Την τρίτη μέρα που έπλαθε ο Κύριος την κτίση,
δυο φούχτες χώμα ξέχειλες στα χέρια έχει σηκώσει
Ένα βουνό επιβλητικό έχει σκοπό να χτίσει
κι έξω απ’ την πόλη της Σιών να το θεμελιώσει.
Τον βλέπει ένας άγγελος, δειλά τον πλησιάζει
και μ’ απορία Τον ρωτά: “Συγχωρα με τον τάλα
γνωρίζω Είσαι τέλειος, μα μήπως δεν ταιριάζει
τούτο το Όρος το ψηλό που ξεχωρίζει απ τ’ άλλα;
Χαμογελάει ο Θεός, γλυκά του απαντάει
“Όταν θα έλθει ο καιρός στο βράχο αυτό να φτάσω,
Θα στήσω θρόνο ξύλινο, η πλάση να κοιτάει
ν’ ανοίγω τις παλάμες μου για να την αγκαλιάσω.
Λέγει ξανά ο άγγελος “βαθιά θεμέλια έχει”
Του αποκρίνετ’ ο Θεός “θα ρθει η φρικτή η ώρα
που απ’ την θλίψη την πολλή ο βράχος δε θ’ αντέχει
στην ράχη του ο Πλάστης του ν’ αργοπεθαίνει τώρα”.
Σελίμου Β. Παναγιώτου