Η ευαγγελική περικοπή αναφέρεται στο θαύμα του Ιησού Χριστού, τότε που θεράπευσε τον παραλυτικό στα Ιεροσόλυμα. Είναι το τρίτο από τα θαύματα, για τα οποία ομιλούν τα ιερά Ευαγγέλια. Το πρώτο έγινε στην Κανά, τότε που ο Ιησούς Χριστός βρέθηκε στο γάμο κι έκαμε το νερό κρασί.
Το δεύτερο έγινε στην Καπερναούμ, τότε που θεράπευσε το γιό του βασιλικού. Το τρίτο γίνεται τώρα στα Ιεροσόλυμα, κι είναι η θεραπεία του παραλυτικού, που τριάντα οχτώ χρόνια βασανιζότανε μέσα στην αρρώστια του.
Η σωματική αρρώστια είναι κι αυτή στον άνθρωπο κληρονομιά της αμαρτίας· της πρώτης αμαρτίας των πρωτοπλάστων στον παράδεισο, τότε που τους ξεγέλασε ο διάβολος και τους έβαλε να παραβούν την εντολή του Θεού.
Τότε μπήκε η αμαρτία στον κόσμο και με την αμαρτία η αρρώστια κι ο θάνατος· τότε ανατράπηκε η αρμονία της δημιουργίας του Θεού. Μα γι’ αυτό ήλθε ο Χριστός, για να καταργήσει το θάνατο και να σηκώσει από τους ανθρώπους το βάρος της κακής κληρονομιάς.
Σημεία της παρουσίας του Μεσσία και της θεϊκής του δύναμης και αποστολής ήσαν τα θαύματα που έκαμε και μάλιστα οι θεραπείες των αρρώστων. Ας ακούσουμε όμως τώρα στη γλώσσα μας την ευαγγελική περικοπή κι ας δούμε πως ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει για τη θεραπεία του παραλυτικού στα Ιεροσόλυμα.
Πρώτ’ αρχή δεν θα πρέπει να παρατρέξουμε ό,τι λέγει το ιερό κείμενο για το νερό της δεξαμενής Βηθεσδά. Βηθεσδά στα ελληνικά θα πει «οίκος ελέους», δηλαδή σπίτι της αγάπης.
Εκείνο τον καιρό ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα. Εκεί στα Ιεροσόλυμα κοντά στην πύλη που λέγεται προβατική, είναι μια δεξαμενή, που στα εβραϊκά λέγεται Βηθεσδά κι έχει γύρω πέντε καμαροσκέπαστα υπόστεγα.
Κάτω απ’ αυτά τα υπόστεγα ήσαν ξαπλωμένοι ένα πλήθος άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, πιασμένοι και περίμεναν την κίνηση του νερού. Γιατί άγγελος από καιρό σε καιρό κατέβαινε στη δεξαμενή και τάραζε το νερό όποιος λοιπόν, ύστερα από την κίνηση του νερού, έπεφτε πρώτος στη δεξαμενή, αυτός γινότανε καλά απ’ οποιαδήποτε κι αν είχε αρρώστια.
Ήταν λοιπόν εκεί ένας άνθρωπος, που τριάντα οχτώ χρόνια βασανιζότανε μέσα στην αρρώστια του. Αυτόν, όταν τον είδε ο Ιησούς ξαπλωμένο, κατάλαβε πως πολύ καιρό είχε εκεί, και του λέει· «Θέλεις να γίνεις καλά;».
Του αποκρίθηκε ο άρρωστος· «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο, για να με βάλει στη δεξαμενή, όταν ταραχτεί το νερό· επάνω στην ώρα, που πάω να μπω εγώ, άλλος πριν από μένα πέφτει στο νερό».
Του λέει ο Ιησούς· «Στάσου στα πόδια σου· σήκωσε το κρεββάτι σου και πήγαινε». Κι αμέσως έγινε καλά ο άνθρωπος και σήκωσε το κρεββάτι του και περπατούσε. Κι ήτανε Σάββατο εκείνη την ημέρα.
Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι στο θεραπευμένο· «Είναι Σάββατο δεν σου επιτρέπεται να σηκώσεις το κρεββάτι». Τους αποκρίθηκε· «Εκείνος που μ’ έκαμε καλά, εκείνος μου είπε· Σήκωσε το κρεββάτι σου και πήγαινε». Τον ξαναρώτησαν «Ποιός είναι ο άνθρωπος, που σου είπε· Σήκωσε το κρεββάτι σου και πήγαινε;».
Μα ο θεραπευμένος δεν ήξερε ποιός είναι, γιατί ο Ιησούς είχε χαθεί μέσα στο πλήθος που ήταν εκεί. Ύστερα· απ’ αυτά, τον βρίσκει ο Ιησούς στο ναό και του λέει· «Κοίταξε, έγινες καλά· μην αμαρταίνεις πια, για να μη σε βρει κάτι χειρότερο». Έφυγε ο άνθρωπος και διαλάλησε στους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι, που τον έκαμε καλά.
Πρώτ’ αρχή δεν θα πρέπει να παρατρέξουμε ό, τι λέει το ιερό κείμενο για το νερό της δεξαμενής Βηθεσδά.
Βηθεσδά στα ελληνικά θα πει «οίκος ελέους», δηλ σπίτι της αγάπης· επειδή μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο ο Θεός έδειχνε εκεί την αγάπη του στους ανθρώπους, αλλά και οι άνθρωποι, όσο μπορούσαν κι όσο ήξεραν σ’ εκείνα τα χρόνια, δείχνονταν ευεργετικοί προς τους αρρώστους.
Δεν ήσαν κάποιες ιαματικές ιδιότητες του νερού που θεράπευαν τους αρρώστους· αν ήταν έτσι, τότε σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου το νερό θα ήταν ιαματικό.
Μα το ιερό κείμενο λέει πως το νερό εκείνο είχε τη δύναμη να θεραπεύει τους αρρώστους «κατά καιρόν», κάθε φορά δηλαδή που ο άγγελος του Θεού κατέβαινε και το ανατάραζε. Κι έπειτα δεν γίνονταν όλοι καλά, μα μόνο όποιος πρόφταινε να πέσει πρώτος στο νερό. Ήταν λοιπόν ιερός τόπος εκεί, ήταν άγιασμα και προσκύνημα.
Ο Θεός, που είναι παντού, δείχνει την παρουσία του πιο φανερά σε κάποιους τόπους και περιστατικά και πρόσωπα, για να τον βλέπουν εκεί αισθητότερα οι άνθρωποι, να παίρνουν τις ευεργεσίες του και να πιστεύουν. Τόπος θεοφανείας ήταν η Βηθεσδά.
Αλλά εκεί που πρέπει περισσότερο να προσέξουμε είναι τα τελευταία λόγια του Ιησού Χριστού όταν βρήκε τον άνθρωπο στο ναό, του είπε· «Κοίταξε, έγινες καλά, μην αμαρτάνεις πια, για να μη σε βρει κάτι χειρότερο». Εδώ φαίνεται καθαρά πως ο άνθρωπος με μια βαριά αρρώστια, που την σήκωσε τριάντα οχτώ χρόνια, πλήρωσε κάποια αμαρτία του.
Αλλά εδώ τώρα πρέπει να ετοιμασθούμε για απολογία, γιατί έναν τέτοιο λόγο πολλοί τον ακούν και πειράζονται. Γιατί έτσι συμβαίνει πάντα· όταν αμαρτάνουμε, μας φαίνεται καλά, μα όταν μας θυμίζουν την αμαρτία, πειραζόμαστε. Έπειτα είναι άνθρωποι που δεν θέλουνε να ακούσουν καν για αμαρτία. Τί θα πει αμαρτία; Όλα στη ζωή είναι πράγματα φυσικά.
Όμως η τραγωδία του ανθρώπου είναι πάντα η αμαρτία του, ο μολυσμός της σαρκός και του πνεύματός του και η ταραχή που γεννιέται μέσα του από την παράβαση των εντολών του Θεού. Η αμαρτία είναι που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό, αυτή που τον φέρνει στο σημείο να αρνείται το Θεό.
Η αθεΐα δεν έχει αλλού τη ρίζα της παρά στην αμαρτία, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στην απιστία και στην άρνηση του Θεού.
Δεν είναι το δόγμα κι η αλήθεια για το Θεό, που δεν μπορεί να χωρέσει ο νους του ανθρώπου, αλλά είναι οι εντολές, που βάζουν φραγμό στην αμαρτία του· αυτές δεν θέλει να δεχθεί η καρδιά, γι’ αυτό κι αρνείται ο άνθρωπος το Θεό. Για να μη χωρισθεί από την αμαρτία του, φτάνει να πιστέψει πως δεν υπάρχει ο Θεός. Πραγματικά η αμαρτία είναι η μεγάλη τραγωδία της ζωής μας.
Το θέλομε δεν το θέλομε, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ηθικής και της σωματικής υγείας του ανθρώπου. Καλά που η σωματική αρρώστια κι ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της πρώτης αμαρτίας των πρωτοπλάστων, μα και η προσωπική αμαρτία έχει πάντα τις δικές της συνέπειες στην υγεία του σώματος.
Κάθε σωματική αρρώστια δεν οφείλεται πάντα σε ηθικές παρεκτροπές, μα κάθε ηθική παρεκτροπή έχει πάντα τις συνέπειές της επάνω στον άνθρωπο.
Κάθε αμαρτία, που είναι παράβαση θείας εντολής, είναι μια ελεύθερη εκλογή και πράξη του ανθρώπου, μα κάθε τέτοια εκλογή και προτίμηση έχει τις συνέπειές της στον ίδιο τον άνθρωπο.
Η ελευθερία είναι ευθύνη και η ηδονή της οποιασδήποτε αμαρτίας είναι ύστερα οδύνη, που την σηκώνει και την πληρώνει όποιος προτιμά το δικό του θέλημα παρά το θέλημα του Θεού.
Αυτός είναι ο κίνδυνος της ηθικής ελευθερίας μας· όταν πιστέψουμε πως μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να σηκώσουμε τις συνέπειες των πράξεων μας.
Μα γιατί τα λέμε όλα αυτά, όταν το ξέρουμε πως και κουράζουν και εξοργίζουν τους ανθρώπους του καιρού μας; Γιατί όποιοι κι αν είναι οι καιροί κι όπως κι αν θέλουν να σκέπτονται οι άνθρωποι, η Εκκλησία πρέπει να κηρύξει Ευαγγέλιο.
Και το Ευαγγέλιο σ’ αυτό το σημείο δεν κάνει συμβιβασμούς και δεν κηρύττει την αλήθεια στα μέτρα και τις αντιλήψεις της κάθε εποχής.
Άλλη όψη αυτή της τραγωδίας του σύγχρονου κόσμου· κι όταν δεν αρνιούνται οι άνθρωποι το Θεό, δεν χωρίζονται από την αμαρτία τους και θαρρούν πως βρίσκουν τρόπο να συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα, το φως και το σκότος. Φως είναι ο Θεός και σκότος είναι η αμαρτία, μέσα στο οποίο παλεύει ο κόσμος.
Η αμαρτία, καθώς γράφει ο αδελφόθεος Ιάκωβος, φλογίζει «τον τροχό της γενέσεως»· αυτή δηλαδή, σαν μια κακή κληρονομιά, περνάει από πατέρα σε παιδί και κάνει το φλογισμένο κύκλο της μέσα στις γενεές των ανθρώπων.
Όσοι δεν το καταλαβαίνουν είναι τραγικοί άνθρωποι, που πεθαίνουν αλύτρωτοι «εν ταις αμαρτίαις αυτών». Όσοι το καταλαβαίνουν λένε μαζί με τον Απόστολο· «Ευχαριστώ τω Θεώ διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών».
Κι αν υπάρχει η αμαρτία, που μας γονατίζει και μας λιώνει, μα είναι ο Χριστός, που μας λυτρώνει και μας σώζει. Χαρά σ’ εκείνους που η αμαρτία δεν τους διώχνει, αλλά τους φέρνει στο Θεό και ζητούν έλεος, για να βρουν σωτηρία.
Τα τελευταία λόγια του Ιησού Χριστού στον άνθρωπο, που τον θεράπευσε από την πολυχρόνια αρρώστια του, μας έδωσαν αφορμή να μιλήσουμε για την αμαρτία και για τις συνέπειές της. Το ξέρουμε πολύ καλά πως όσα μπορέσαμε να κηρύξουμε δεν ακούονται από τους ανθρώπους ευχάριστα.
Μα το κήρυγμα της Εκκλησίας δεν έχει δικαίωμα να είναι πάντα ευχάριστο στους ανθρώπους. Και ποτέ δεν είναι ευχάριστος ο λόγος, όταν έρχεται σε αντίθεση με το θέλημα της αμαρτίας.
Η ίδια η λέξη αμαρτία μάς ενοχλεί, ενώ είναι αλήθεια πως η αμαρτία, σαν λογισμός και σαν πράξη και σαν μολυσμός «σαρκός και πνεύματος», μας ταλαιπωρεί και κάνει τραγική τη ζωή μας. Το να αρνιούμαστε το Θεό για χάρη της αμαρτίας μας ή να κόβουμε την αλήθεια του Θεού στα μέτρα μας για να βρούμε τάχα ανάπαυση, αυτές δεν είναι λύσεις που λυτρώνουν και μας βγάζουν από το τραγικό αδιέξοδο της αμαρτίας.
Η λύση είναι μία· να παλεύουμε, για να νικήσουμε τον εαυτό μας και την αμαρτία μας με το έλεος και τη χάρη του Θεού «διά Ιησού Χριστού». Αμήν.
(+Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, «Επί Πτερύγων ανέμων», εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, σ. 107-11)