού πλημμύρισε τά σύμπαντα, ὅπως τό διαλαλεῖ ὁ πασχαλινός ὕμνος: ῾Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια᾽!
Καλούμαστε λοιπόν ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας νά λάβουμε τό φῶς αὐτό, νά γίνουμε μέτοχοί του, πού θά πεῖ: ἡ ᾽Εκκλησία ἔχει τό φῶς Χριστοῦ, ἐνῶ ἐμεῖς βρισκόμαστε σέ κατάσταση σκότους ἤ σέ ἀνάγκη αὐξήσεως τοῦ φωτός.
Ἡ ᾽Εκκλησία ἔχει φῶς, διότι εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός ὡς κεφαλή τῆς ᾽Εκκλησίας καί φῶς τοῦ κόσμου – ῾ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου᾽ (᾽Ιωάν. 8,12) – μεταδίδει τό φῶς αὐτό καί στό σῶμα Του.
Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἄλλη ἀπό μόνος του βρίσκεται σέ κατάσταση σκότους, λόγω τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι σκότος.
Φῶς λαμβάνει ἀπό τή σχέση του μέ τόν Χριστό. Κι ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν κάποιο φῶς Χριστοῦ ὡς δημιουργήματά Του – ὁ Χριστός εἶναι ῾τό φῶς τό ἀληθινόν ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον᾽ (᾽Ιωάν. 1,9) – πολλῷ μᾶλλον τό φῶς αὐτό τό ἀποκτοῦν καί τό ἔχουν οἱ βαπτισμένοι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μαθητές Του, οἱ ὁποῖοι προσλήφθηκαν ἀπό ᾽Εκεῖνον καί ἔγιναν μέλη Του, ναοί τοῦ ῾Αγίου Του Πνεύματος. Κατεξοχήν λοιπόν οἱ Χριστιανοί γίνονται φῶς.
῎Οχι ἐξαιτίας μιᾶς δικῆς τους δύναμης, ἀλλά δυνάμει τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Οἱ Χριστιανοί κατανοοῦν πολύ καλά ὅτι εἶναι ἑτερόφωτοι: φωτίζονται ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
῎Ετσι διαφοροποιοῦνται ἀπό τόν ἐκκοσμικευμένο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος πιστεύει πώς ὅ,τι ἔχει εἶναι δικό του καί καυχᾶται γι᾽ αὐτό. Γιά τόν Χριστιανό ἰσχύει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου: ῾Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;᾽(Α´Κορ. 4, 7).
᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ Χριστιανός εἶναι φωτισμένος στό βαθμό πού εἶναι ταπεινός. Ἡ συναίσθηση ὅτι τά πάντα σ᾽ αὐτόν ἀποτελοῦν δωρεά τοῦ Χριστοῦ τόν ὁδηγεῖ σέ πλήρη συνειδητοποίηση τῶν κτιστῶν του περιορισμένων ὁρίων.
Γνωρίζει ὁ πιστός ὅτι χωρίς τόν Χριστό εἶναι ἕνα τίποτε (Πρβλ. ᾽Ιωάν. 15,5). Σκοτάδι καί πτωχεία. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα του τό κρατάει μετά φόβου καί τρόμου καί γι᾽ αὐτό ἀγωνίζεται ν᾽ἀποδίδει διαρκῶς αἶνον τῷ Θεῷ. ῾Σοί δόξα πρέπει Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν…᾽ εἶναι ὁ διαρκής λόγος τοῦ ζῶντος μέσα στό φῶς Χριστοῦ Χριστιανοῦ.
Τό φῶς αὐτό τοῦ Χριστοῦ, φῶς αἰώνιας ζωῆς πού καταργεῖ τή φθορά καί τόθάνατο, ἡ χάρη καί ἡ δόξα Του ἀλλιῶς, λάμπει ἰδιαιτέρως στήν καρδιά τοῦἀνθρώπου, ῾τόν κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον᾽, κατά τόν ἀπ. Πέτρο (Α´ Πέτρ. 3,4).
Διότι ἐκεῖ βρίσκεται τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Από ἐκεῖ ὅμως διαβαίνει καί σέ ὅλη τήν ὕπαρξή του, ἀκόμη καί τό σῶμα του. Τά λείψανα τῶν ἁγίων, ἡ εὐωδία καί ἡ μυροβολία τους ἀποτελοῦν τά σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ σέ ὅλον τόν ἄνθρωπο καί ὄχι μεμονωμένα στήν ψυχή του.
Ὁ ἀγώνας τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί οἱ σύνοδοι τοῦ 14ου αἰ. ἔχουν ἐπικυρώσει μέ οἰκουμενικό καί ἀναμφισβήτητο τρόπο τήν παραπάνω πραγματικότητα. Σῶμα καί ψυχή εἶναι ῾ἐκτεθειμένα᾽ στίς ἁγιαστικές ἐνέργειες τοῦ φωτός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.
Προϋπόθεση βεβαίως γιά τήν αἴσθηση τοῦ φωτός καί τῆς χάρης αὐτῆς στήν ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ὁ νόμιμος ἀγώνας γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς του. Τά πάθη καί οἱ κακίες ἀποτελοῦν τά ἀναχώματα γιά τήν ἀποδοχή τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ.
Χωρίς ἐξάλειψή τους, πού σημαίνει χωρίς ἀγώνα μετατροπῆς τῶν ψεκτῶν παθῶν σέ ἔνθεα πάθη, δηλαδή μετατροπῆς τοῦ ἐγωϊσμοῦ σέ ἀγάπη, εἶναι ἀδύνατο νά δεῖ καί νά γευτεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του.
῎Αν πιθανόν θελήσει νά μετάσχει τῶν φωτιστικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν ἄσκηση τῆς κάθαρσης, τότε θά νιώσει τόν Θεό ὡς ῾πῦρ καταναλίσκον᾽, σάν φωτιά πού θά τόν κατακάψει. Σάν κόλαση φοβερή καί τρομερή.
Στόν ἀναστάσιμο κανόνα του ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης Δαμασκηνός ἐπισημαίνει τή μυστική αὐτή πραγματικότητα. ῾Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς ἀναστάσεως Χριστόν ἐξαστράπτοντα᾽.
Πρέπει νά καθαρίσει κανείς τίς αἰσθήσεις του γιά νά δεῖ τόν Χριστό νά ἐξαστράπτει μέσα στό ἀπρόσιτο φῶς τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἡ ᾽Ανάσταση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἀνάσταση καί τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἔννοια τῆς μετοχῆς αὐτοῦ στό φῶς τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Δέν πρόκειται γιά μία θέα ἐξωτερική καί ἐπιφανειακή.
Μιλᾶμε γιά ἕνωση τοῦ πιστοῦ μέ τόν ἴδιο τόν Θεό του. Γιά πορεία μέσα στήν προοπτική τῆς δημιουργίας του: νά γίνει῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽ Χριστοῦ! ῾Ὁ Κύριος δέν μακάρισε ἐκεῖνον πού ξέρει κάτι γιά τόν Θεό – σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης -, ἀλλά αὐτόν πού ἔχει μέσα του τόν Θεό᾽.
᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἀνάσταση, ὡς νίκη ἀπέναντι στόν ῾ἔσχατον ἐχθρόν τοῦ ἀνθρώπου, τόν θάνατον᾽ (Α´Κορ. 15, 26), ἑορτάζει ὁ Χριστιανός πού ἀγωνίζεται νά ζεῖ μέ ἀγάπη στή ζωή του. Ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ καί κάθαρση ψυχῆς, ἐκεῖ καί Θεός, ἐκεῖ καί φῶς ἀναστάσεως Χριστοῦ.:῾᾽Αναστάσεως ἡμέρα…καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα ……
Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει καί οὕτω βοήσωμεν: Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…᾽!