Ο μακάριος Ματθαίος ο σπηλαιώτης, όχι μόνο ως προς το όνομα έμοιαζε με τον πρώτο από τους αγίους ευαγγελιστές, αλλά και ως προς τα θεία έργα.
Διότι όπως ο ιερός ευαγγελιστής Ματθαίος απελευθέρωσε με το κήρυγμα και τη διδασκαλία του το λαό της Αιθιοπίας από την πλάνη των δαιμόνων, έτσι και ο προορατικός Ματθαίος, με τη σκληρή του άσκηση στη μονή των Σπηλαίων, έλαβε από τον Κύριο το χάρισμα ν’ απελευθερώνει το λαό της Ρωσίας από τις δαιμονικές πλεκτάνες.
Με τα φωτισμένα μάτια της ψυχής του, έβλεπε τους μισάνθρωπους δαίμονες
να στήνουν παγίδες,
να κατασκευάζουν πλεκτάνες,
να σπέρνουν πονηρούς λογισμούς,
να καλλιεργούν τα πάθη
και να ρίχνουν σε αμαρτίες τα έμψυχα πλάσματα του Θεού.
Ο όσιος ξεσκέπαζε όλ’ αυτά τα κρυφά και πονηρά έργα τους και συνέβαλλε έτσι στην ψυχική σωτηρία των αδελφών.
Κάποια μέρα, στη διάρκεια της πρωινής ακολουθίας, ο ευλογημένος Ματθαίος στεκόταν μέσα στην εκκλησία, στη συνηθισμένη θέση του. Είδε τότε ένα δαίμονα, με στολή στρατιώτη, να περιέρχεται τους μοναχούς και να τους πετάει άνθη φλαμουριάς, αφού πρώτα τα ράντιζε με μια παράξενη ουσία, σαν κόλλα.
Αν το λουλούδι κολλούσε πάνω σε κάποιον αδελφό, αυτός αμέσως κυριευόταν από νύστα, κόπωση και ακηδία. Η προσοχή του χαλάρωνε, κάθε διάθεση για προσευχή χανόταν και με κάποια πρόφαση έβγαινε βιαστικά από το ναό και πήγαινε στο κελί του, όπου παραδινόταν στον ύπνο.
Αν το λουλούδι έπεφτε κάτω χωρίς να κολλήσει στον αδελφό, αυτός παρέμενε όπως και πριν στο ναό και αγωνιζόταν στην προσευχή μέχρι το τέλος της ακολουθίας.
Όλα όσα είδε εκείνη τη μέρα ο όσιος γέροντας, τα ανακοίνωσε στους αδελφούς. Και από τότε όλοι έγιναν προσεκτικότεροι και πιο επιμελείς στις λατρευτικές συνάξεις.
Ο μακάριος Ματθαίος, είχε τη συνήθεια να φεύγει από την εκκλησία τελευταίος. Μετά από κάθε ακολουθία έμενε αρκετή ώρα μέσα στο ναό και προσευχόταν μέσα στο μισοσκόταδο και την ησυχία. Έπειτα αποσυρόταν στο κελί του.
Μια μέρα, μετά την πρωινή ακολουθία, κάθισε για λίγο να ξεκουραστεί κάτω από το καμπαναριό, γιατί το κελί του ήταν αρκετά μακριά. Εκεί του φάνηκε πως τον πήρε για λίγο ο ύπνος. Και τι να δη!
Πλήθος πολύ δαιμόνων ερχόταν μέσα στην αυλή της μονής από την ανοιχτή πύλη! Παρατήρησε προσεκτικότερα και είδε πως κάποιος δαίμονας ερχόταν περήφανα, καβάλα σ’ ένα χοίρο, ενώ οι υπόλοιποι τον περικύκλωναν σαν υποτελείς. «Που πάτε εσείς;», τους ρώτησε ο όσιος. «Στον Μιχαήλ Τομπόλκοβιτς», απάντησε εκείνος που καθόταν στο χοίρο.
Τότε ο όσιος ξύπνησε. Σταυροκοπήθηκε και τράβηξε για το κελί του. Είχε ήδη φέξει νια καλά.
– Σε παρακαλώ, είπε σ’ ένα νέο μοναχό, για πήγαινε να μάθεις, είναι στο κελί του ο αδελφός Μιχαήλ;
Ο μοναχός δεν άργησε να επιστρέψει.
– Σήμερα, είπε, μετά τον όρθρο, κάποιος τον είδε να βγαίνει από τη μάντρα της μονής. Κανείς δεν ξέρει που πήγε.
Την ίδια μέρα ο όσιος αποκάλυψε το όραμά του στον ηγούμενο και τους πιο μεγάλους αδελφούς. Ο ηγούμενος κάλεσε τον ταλαίπωρο εκείνο αδελφό, που είχε γίνει υποχείριο του πονηρού και είχε πέσει σε βαρεία αμαρτία. Με κατάλληλες νουθεσίες τον βοήθησε να μετανοήσει και να λυτρωθεί από τη δαιμονική επήρεια.
Ζούσε ακόμη ο μακάριος Ματθαίος, όταν έγινε ηγούμενος ο όσιος Νίκων.
Μια μέρα, την ώρα του όρθρου, ο όσιος Ματθαίος σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε προς τη θέση του ηγουμένου. Αντί να δη όμως το Νίκωνα, είδε… ένα γάιδαρο!
Μια μέρα, στον όρθρο, ο όσιος Ματθαίος σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τον ηγούμενο. Αντί όμως να δη τον Νίκωνα, είδε… ένα γάιδαρο!
Όταν ο όσιος γέροντας το είπε στον ηγούμενο, εκείνος κατάλαβε πως ήταν μια επέμβαση του Θεού για να τον συνετίσει, επειδή δεν παρακολουθούσε με προσοχή την ακολουθία.
Αλλά και πολλά άλλα θεόσταλτα οράματα αξιώθηκε να δη ο όσιος γέροντας, με τα οποία ωφελούσε και στήριζε τους αδελφούς μέχρι την ειρηνική τελευτή του, σε βαθιά γεράματα.
Το άφθορο σκήνωμά του, αναπαύεται στα σπήλαια, μαζί με τα λείψανα των άλλων αγίων ασκητών.
Πηγή : agiopneymatika