Έφτασε πάλι η πιο αγαπημένη περίοδος για τους κατοίκους της Παιανίας, η περίοδος που τιμάται με λαμπρό τρόπο και πανηγυρικές εκδηλώσεις, των οποίων οι ρίζες χάνονται στο βάθος των αιώνων, ο Πολιούχος της, Άγιος Αθανάσιος ή «Μάη-Θανάσης» όπως συνηθίζουν να αποκαλούν τον Μεγάλο αυτό φωστήρα της Ορθοδοξίας οι γηγενείς, λόγω του εορτασμού του τον ομώνυμο μήνα.
Αρχικά θα πρέπει να αναφέρουμε, πως ορθώς τιμάται στην πόλη στις 2 Μαΐου η μνήμη του Αγίου Αθανασίου, μιας και σύμφωνα με τον Κώδικα των Καυσοκαλυβίων και το δίστιχο του Λαυριωτικού Κώδικα (Ι 70), είναι η ιστορικά αποδεδειγμένη ημερομηνία της κοιμήσεως του και όχι της ανακομιδής των λειψάνων του, που για το γεγονός αυτό δεν έχουμε την παραμικρή ιστορική αναφορά.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι και όλη η ανέκδοτη ποιητική υμνολογία κατά την 2α Μαΐου, περιστρέφεται στην ετήσια μνήμη του και όχι στην ανακομιδή των λειψάνων του, για την οποία ούτε απλή αναφορά δεν γίνεται.
Για ποιο λόγο όμως καθιερώθηκε η κυρίως μνήμη του την 18η Ιανουαρίου, μαζί με αυτή του Αγίου Κυρίλλου, δεν γνωρίζουμε. Το πιθανότερο όμως είναι, για τον ίδιο λόγο που καθιερώθηκε και η γιορτή των τριών Ιεραρχών.
Δεκαετία του ’60. Εορτή Αγίου Αθανασίου στο Λιόπεσι. Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος κυρός Ιάκωβος στον περίβολο του ναού του Αγίου, μαζί με τον τότε εφημέριο του Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής π. Νικόλαο Ιωάννου, την τοπική αρχή και πλήθος ευλαβών συμπολιτών μας.
Πως όμως πρόεκυψε Πολιούχος της πόλης ο Άγιος Αθανάσιος;
O Άγιος Αθανάσιος καθιερώθηκε ως Πολιούχος και προστάτης αρχικά του χωριού του Λιοπεσίου και μετέπειτα της πόλης της Παιανίας, όταν επιτέλεσε ένα μεγάλο θαύμα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, που ανάγκασε μέχρι και τους Τούρκους να τον σέβονται και να τον τιμούν!
Έκτοτε και εις το διηνεκές, ο Άγιος είναι ο φύλακας του τόπου από ορατούς και αόρατους εχθρούς, ο φρουρός του από κάθε εχθρική επιδρομή, ο έφορος του στις ανάγκες και ο ρύστης του από συμφορές και κακώσεις.
Το θαύμα περιγράφει με γλαφυρό τρόπο, στο βιβλίο του Γεωργίου Χατζησωτηρίου «Ιστορία της Παιανίας και των Ανατολικά του Υμηττού Περιοχών», η Παιανιώτισσα, Παγώνα Χούντα:
«Στον Άη Θανάση πήγαιναν οι παππούδες μας για να λειτουργηθούν. Τότε, πριν χτιστεί το χωριό (εννοεί προ του 1690) δεν ήταν άλλη εκκλησία εκεί γύρω. Όλος ο κόσμος που έμενε στο χωριό του Κόκλα πήγαινε κι έπαιρνε νερό στο πηγάδι του Άη-Θανάση, γιατί δεν υπήρχε άλλο.
Στο ίδιο πηγάδι πότιζαν και τα άλογα τους οι Τούρκοι. Εκεί έπλεναν τα ρούχα των Τούρκων και τα δικά τους οι Έλληνες. Το νερό τότε ήταν άφθονο και τρεχούμενο, ερχόταν από τη Σέζα.
Το πηγάδι, ήταν ανάβαθο και αστείρευτο. Γύρω από το πηγάδι υπήρχαν δώδεκα πολύ παλιές γούρνες για πλύσιμο και για πότισμα. Τις θυμάμαι όταν ήμουν ακόμη μικρή. Τώρα είναι λίγες (σημ. δεν υπάρχει καμιά). Οι γιαγιάδες μας, συνεχίζει η αφηγήτρια, όταν ήταν γιορτή, χόρευαν γύρω από εκείνο το πηγάδι.
Οι Τούρκοι είχαν διατάξει μία φορά τον χρόνο να μαζεύονται εκεί οι νέες και να χορεύουν μπροστά τους. Ήθελαν να δουν ποια κορίτσια ήσαν όμορφα για να τα πάρουν. Αυτή η συνήθεια κρατήθηκε και όταν ακόμη «τραβήχτηκε» το χωριό αργότερα, πιο πάνω (εννοεί την ίδρυση του χωριού, μετά το 1690)».
Και συνεχίζει:
«Τα βάσανα όμως των παιδιών που χόρευαν γύρω από το πηγάδι, μπρος στα μάτια του Τούρκου, τα έβλεπε ο Άη-Θανάσης. Αυτοί όμως δεν τον λογάριαζαν. Για πολύ καιρό οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει να ανάβουν οι παππούδες μας τα καντήλια του.
Κάποιο βράδυ, ο Άγιος φανερώθηκε στην προγιαγιά του Θανάση Χριστόδουλου και της είπε : «Γιατί μένει η εκκλησία θεοσκότεινη; Να μου ανάβετε κάθε μέρα τα καντήλια». – «Πώς να τα ανάψω αφού είναι οι Τούρκοι»; – «Να πας και να μη φοβηθείς», είπε ο Άγιος. Από τότε πήγαινε αυτή ή ο γιος της νύχτα για να κάνει τη χάρη του.
Περνούσαν μέσα από τα άλογα των Τούρκων που έμεναν εκεί κοντά. Τα άλογα χλιμίντριζαν και τα σκυλιά γαύγιζαν, αλλά οι Τούρκοι δεν τους έβλεπαν. Ένα βράδυ είδαν τον Χριστόδουλο και του έριξαν. Η σφαίρα όμως εξοστρακίστηκε, γύρισε πίσω και σκότωσε τον Τούρκο που τον τουφέκισε…».
Υπάρχει όμως και μία άλλη εκδοχή του θαύματος που λέει πως ανήμερα της εορτής του Αγίου στις 2 Μαΐου, κάτι είχε συμβεί και οι Λιοπεσιώτες είχαν καταφύγει περίτρομοι στην εκκλησία.
Οι Τούρκοι δεν έμπαιναν μέσα, ιδίως οι ντόπιοι, γιατί φοβόντουσαν τον Άγιο, επειδή είχε κάνει κι άλλα θαύματα παλαιότερα. Κάποιος όμως διοικητής Τούρκος, όταν έμαθε ότι από φόβο δεν έμπαιναν στην εκκλησιά οι στρατιώτες του, αψήφησε τον Άγιο.
Καβάλησε το άλογό του και έφθασε έξω από την πόρτα της εκκλησίας. Επειδή εκείνη ήταν αμπαρωμένη από τους Έλληνες, πυροβόλησε για να σπάσει τη κλειδαριά. Η σφαίρα όμως εξοστρακίστηκε και τον σκότωσε. Οι στρατιώτες, ύστερα απ’ αυτό, φοβήθηκαν κι έφυγαν. Έτσι σώθηκαν!
Φωτογραφία 1955. Πανηγύρι Αγίου Αθανασίου στο Λιόπεσι με Στέλιο Καζαντζίδη, Καίτη Γκρέι και Κώστα Ρούκουνα.
Ο ιστορικός ναός του Αγίου
O ναός του Αγίου έχει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον και σημασία για την περιοχή μας, καθότι είναι η αρχαιότερη εκκλησία της Παιανίας και μητροπολιτικός ναός, μέχρι το 1720 περίπου. Επίσης εδώ βρισκόταν το παλαιότερο νεκροταφείο όπου αναπαύονται οι νεκροί της περιοχής από το 1660 μέχρι το 1750 περίπου.
Ευρήματα που έχουν κατά καιρούς εντοπιστεί τόσο στον ιερό χώρο όσο και γύρω από το ναό, μαρτυρούν την ύπαρξη ανθηρού παλαιοχριστιανικού οικισμού, ο οποίος φαίνεται να συνεχίζεται όχι μόνο κατά τον 11ο και 12ο αιώνα αλλά και στους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Ο ναός αναφέρεται από περιηγητές των μέσων του 18ου αιώνα.
Ο ναός έχει επίσης αρχιτεκτονικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως ενδιαφέρον παρουσιάζει και η τοιχογραφική του διακόσμηση.
Το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στην ενσωμάτωση στην κατασκευή παλαιοτέρων αρχιτεκτονικών μελών (ακόμα και ενεπίγραφης πλάκας του 4 π.Χ. αιώνα), όπως και της μεγάλης χρήσης του παλαιότερου οικοδομικού υλικού. Εξωτερικά ολόκληρη η εκκλησία είναι ασβεστόχριστη.
Η νεότερη τρίκλιτη βασιλική (διαστάσεων 10.25 x 8.30) χτίστηκε επάνω σε μια παλαιοχριστιανική τρίκλιτη βασιλική αρκετά μεγαλυτέρων διαστάσεων (19.50 x 20.78 μ.), χρησιμοποιώντας και κάποια τμήματα της παλιάς τοιχοποιίας.
Χαρακτηριστική είναι η διατήρηση σε σημαντικό ύψος εξωτερικά της τοιχοποιίας της κόγχης του Ιερού της παλαιότερης βασιλικής, εξωτερικής διαμέτρου 10 μ.
Στις τοξοστοιχίες οι κίονες όπως και οι επιστέψεις τους προέρχονται από την παλαιοχριστιανική βασιλική (αράβδωτοι κίονες και επιστέψεις με βάση ιωνική τοποθετημένοι ανάστροφα).
Πολλά από τα μέλη που βρίσκονται στο προαύλιο, όπως αυτά που αποτελούν την μαρμάρινη τράπεζα ή τα ενσωματωμένα στα πεζούλια της πρόσοψης, επίσης προέρχονται από την παλαιοχριστιανική βασιλική.
Παλιότερα, έξω από τον περίβολο, είχαν ανακαλυφθεί κατακόμβες και υπόγειες στοές σε μερικές από τις οποίες φαίνεται ότι κυκλοφορούσε νερό. Θεωρείται ότι ο χώρος είχε χρησιμοποιηθεί από τους Ρωμαίους ως λουτρώνας.
Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου χρησίμευε και σαν καθολικό μονής, όπως δείχνουν τα ονόματα και ο χρόνος (1669 και 1671) του θανάτου των δύο μοναχών που έχουν εκεί αναγραφεί.
Ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει επιτύμβια επιγραφή από παλαιοχριστιανικό τάφο που βρέθηκε εντοιχισμένη στο τέμπλο του ναού. Αναφέρεται στην Ευφημία τη μειζοτέρα, που πιθανά ήταν επικεφαλής στην υπηρεσία κάποιου σημαντικού γαιοκτήμονα της Αττικής.
Παρουσιάζεται ως ελεήμων ενώ απειλεί με αρές (κατάρες) να μη θάψουν κανέναν άλλον στον τάφο της, αλλά ούτε και τα λείψανα όσων είναι εδώ θαμμένοι να μεταφέρουν αλλού.
Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη της μεταβυζαντινής ζωγραφικής στην περιοχή. Στο εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο και διακρίνονται τέσσερα στρώματα τοιχογραφιών που χρονολογούνται από τον 16° αι. ως τους όψιμους μεταβυζαντινούς χρόνους.
Ο ακαδημαϊκός και βυζαντινολόγος Μανόλης Χατζηδάκης, το έχει θεωρήσει «δειγματολόγιο μεταβυζαντινής ζωγραφικής της Αττικής». Ο αγιογραφικός διάκοσμος του τέμπλου τοποθετείται χρονολογικά στο 1773 και οι τοιχογραφίες του τετάρτου στρώματος, που είναι ορατό σήμερα, προς τα τέλη του 18ου αιώνα.
Τα χρώματα, τα σχέδια και η έκφραση των προσώπων παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον, αναδεικνύοντας τη λαϊκή ταυτότητα του καλλιτέχνη και τον πλούσιο ψυχισμό του, ενώ καταγράφεται η διατήρηση από τον καλλιτέχνη της παλιάς εικονογραφικής παραδόσεως χωρίς την εισαγωγή πρωτοτυπιών.