Ό άγιος προφήτης Ησαΐας γεννήθηκε περί τό 765 π.Χ., στο βασίλειο του Ιούδα τήν εποχή που ο εβραϊκός λαός, σκληρά διαιρεμένος μεταξύ των αντιπάλων βασιλείων του Ισραήλ (μέ πρωτεύουσα τήν Σαμάρεια) και του Ιούδα (με πρωτεύουσα τήν Ιερουσαλήμ), επρόκειτο να περάσει μία από τις τραγικότερες περιόδους τής ιστορίας του, η οποία θα ολοκληρωνόταν με τήν οριστική καταστροφή του βασιλείου τής Σαμάρειας. Ό Ησαΐας άσκησε το λειτούργημα του επί σαράντα έτη, κατά τά όποια η αυτοκρατορία των Άσσυρίων δέσποζε στήν Ανατολή, απειλώντας όλο και περισσότερο τά εβραϊκά βασίλεια και τους γείτονες τους. Σφηνωμένο μεταξύ Άσσυρίων και Αιγυπτίων, με τον διαρκή πειρασμό να προσφύγει σε συμμαχία μέ τον εναν άπό τους εχθρούς του εναντίον του άλλου, τό βασίλειο του Ιούδα είχε επιπλέον διαφθαρεί άπό τήν επίδραση πού ασκούσαν οί ξένες λατρείες, άπό διαστροφή τής ηθικής, συνέπεια τής υλικής ευμάρειας, και άπό τήν περιφρόνηση του Νόμου του Θεοΰ. Μεταξύ του λαού, η μαγεία, η νεκρομαντεία και κάθε είδους δεισιδαίμονες πρακτικές υποκαθιστούσαν τήν λατρεία πού όριζε ο Νόμος, και ακόμη και εκείνοι πού παρέμεναν πιστοί στήν λατρεία του Κυρίου στον Ναό αρκούνταν σε μιά θρησκευτικότητα τυπολατρική και υποκριτική, τιμώντας εν τοις χείλεσιν αντών τον Θεό, ένώ η καρδιά τους πόρρω απείχε άπό αντόν (Ήσ. 29, 13).
Τό έτος πού πέθανε ο βασιλιάς Όζίας (740), ενώ ο Ησαΐας βρισκόταν στον Ναό, ο Ησαΐας είδε να παρουσιάζεται ο Θεός σε ολη του τήν δόξα, καθήμενος πάνω σε υπερυψωμένο θρόνο και περιβαλλόμενος άπό έξαπτέρυγα Σεραφείμ πού άναβοοΰσαν: Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος σαβαώθ Στο άκουσμα τής φωνής αυτής σείστηκαν οί παραστάτες τής θύρας και ο Ναός γέμισε καπνό, όπως άλλοτε τό Ορος Σινά (βλ. Εξ. 19).
Πέφτοντας στήν γη, ο Ησαΐας ομολόγησε τήν άναξιότητά του λέγοντας: «Ω τάλας εγώ, ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων, εν μέσω λαοΰ ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ και τον βασιλέα Κύριον σαβαώθ ειδον τοις οφθαλμοίς μου». Τότε πέταξε ένα Σεραφείμ και ήλθε κοντά του κρατώντας στο χέρι ένα κάρβουνο αναμμένο που είχε πάρει με λαβίδα από τό θυσιαστήριο. Άγγιξε με αυτό τό στόμα του και είπε: «Ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου κάι αφελεί τάς ανομίας σου και τάς αμαρτίας σου περικαθαριεί».
Εκείνος πού ονομάσθηκε ό «προφήτης με τα καμμένα χείλη» προσφέρθηκε ό ίδιος να αποσταλεί στον λαό πού είχε αρνηθεί τον Κύριο για να του αναγγείλει το θέλημα του Θεού, ελπίζοντας ότι θά τον οδηγήσει σε μετάνοια.
Λίγο μετά τό όραμα αυτό, ό Ησαΐας νυμφεύθηκε και έδωσε στους δύο γιους του ονόματα πού προέλεγαν τό Ινα τις επερχόμενες δοκιμασίες και τό άλλο τό «καταλειφθέν» πού έπρεπε να επιβιώσει γιά να γίνει ο σπόρος ενός νέου λαού. Κατά τά πρώτα έτη του λειτουργήματος του, ό Ησαΐας απηύθυνε τό κήρυγμα του στο βασίλειο της Σαμάρειας, καταγγέλλοντας τά σκάνδαλα και τήν ψευδή ελπίδα σε εναν Θεό συμβιβαστικό.
Επιστρέφοντας κατόπιν στην Ιερουσαλήμ, όπου παρέμεινε όλη την υπόλοιπη ζωή του, ό άγιος προφήτης επικαλέστηκε τους ουρανούς και τήν γη ώς μάρτυρες της αχαριστίας του λαού πού άποστράφηκε τον Θεό γιά να παραδοθεί στήν διαφθορά και τήν ειδωλολατρία. Ανήγγειλε ότι ό Κύριος δεν θά ανεχθεί άλλο τήν υποκριτική λατρεία, τις θυσίες και τις προσευχές του: Λούσασθε καθαροί γένεσθε, αφέλετε τάς πονηρίας άπό των ψυχών υμών απέναντι των όφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών υμών, μάθετε καλόν ποιείν… και δεύτε και διελεγχθώμεν, λέγει κύριος, και εάν ωσιν αί αμαρτίαι υμών ώς φοινικούν, ώς χιόνα λευκανώ, εάν δε ώσιν ώς κόκκινον, ώς έριον λενκανώ. Και εάν θέλητε και είσακούσητέ μον, τά άγαθά της γης φάγεσθε εάν δε μη θέλητε μηδέ είσακούσητέ μου, μάχαιρα υμάς κατέδεται (1, 16-18). Διότι θά επέλθει ημέρα Κυρίου και τό ύψος του ανθρώπου θέλει υποκύψει, και η έπαρσις τών άνθρώπων θέλει ταπεινωθη- και υψωθήσεται κύριος μόνος εν τη ημέρα εκείνη (2, 17). Οί καταστροφές πού προφήτευε έγιναν πραγματικότητα λίγα χρόνια αργότερα, όταν ό βασιλιάς της Δαμασκού, Ραασούν, και ό βασιλιάς του Ισραήλ, Φακεέ, θέλησαν να παρασύρουν τον βασιλιά ‘Άχαζ του Ιούδα σέ συμμαχία εναντίον του βασιλιά τής Άσσυρίας Θαγλαθφελλασάρ Γ’. Εκείνος αρνήθηκε και τότε οί δύο ηγεμόνες επιτέθηκαν στο βασίλειο του Ιούδα. Αντί να εμπιστευθεί τον Θεό, ο ‘Αχαζ στράφηκε στους Ασσυρίους, παρά τίς προειδοποιήσεις του Ησαΐα γιά τους κινδύνους πού ελλόχευε τό διάβημα αυτό. Κι ενώ μέσα σέ μεγάλη αναταραχή ο λαός τής Ιερουσαλήμ προετοιμαζόταν γιά τήν πολιορκία, ο Ησαΐας παρουσιάστηκε ενώπιον του βασιλέως πού επέβλεπε τά οχυρωματικά έργα και του είπε: Φύλαξαι τον ήσυχάσαι και μή φοβον, μηδέ η ψυχή σου άσθενείτω από των δύο ξύλων των δαυλών των καπνιζομέ-νων τούτων… άλλ’ έτι έξήκοντα και πέντε ετών εκλείψει η βασιλεία Έφραίμ [τό βασίλειο του Βορρά] από λαον (7, 4-8). Ό ‘Αχαζ παρέμενε δύσπιστος και τότε ο Ησαΐας πρόφερε τήν σαφέστερη σέ όλη τήν Παλαιά Διαθήκη προφητεία γιά την έλευση του Μεσσία, «σημείο» με το οποίο όλοι οί άνθρωποι θά κληθούν στήν Σωτηρία: Διά τούτο δώσει Κύριος αυτός υμίν σημείον ιδού η παρθένος εν γαστρι έξει, και τέξεται υϊόν, και καλέσεις το όνομα αύτον Εμμανουήλ [δηλαδή «μεθ’ ημών ο Θεός»] (7, 14• βλ. Ματθ. 1, 23). Λίγο αργότερα θά διευκρινίσει ότι τό παιδί αυτό πού θά καθήσει στον θρόνο του Δαυίδ θά λάβει κάθε εξουσία και θά φέρει τά ονόματα: Θεός ισχυρός, μεγάλης βουλής άγγελος, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, άρχων ειρήνης (9, 5-7). Ό προφήτης ανήγγειλε επίσης τίς συμφορές πού επρόκειτο σύντομα να ενσκήψουν πάνω στήν Δαμασκό και τήν Σαμάρεια. Τό 733, ο Θαγλαθφελλασάρ επιτέθηκε στήν Δαμασκό, φόνευσε τον Ραασούν, ερήμωσε κατόπιν τήν Γαλιλαία και έστειλε τους κατοίκους της στήν εξορία.
Ό θάνατος του βασιλιά των Ασσυρίων λίγο αργότερα (727) αναπτέρωσε τίς ελπίδες του βασιλιά τής Σαμάρειας, ο όποιος επιχείρησε να επαναστατήσει. Κατά τήν περίοδο αυτή, ο Ησαΐας δεν έπαψε να μέμφεται τήν μωρή αυτή πολιτική, πού βασιζόταν σέ φρούδες ελπίδες γιά υποστήριξη άπό πλευράς τής Αιγύπτου και η όποια έμελλε να καταδικάσει σέ οριστική καταστροφή τό βασίλειο του Ισραήλ: και τοις ποσίν καταπατηϋήσεται ό στέφανος της ύβρεως, οι μισθωτοί τον Έφραίμ (28, 3). Θά έλθει ισχυρός αντίπαλος ο οποίος, σαν χαλάζι που αφανίζει αίφνης τα σπαρτά και σαν καλοκαιρινή καταιγίδα πού ρημάζει τα σπίτια, θά ανατρέψει τά πάντα. Και όντως, μετά άπό τριετή πολιορκία (τό 72Γ βλ. Δ’ Βασά. 17) η υπερήφανη Σαμάρεια καταστράφηκε άπό τους Άσσύριούς• ωστόσο, ο Ησαΐας διακήρυξε ότι άφοΰ χρησιμεύσουν γιά κάποιο διάστημα ώς Οργανο της θεϊκής οργής, οί Άσσύριοι θά συντριβούν τελικά άπό τον Εμμανουήλ (8, 9).
Μετά τήν πτώση του βασιλείου του Βορρά, ο προφήτης αποσύρθηκε άπό τά κοινά, μέχρι τά πρώτα ετη της βασιλείας του Έζεκία (περί τό 713). Διάφοροι γείτονες λαοί, ωθούμενοι άπό τήν Αίγυπτο, πρότειναν τότε στο βασίλειο του Ιούδα να προσχωρήσει σε μιά νέα συμμαχία εναντίον του Ασσύριου δυνάστη. Ό Ησαΐας διέτρεχε επί τρία χρόνια τους δρόμους τής Ιερουσαλήμ, γυμνός και ανυπόδητος, ώς σημείο και οιωνός πού ανήγγελλε ότι οί φρούδες ελπίδες γιά τήν συνδρομή τής Αιγύπτου θά έφερναν τήν καταστροφή, τήν εξορία και τήν απογύμνωση (20, 2-6). Η πρόρρηση αυτή σύντομα επιβεβαιώθηκε με τήν κατάληψη τής Αζώτου, στήν χώρα τών Φιλισταίων, η όποια είχε εξεγερθεί και εκείνη εναντίον τών Ασσυρίων, υπολογίζοντας στήν βοήθεια τής Αιγύπτου, και τήν καταστροφή της ακολούθησε εκείνη τής Μωάβ, τής Έδώμ και τής Βαβυλώνας.
Μετά τον θάνατο του Σαργών Β’ (Αρνά), βασιλιά τής Ασσυρίας, τον οποίο διαδέχθηκε ο γιός του Σενναχηρίμ, πολλά έθνη επαναστάτησαν με τήν υποκίνηση Φιλισταίων και Φοινίκων. Παρά τήν θαυματουργική θεραπεία του και τό σημείο πού του έδωσε ο Θεός, ο οποίος, διά τής φωνής του Ησαΐα, έκανε να οπισθοχωρήσει η σκιά δέκα σκαλοπάτια, (38), ο Έζεκίας αρνήθηκε να εμπιστευθεί τον Θεό και προσχώρησε στήν συμμαχία.
Διέταξε να γίνουν προετοιμασίες γιά να αντιμετωπισθεί πολιορκία στήν Ιερουσαλήμ, επιδιόρθωσε τά προτειχίσματα, διπλασίασε τίς οχυρώσεις και έδωσε εντολή να σκάψουν δεξαμενή γιά να εξασφαλισθούν αποθέματα νερού. Ακαταπόνητος υπερασπιστής τών θείων δικαιωμάτων, ο Ησαΐας βγήκε από τήν σκιά και έμεμψε τους Εβραίους πού έκαναν όλες αυτές τίς προετοιμασίες άντί να κλαίνε, να πενθούν και να μετανοήσουν. Κατήγγειλε με σφοδρότητα τις μάταιες ελπίδες πού συνέχιζαν να εναποθέτουν στά άρματα και στά άλογα τής Αιγύπτου —σε αυτόν τον λαό πού δεν φέρνει καμμία βοήθεια, ουτε όφελος, αλλά μόνο όλεθρο και σύγχυση— αντί να προσβλέπουν στον Θεό του Ισραήλ, σέ Εκείνον που δεν ανακαλεί ποτέ τον λόγο Του και ανατρέπει ώς πύρινος χείμαρρος Ολες τίς επηρμένες δυνάμεις του κόσμου τούτου (31, ΐ). Και πρόφερε τον φοβερό λόγο: Ότι ουκ άφεθήσεται υμίν αύτη η αμαρτία έως αν αποθάνητε (22, 14). Παρά τίς προσπάθειες και τίς επικρίσεις του προφήτη, τά έθνη εξεγέρθηκαν, προκαλώντας σαρωτικά αντίποινα εκ μέρους του Σενναχηρίμ, ο όποιος ερημώνοντας τά πάντα στο πέρασμα του συνέτριψε τίς εστίες αντίστασης στήν Παλαιστίνη και πολιόρκησε τήν Ιερουσαλήμ μέ ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις (701). Ό Έζεκίας του προσέφερε όλον τον χρυσό, τό ασήμι και τά πολύτιμα σκεύη πού διέθετε, αδειάζοντας γιά τον σκοπό αυτό τό θησαυροφυλάκιο και τον Ναό (βλ. Δ’ Βασιλ. 18), άλλά ο βασιλιάς τής Άσσυρίας δέν ικανοποιήθηκε μέ αυτά και επιθυμούσε να εξασφαλίσει τήν παράδοση τής πόλεως. Τήν φορά αυτή ο Ησαΐας παρουσιάσθηκε ενώπιον του βασιλέως και του τρομοκρατημένου λαού όχι γιά να απειλήσει, αλλά γιά να αναγγείλει ότι ο Θεός επρόκειτο να τιμωρήσει τήν αλαζονική αυτοπεποίθηση του βασιλιά τής Άσσυρίας και να ελευθερώσει τον λαό του, όπως τον είχε απελευθερώσει άλλοτε άπό τους Αιγυπτίους στήν Ερυθρά θάλασσα. Ό Άσσύριος βασιλιάς θά υπέκυπτε στο ξίφος τής θείας δικαιοσύνης και η θυγατέρα τής Σιών θά τον χλεύαζε και θά τον καταφρονούσε. Έτσι τήν νύχτα εκείνη άγγελος Κυρίου θανάτωσε 185.000 ανθρώπους στο στρατόπεδο τών Άσσυρίων. Ό Σενναχηρίμ έλυσε σύντομα τήν πολιορκία και επέστρεψε στήν Νινευί, όπου δολοφονήθηκε στον ναό του θεού Νασαράχ (Ήσ. 37, 38).
Έχοντας εκπληρώσει τήν αποστολή του, ο Ησαΐας επέστρεψε στήν ησυχία. Λέγεται πώς κατά τους χρόνους τής βασιλείας του Μανασσή (687-642), ο όποιος ξεπέρασε όλους τούς προκατόχους του σέ ασέβεια και σκληρότητα, χωρίς να χαριστεί ούτε καν στους προφήτες που του υπενθύμιζαν τον Νόμο του Θεού, ο Ησαΐας κόπηκε στά δύο με ξύλινο πριόνι. Στήν Διαθήκη του, ο προφήτης υπενθυμίζει στον λαό ότι η σωτηρία του βρίσκεται στήν επιστροφή του στον Θεό και στήν ησυχία, επειδή όμως ο λαός δέν επιθυμεί κάτι τέτοιο, άλλά εμπιστεύεται τήν οδό τής πλάνης και τής απιστίας, ετοιμάζει γιά τον εαυτό του τήν οριστική καταστροφή. Γιά όσους όμως έχουν τήν ελπίδα τους στον Θεό: Και πάλιν μενεί ό Θεός του οίκτειρήσαι υμάς και δια τούτο υψωθήσεται του ελεήσαι υμάς (30, 18).
Τό βιβλίο του προφήτη Ησαΐα υπερέχει άπό όλα τά προφητικά βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης, Οχι μόνο χάρη στήν μεγαλόπνευστη ομορφιά τής ποιητικής έκφρασης, άλλά πρωτίστως λόγω τής ακρίβειας των προρρήσεών του όσον άφορα τήν έλευση του Μεσσία. Ανήγγειλε μέ σαφήνεια τήν έκ Παρθένου γέννηση Εκείνου που όντας άναμάρτητος θά αποτελέσει τήν ελπίδα του λαοΰ του (7). Ο «βλαστός» αυτός από την ρίζα του Ίεσσαί (δηλαδή από τον οίκο του Δαυίδ) θά έχει ως χρίσμα τό πλήρωμα του Αγίου Πνεύματος (βλ. 1ΐ). Θά αποκαταστήσει τήν δικαιοσύνη μεταξύ των ανθρώπων και θά εγκαταστήσει τήν ειρήνη και τήν αρμονία του παραδείσου στήν Εκκλησία (11, 6). Αυτός ό Ίδιος όμως πού θά εγκαινιάσει τήν μεσσιανική εποχή θα είναι συνάμα και ο ταπεινός «Παις Κυρίου». Ού κεκράξεται ουδέ άνήσει, ουδέ ακουσθήσεται έξω η φωνή αυτού.
Κάλαμον τεθλασμένον ού συντρίψει και λίνον καπνίζαμενον ού σβέσει (42, 2′ βλ. Ματθ. 12, 18-21). Θά προσφερθεί οικειοθελώς στήν αισχύνη γιά τήν σωτηρία του κόσμου. Καταπεφρονημένος και άπερριμένος υπό των ανθρώπων άνθρωπος εν πληγή ών (53, 3). Έδωσε τά νώτα τον εις τους μαστιγούντας και δέν έκρυψε τό πρόσωπο του άπό ύβρισμών και έμπτυσμάτων (50, θ). Ούτος έτραυματίσϋη δια τάς ανομίας ημών και μεμαλάκισται δια τάς αμαρτίας ημών παιδεία ειρήνης ημών έπ’ αυτόν, τω μώλωπι αυτού ήμεϊς ίάϋημεν (53, 4-5). Ώς πρόβατον έπί σφαγήν ήγβη και ώς αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος ούτως ούκ ανοίγει τό στόμα…, άπό τών ανομιών του λαού μου ήχθη εις θάνατον (53, 7-8• βλ. Ματϋ. 27, 58). Αλλά ο Θάνατος του θά είναι λύτρωση: και δώσω τούς πονηρούς αντί τής ταφής αύτον και τους πλουσίους άντί του θανάτου αυτού (53, 9). Οι καρποί των πόνων της ψυχής του θά είναι να χορτάσει φώς (53, 10-11) και να αποκαταστήσει τήν Ιερουσαλήμ εν δόξη.
Αν ο προφήτης Ησαΐας προφήτευσε πολλές φορές τήν επικείμενη καταστροφή όσων εναποθέτουν τήν εμπιστοσύνη τους στις αρχές του κόσμου τούτου, ρίχνοντας έτσι φώς στις απώτερες δοκιμασίες πού πρέπει να υποστεί η ανθρωπότητα κατά τίς έσχατες ημέρες, τό δεύτερο μέρος του Βιβλίου του, πού ονομάζεται Βιβλίο τής Παρηγοριάς, είναι αφιερωμένο καθ’ ολοκληρίαν σχεδόν στήν αναγγελία τής καταλλαγής του Θεού μέ τον λαό του, του ανακαινισμού τής Ιερουσαλήμ και του εγκαινιασμού τής ατελεύτητης βασιλείας. Φωτίζου φωτίζου, Ιερουσαλήμ, ήκει γάρ σου τό φώς, και η δόξα κυρίου επί σε ανατέταλκεν (60, ΐ). Όλα τά έθνη θά προσέλθουν στήν Εκκλησία, την νέα Ιερουσαλήμ, και θα εισέλθουν στην πόλη αυτή πού οι θύρες της δέν πρόκειται να κλείσουν ποτέ πιά και η όποια δέν θά φωτίζεται ούτε άπό τον ήλιο ούτε από τήν σελήνη, διότι ο ίδιος ο Κύριος θά είναι τό αιώνιο φώς της και πάς δίκαιος θά γίνει μέλος του λαοΰ αύτοΰ πού ό Θεός έχει συνάξει. Θά χαίρεται εντός του και αυτός εν Αύτω, και στήν πόλη τούτη όπου ό θάνατος θά καταργηθεί δέν θά ακούγονται πιά κραυγές, ούτε στεναγμοί, ούτε θρήνοι, άλλά μονάχα η δοξολογία του Θεού (60-62).
Έχοντας έτσι αναγγείλει, μέ τρόπο σχεδόν διαφανή, τήν ουσία του Ευαγγελίου, δικαίως ως ό άγιος προφήτης ονομάσθηκε ο «πέμπτος Ευαγγελιστής» και τό βιβλίο του παραμένει μία άπό τίς βασικές πηγές τής πίστεως και τής ελπίδος μας.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας