Ο Νικηφόρος ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Το όνομα του το ίδιον σφραγίζει την προσωπικότητα του, διότι πραγματικά κατέκτησε και διπλή νίκη μίαν της ασεβείας και μίαν κατά των παθών.
Έζησε κατά τους χρόνους που βασίλευαν ο Ουαλαριανός και Γαλιηνός (253 – 268). Ήταν απλοϊκός και νέος στην ηλικία, όταν αξιώθηκε να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Ο Σαπρίκιος ήταν ιερεύς καλός.
Παρ’ όλον όμως το αξίωμα της ιεροσύνης και τα μαρτύρια, τα όποια έλαβε από τους τυράννους διά την πίστη, επειδή δεν άφησε το μίσος και δεν συγχώρησε τον αδελφό του Νικηφόρον, εξέπεσε από την αξία του Μαρτυρίου ο δυστυχής και ζημιώθηκε από το στεφάνι της αθλήσεως που έχασε για τη μνησικακία του.
Αντιθέτως ο συμπαθής της νίκης επαξίως επώνυμος και τροπαιοφόρος Νικηφόρος, επειδή ποθούσε την αγάπη και ζητούσε με όλη του την καρδία την συμφιλίωση, αξιώθηκε παραδόξως του Μυστηρίου ο πάνσοφος και έλαβε χωρίς κόπους και πόνους τον στέφανο.
Ο Σατανάς βάζει έχθρα μεταξύ τους Αυτός ο Σαπρίκος ήταν από την Αντιόχεια ιερεύς το αξίωμα. Είχε μεγάλη φιλία με τον ευλογημένο Νικηφόρον. Αυτός ήταν κοσμικός και δεν είχε καμιά εκκλησιαστική αξία. Ήταν όμως πολύ πιο ενάρετος από τους ιερείς.
Τέτοια φιλία είχε με τον Σαπρίκιον, ώστε ο ένας ζούσε στην ψυχή του άλλου. Είχαν και οι δύο την ίδια επιθυμία, την ίδια γνώμη, την ίδια θέληση. Αλλά το φθονερό φίδι δεν μπορούσε να υποφέρει να βλέπει τέτοια ομόνοια. ο μισόκαλος που βασκαίνει το αγαθόν, έβαλε μεταξύ τους τέτοιο σκάνδαλο, όση αγάπη είχαν άλλοτε.
Τόσο δε μίσησε ο ένας τον άλλο ώστε δεν μπορούσε να τον δει, αλλά γύριζαν από άλλο δρόμο, για να μη συναντηθούν. Διότι η μεγάλη φιλία γίνεται μεγάλο μίσος, κατά τον κοινό λόγο, όπως συνέβη με αυτούς.
Πλην όμως ο πράος Νικηφόρος, ο αγαθός και επιεικής και μέτριος, κατάλαβε ότι ο δαίμονας ήταν ο αίτιος της έχθρας και φρόντιζε να γίνει και πάλι συμφιλίωση μεταξύ τους, για να μη δυσαρεστούν τον φιλάνθρωπο Θεόν.