Κάλλιστος Ware, Ἐπίσκοπος Διοκλείας
Σχετικὰ μὲ τὸ δῶρο τοῦ Παρακλήτου τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τρία πράγματα εἶναι ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακά:
Πρῶτο, εἶναι ἕνα δῶρο σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ: «καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου»(Πράξ.2, 4). Τὸ δῶρο ἢ χάρισμα τοῦ Πνεύματος δὲν ἀπονέμεται μόνο στοὺς ἐπισκόπους καὶ τὸν κλῆρο, ἀλλὰ σὲ κάθε βαπτισμένο. Ὅλοι εἶναι Πνευματοφόροι, ὅλοι εἶναι -μὲ τὴν κατάλληλη ἔννοια τῆς λέξης -«χαρισματικοί».
Δεύτερο, εἶναι ἕνα δῶρο ἑνότητας: «ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τῷ αὐτῷ» (Πράξ. 2, 1). Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάνει τοὺς πολλοὺς νὰ εἶναι ἕνα Σῶμα ἐν Χριστῷ. Ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος τὴν Πεντηκοστὴ ἀντιστρέφει τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ πύργου τῆς Βαβὲλ (Γέν. 11, 7). Ὅπως λέμε στὸ Κοντάκιο τῆς Γιορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς:
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος·
ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε·
καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ πανάγιον Πνεῦμα.
Τὸ Πνεῦμα φέρνει ἑνότητα καὶ ἀμοιβαία κατανόηση, ἱκανώνοντάς μας νὰ μιλᾶμε «ἐν μιᾷ φωνῇ». Μεταμορφώνει τὰ ἄτομα σὲ πρόσωπα. Γιὰ τὴν πρώτη Χριστιανικὴ κοινότητα στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν περίοδο ἀμέσως μετὰ τὴν Πεντηκοστή, λέγεται ὅτι «εἶχον ἅπαντα κοινὰ» καὶ ὅτι «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (Πράξ. 2, 44·4, 32)· κι αὐτὸ θάπρεπε νάναι τὸ σημάδι τῆς κοινότητας τοῦ Χριστοῦ τῆς Πεντηκοστῆς σὲ κάθε ἐποχή.
Τρίτο, τὸ δῶρο τοῦ Πνεύματος εἶναι ἕνα δῶρο διαφοροποίησης· οἱ γλῶσσες τῆς φωτιᾶς «διαμερίζονται» ἢ «χωρίζονται» (Πράξ. 2, 3) καὶ κατανέμονται ἄμεσα στὸν καθένα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν μᾶς κάνει μόνο ὅλους ἕνα, ἀλλά κάνει καὶ τὸν καθένα μας διαφορετικό.
Στὴν Πεντηκοστὴ ἡ πολλαπλότητα τῶν γλωσσῶν δὲν καταργήθηκε ἀλλὰ ἔπαψε νὰ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ· ὅπως προηγουμένως, ὁ καθένας μιλοῦσε στὴ δική του γλώσσα, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος ὁ καθένας μποροῦσε νὰ καταλάβει τοὺς ἄλλους.
Γιὰ μένα τὸ νὰ εἶμαι Πνευματοφόρος σημαίνει ν’ ἀντιλαμβάνομαι ὅλα τὰ διακριτικὰ χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητάς μου· σημαίνει νὰ γίνω ἀληθινὰ ἐλεύθερος, ἀληθινὰ ὁ ἑαυτός μου μέσα στὴ μοναδικότητά μου.
Ἡ ζωὴ μέσα στὸ Πνεῦμα ἔχει μια ἀνεξάντλητη ποικιλία· εἶναι σφάλμα καὶ ὄχι ἁγιότητα, ὅτι εἶναι ἀνιαρὴ καὶ μονότονη. Ὅπως συνήθιζε νὰ παρατηρεῖ μὲ ἀνία ἕνας φίλος μου ἱερέας, ποὺ ἀφιέρωνε πολλὲς ὧρες κάθε μέρα ἀκούγοντας ἐξομολογήσεις: «τί κρίμα ποὺ δὲν ὑπάρχουν καινουργια ἁμαρτήματα!» Ὑπάρχουν, ὅμως, πάντα νέες μορφὲς ἁγιότητας.