«Ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Αὐτό εἶναι τό κύριο θέμα τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ καί τοῦ Κυρίου.
Γιά νά μάθουμε σέ τί συνίσταται αὐτή ἡ μυστηριώδης πραγματικότητα, πού ὁ Κύριος ἦλθε νά ἐγκαθιδρύσει στή γῆ, ποία εἶναι ἡ φύση της καί ποιες οἱ ἀπαιτήσεις της πρέπει νά ἀπευθυνθοῦμε στήν Καινή Διαθήκη.
Στό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τήν πρώτη θέση κατέχει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό πού κηρύττει στίς κωμοπόλεις τῆς Γαλιλαίας εἶναι τό Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας. Τά θαύματα πού ἐνεργεῖ ὁ Κύριος συνοδεύουν τήν διδασκαλία Του ὡς σημεία τῆς παρουσίας τῆς Βασιλείας καί ἀφήνουν νά διαφανεῖ κάπως ἡ σημασίας της.
Μέ τόν ἐρχομό της τερματίζεται ἡ κυριαρχία τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου πάνω στούς ἀνθρώπους «εἰ δέ ἐγώ ἐν πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τά δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. ιβ 28).
Συνεπῶς εἶναι ἀπαραίτητο νά ληφθεῖ μία ἀπόφαση, πρέπει κανείς νά μετανοήσει, νά δεχθεῖ τίς ἀπαιτήσεις τῆς Βασιλείας γιά νά γίνει μαθητής τοῦ Ἰησοῦ.
1. Ἡ φύση τῆς Βασιλείας.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀνεξιχνίαστη πραγματικότητα τῆς ὁποίας τήν φύσιν μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός μπορεῖ νά μᾶς γνωρίσει.
Τήν ἀποκαλύπτει μόνο στούς ταπεινούς καί στούς μικρούς, ὄχι στούς σοφούς καί «συνετούς» αὐτοῦ τοῦ κόσμου (Ματθ. ια΄ 25).
Τήν ἀποκαλύπτει στούς μαθητές του, ὄχι στούς ἔξω, γιά τούς ὁποίους τά πάντα μένουν αἰνιγματικά.
Μιλώντας γι’ αὐτήν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά χρησιμοποιήσουμε ἐγκόσμια δεδομένα καί πραγματικότητες τῆς παρούσας ζωῆς, γιά νά μπορέσουμε νά τήν προσδιορίσουμε καί νά τήν περιγράψουμε.
Ὅσο ὅμως καί ἄν τό ἐπιδιώξουμε δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά τήν συλλάβουμε διανοητικά πλήρως διότι ἀνήκει στά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο ὅμως ὡς βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐννοοῦμε τό χῶρο ἐκεῖνο, ὅπου κυριαρχεῖ καί βασιλεύει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Γίνεται δηλαδή μόνο αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. Εἶναι ὁ χῶρος ὅπου πραγματοποιεῖται ἡ κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπων.
Ὡς χῶρος τῆς Βασιλείας θεωρεῖται ἐπί τῆς γῆς ἡ Ἐκκλησία, ἐντός τῆς ὁποίας κυριαρχεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει στήν ζωή τοῦ Θεοῦ, κοινωνεῖ μαζί του καί τέλος ἐλευθερώνεται ἀπό τό κράτος τῆς ἁμαρτίας τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου.
Ὁ Κύριος ἑρμηνεύοντας μας τά περί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔδωσε μερικά χαρακτηριστικά της, εἶναι τά παράδοξα τῆς βασιλείας, ὅπως θά διαπιστώσουμε.
α) Ἔχει ταπεινή ἀρχή καί ἔνδοξο τέλος.
Ἀρχίζει ταπεινά. Ἔρχεται ὅταν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπευθύνεται στούς ἀνθρώπους. Θά αὐξηθεῖ μέ τήν ἴδια της τήν δύναμη, ὅπως ὁ κόκκος τοῦ σίτου στήν σχετική παραβολή (Μάρκου δ΄ 26-29). Θά ζωντανέψει τόν κόσμο, ὅπως τό προζύμι μέσα στό ζυμάρι.
Στήν Ἀποκάλυψη ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς παρουσιάζει τήν τελική δόξα τῆς Βασιλείας μέ τήν εἰκόνα τῆς ἄνωθεν ἐρχομένης ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλήμ.
β) Ἐνῶ δόθηκε στό μικρό ποίμνιο τῶν μαθητῶν τελικά θά συμπεριλάβει ὅλο τόν κόσμο.
Ὁ Κύριος πράγματι δέν ἀπευθύνεται παρά μόνο στούς Ἰουδαίους τῆς Παλαιστίνης. Μάλιστα δέ ἀνάμεσα σ’ αὐτούς μόνο στό «μικρό ποίμνιο» τῶν Μαθητῶν (Λουκᾶ β΄ 32) δόθηκε ἡ Βασιλεία.
Ἀλλά αὐτή ἡ ἴδια πρόκειται νά γίνει ἕνα μεγάλο δέντρο ὅπου θά φωλιάσουν ὅλα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ (Ματθ. ιγ΄ 31) θά δεχθεῖ στούς κόλπους της ὅλα τά ἔθνη.
γ) Εἶναι συγχρόνως ἐγκόσμια καί ὑπερκόσμια.
Ἐνῶ ὑπάρχει ἐδῶ στήν γῆ, στό μέτρο πού οἱ ἄνθρωποι ἀποδέχονται καί πιστεύουν στόν Χριστό, συγχρόνως «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤγγικε, ἀλλά καί στό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει εἶναι βασικές Διδασκαλίες τῆς Καινῆς Διαθήκης.
δ) Εἶναι ὀρατή καί ἀόρατη.
Ἡ ἔλευση της δέν μπορεῖ νά γίνει ἀντικείμενο παρατηρήσεως ὅπως τά ἄλλα φαινόμενα (Λουκᾶ ιζ΄ 20) καί ὅμως ἐκδηλώνεται ἐξωτερικά, ὅπως τό σιτάρι τοῦ ἀγροῦ πού φυτρώνει μαζί μέ τά ζιζάνια.
ε) Εἶναι παροῦσα καί ἐρχόμενη.
Ἦλθε στή γῆ. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν ἐντός αὐτῆς. Βλέπουν τά σημάδια της. Παρά ταῦτα ἡ Βασιλεία καλεῖται νά αὐξηθεῖ.
Ὡς χρόνος ἐλεύσεώς της καί ἐγκαταστάσεώς της στή γῆ θεωρεῖται ἡ ἐπί γῆς ζωή τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας. Θά φθάσει ὅμως στήν πληρότητά της μέ τήν δεύτερη ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου.
Σ’ αὐτήν τό ἐνδιάμεσο χρονικό διάστημα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά φθάσει στήν πληρότητά της. Αὐτός θά εἶναι ὁ χρόνος τῆς μαρτυρίας. ὁ χρόνος τῆς Ἐκκλησίας (Ἰωάν. ιε΄ 27). Στό τέλος αὐτοῦ τοῦ χρόνου θά φανερωθεῖ ἡ δόξα τῆς Βασιλείας.
Τότε θά εἶναι τό τραπέζι τοῦ Πάσχα, τό ἐσχατολογικό Δεῖπνο, στό ὁποῖο οἱ καλεσμένοι πού θά ἔλθουν ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς γῆς θά πάρουν μέρος στό συμπόσιο μαζί μέ τούς Πατριάρχες.
Αὐτήν τήν Βασιλεία στήν πληρότητά της καλοῦνται οἱ πιστοί νά «κληρονομήσουν» μετά τήν Ἀνάσταση καί τήν σωματική μεταμόρφωση τους. Ὡς τότε θά προσεύχονται γιά τόν ἐρχομό της «Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου!!!».
2.Ἡ εἴσοδος τῶν ἀνθρώπων στήν Βασιλεία.
Ἡ Βασιλεία εἶναι τό κατεξοχήν δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ οὐσιαστική ἀξία, πού πρέπει νά τήν ἀποκτήσει κανείς δίνοντας ὅλα ὅσα κατέχει.
Ἀλλά γιά νά τήν λάβει κανείς, πρέπει νά ἐκπληρώσει ὁρισμένες προϋποθέσεις. Αὐτό ὅμως μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ὀφειλόμενη δίκαια ἀμοιβή:
Ὁ Θεός ἐλεύθερα μισθώνει τούς ἀνθρώπους στόν ἀμπελώνα Του καί δίνει στούς ἐργάτες Του, ὅ, τι εὐαρεστεῖται.
Ὁπωσδήποτε αὐτά πάντα παρέχονται ὡς χάρη, οἱ ἀνθρωποι ὀφείλουν νά ἀνταποκριθοῦν σ’ αὐτή τήν χάρι. Οἱ σκληροτράχηλοι ἁμαρτωλοί πού ἐμμένουν στό κακό «Βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι».
Ἀπ’ αὐτόν πού θέλει νά εἰσέλθει στήν Βασιλεία καί νά τήν κληρονομήσει τελικά ἀπαιτεῖται : «πτωχεία» πνεύματος, διάθεση παιδιοῦ, ἐνεργός ἀναζήτηση τῆς Βασιλείας καί τῆς δικαιοσύνης της, ὑπομονή στούς διωγμούς, θυσία κάθε πράγματος πού κατέχει, μέ μία λέξη ἀπαιτεῖται ἡ ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἰδίως στό θέμα τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης.
Γιατί ἐάν ὅλοι εἶναι καλεσμένοι στήν Βασιλεία, δέν εἶναι ὅλοι ἐκλεκτοί. Θά διωχθεῖ ὁ συνδαιτημόνας πού δέν ἔχει «ἔνδυμα γάμου». Ἀπαιτεῖται κυρίως μετάνοια, ἀναγέννηση, χωρίς τήν ὁποία δέν μπορεῖ κανείς «νά δεῖ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Στούς ἐσχάτους καιρούς, ὁ Χριστός νικητής ὅλων τῶν ἐχθρῶν του, θά παραδώσει «τήν Βασιλεία τῷ Θεῷ καί Πατρί». Τότε «γεννήσεται ἡ Βασιλεία τοῦ κόσμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν καί τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ» καί οἱ πιστοί θά λάβουν «κληρονομίαν ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ».
Ἔτσι, θά βασιλεύσει «ὁ Κύριος ὁ Θεός ὁ παντοκράτωρ» καί οἱ Μαθητές τοῦ Ἰησοῦ θά κληθοῦν νά μοιραστοῦν τήν δόξα αὐτῆς τῆς Βασιλείας, γιατί ἤδη ἀπό τώρα, ὁ Ἰησοῦς «ἐποίησεν, αὐτούς Βασιλεῖς καί Ἱερεῖς τῷ Θεῷ καί Πατρί αὐτοῦ».
Αρχιμ. Καλλίνικος Νικολάου – Ι.Μητρόπολη Καισαριανής