Ό άγιος Σάββας ζούσε στήν Γοτθία, τήν εποχή των αυτοκρατόρων Ούάλεντος (364-378) και Ούαλεντίνου (364-375). Είχε ασπασθεί τήν χριστιανική πίστη ήδη από τήν παιδική του ηλικία και ακτινοβολούσε ώς άστρο έν μέσω μιας γενεάς σκόλιας και διεστραμμένης (Φά. 2, 15).
Πράος, ειρηνικός, ταπεινός και υποταγμένος, αλλά αταλάντευτα ενάντιος σέ ό,τι αφορούσε στα ειδωλολατρικά ήθη, παρακολουθούσε με προσοχή τις Ακολουθίες της Εκκλησίας και στεκόταν πάντοτε ενώπιον του Κυρίου προσευχόμενος. Στην άρχή του διωγμού του Άθαναρίχου (370), όταν οι Γότθοι πρίγκιπες και φύλαρχοι άρχισαν να υποχρεώνουν τους χριστιανούς υπηκόους τους να φάνε κρέατα ειδωλόθυτα, κάποιοι ειδωλολάτρες του χωριού όπου κατοικούσε ο Σάββας πρότειναν στους πιστούς να σώσουν την ζωή τους τρώγοντας συνηθισμένα κρέατα και ύποκρινόμενοι ότι υποτάσσονται στις διαταγές των ηγεμόνων. Όταν το έμαθε ο Σάββας, φώναξε καταμεσής στήν συνέλευση: «Άν κάποιος φάει από τα κρέατα αυτά, παύει να είναι χριστιανός!» Παρευθύς τον έδιωξαν από το χωριό. “Οταν αργότερα επέστρεψε, είχε ξεσπάσει νέο κύμα διωγμών και οι ειδωλολάτρες, θέλοντας να ορκιστούν ότι δεν υπήρχε χριστιανός στο χωριό τους, πίεσαν τους πιστούς να κρυφτούν. Μόνο ο Σάββας παρέμεινε, και όταν έφθασε τό στρατιωτικό απόσπασμα παρουσίασαν στον αξιωματικό τον μοναδικό αυτόν χριστιανό. Πληροφορούμένος ότι ο Σάββας δεν είχε άλλη περιουσία από τα ρούχα πού φορούσε, ο αξιωματικός δήλωσε: «Άνθρωπος τέτοιας κατάστασης δεν μπορεί να ειναι ούτε χρήσιμος ούτε επικίνδυνος» και διέταξε να τον απελευθερώσουν.
Τρεις ημέρες μετά τό Πάσχα του έτους 372, το οποίο ο Σάββας συνεόρτασε μαζί μέ τον τοπικό εφημέριο Σάνσαλα, πού είχε επιστρέψει άπό την εξορία ειδικά γιά τον σκοπό αυτό, ένα απόσπασμα στρατιωτών υπό τις διαταγές τοΰ Άθάριδα, γιου του πρίγκιπα Ροθέστου, εισέβαλε τήν νύχτα στήν κατοικία τους. Έδεσαν τον πρεσβύτερο, έβγαλαν τον Σάββα άπό τό κρεβάτι του και χωρίς να του δώσουν χρόνο να ντυθεί, τον έσυραν μέσα σέ θάμνους μέ αγκάθια, οί οποίοι μόλις είχαν καεί, ραβδίζοντας και μαστιγώνοντας τον. Ή υπομονή όμως του άγιου υπερνίκησε την θηριωδία τους και την επομένη τούς έδειξε το σώμα του τό όποιο δεν έφερε κανένα σημάδι άπό τά χτυπήματα πού είχε δεχθεί. Οι ειδωλολάτρες πήραν τότε τον άξονα ενός άρματος, τον φόρτωσαν στους ώμους του αγίου, έδεσαν στον άξονα τά χέρια του και έδεσαν άλλο άξονα στά πόδια του. ο άγιος έμεινε στήν στάση αύτη, υποφέροντας χλευασμούς και κακομεταχείριση μέχρι τά μεσάνυχτα, όταν οί φρουροί αποκοιμήθηκαν και μιά γυναίκα ήλθε και του έλυσε τα δεσμά. Άντί όμως να φύγει, ο Σάββας παρέμεινε εκεί, άφοβος, πήγε στο σπίτι της γυναίκας και την βοήθησε στο νοικοκυριό.
Μαθαίνοντας το πρωί τί είχε συμβεί, ο Άθάριδας διέταξε να δέσουν τά χέρια του αγίου και να τον κρεμάσουν από τά δοκάρια της οροφής του σπιτιού. Έστειλε κατόπιν και έφεραν στον πρεσβύτερο Σάνσαλα και στον Σάββα κρέατα είδωλόθυτα. Και οί δύο διακήρυξαν τότε ό’τι προτιμούν να υποστούν σταύρωση ή όποιο άλλο θάνατο παρά να υπακούσουν στήν άσεβη αυτή εντολή. «Τά κρέατα αυτά της απώλειας είναι ακάθαρτα και βρώμικα, ωσάν τον Άθάριδα πού τά έστειλε!» άνέκραξε ο Σάββας. Ένας υπηρέτης του Άθάριδα, με έξαλλη μανία, πήρε τότε ένα ακόντιο και τό κάρφωσε στο σώμα του Σάββα. Δέος κατέλαβε τους πάντες όταν ο άγιος χωρίς να βγάλει φωνή τους έδειξε τό σώμα του άθικτο άπό τό κοντάρι. «Νομίζεις ότι με τραυμάτισες θανάσιμα, να ξέρεις όμως ότι δεν αισθάνθηκα τίποτε περισσότερο άπ’ ό,τι αν μου είχες πετάξει μιά τούφα μαλλί».
Ό Άθάριδας διέταξε τότε να θανατωθεί ο Σάββας χωρίς χρονοτριβή. Οί στρατιώτες τόν πήγαν στήν όχθη του Μουσαίου ποταμού (σημ. Μπουζάου, στήν Ρουμανία) γιά να τόν πνίξουν. Σέ όλη τήν διαδρομή ο Σάββας δεν έπαψε να δοξάζει τόν Θεό, θεωρώντας ως τίποτε τά ένθάδε βάσανα, μπρος στά αιώνια αγαθά πού προετοίμασε ο Κύριος γιά τους δούλους Του. “Οταν έφθασαν στήν όχθη, οί στρατιώτες είπαν: «Γιατί δεν τόν αφήνουμε ελεύθερο, αυτόν τόν αθώο άνθρωπο;» ο Σάββας όμως τους είπε: «Παύσατε να κενολογείτε και εκτελέστε τήν εντολή! Βλέπω εγώ αυτό πού εσείς δεν μπορείτε να δείτε, βλέπω μπροστά μου εκείνους πού θά μέ οδηγήσουν στήν δόξα του Θεού». Οι στρατιώτες τόν έρριξαν τότε στον ποταμό και τόν κρατούσαν στον βυθό πατώντας πάνω στο ξύλο πού ήταν δεμένο στον αυχένα του. ο γενναίος Σάββας βρήκε ετσι τόν θάνατο διά ύδατος και ξύλου, των συμβόλων της Σωτηρίας μας διά του Σταύρου και του Βαπτίσματος. Ήταν ηλικίας τριάντα οκτώ ετών.
Οί δήμιοι έβγαλαν τό άψυχο σώμα άπό τόν ποταμό και τό άφησαν άταφο, όμως ούτε σκυλιά ούτε αγρίμια τόλμησαν να πλησιάσουν. Τό τίμιο λείψανο τό διαφύλαξαν κάποιοι αδελφοί- αργότερα, ο διοικητης της Σκυθίας τό μετέφερε στήν επικράτεια του Βυζαντίου και κατόπιν τό έστειλε στήν Καισαρεία της Καππαδοκίας, όπου ο Μέγας Βασίλειος και οί πιστοί του επεφύλαξαν πανηγυρική υποδοχή.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδόσεις Ίνδικτος