Προφήτης Αμώς. 15 Ιουνίου ε.ε.

Ο Προφήτης Αμώς καταγόταν από την πόλη Θεκουέ της Ιουδαίας, η οποία βρισκόταν νοτιοανατολικά της Βηθλεέμ, και άκμασε στην ιερή πόλη Βαιθήλ, κοντά στη Σαμάρεια, κατά τους χρόνους του βασιλέως του Ισραήλ Ιεροβοάμ Β’ (784 – 746 π.Χ.).

Ήταν βοσκός και καλλιεργητής συκομορέων και από την εργασία αυτή κλήθηκε απ’ ευθείας υπό του Θεού στο προφητικό αξίωμα, όπως ο ίδιος αναφέρει στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης· «Οὐκ ἤμην προφήτης ἐγὼ οὐδὲ υἱὸς προφήτου, ἀλλ’ ἢ αἰπόλος ἤμην καὶ κνίζων συκάμινα· καὶ ἀνέλαβέ με Κύριος ἐκ τῶν προβάτων καὶ εἶπε Κύριος πρός με· βάδιζε προφήτευσον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ». Αναδείχθηκε έτσι ένας από τους σπουδαιότερους ελάσσονες Προφήτες.

Στηλίτευσε την ηθική και θρησκευτική κατάπτωση του Ισραήλ, καλούσε το λαό σε μετάνοια και προφήτευσε την επικείμενη κρίση και αιχμαλωσία του. Αν και στερούνταν μόρφωσης, διακρινόταν για την πρωτοτυπία, τη φυσικότητα, τη δύναμη και ευρυθμία του λόγου, το πλήθος των εικόνων και το ποιητικό κάλλος του έργου του.

Ένεκα του σφοδρού ελέγχου και των ζοφερών λόγων του περί της τύχης του Ισραήλ, εξήγειρε εναντίον του την ιερατική τάξη, ώστε ο αρχιερέας της Βαιθήλ Αμασίας ζήτησε από το βασιλέα Ιεροβοάμ την αποπομπή του Αμώς στο βασίλειο του Ιούδα διαβάλλοντάς τον ως δημεγέρτη και ταραχοποιό.

Σε απάντηση της πράξης αυτής, ο Αμώς προανήγγειλε τον όλεθρο της οικογένειας του Αμασίου. Τότε, λέγεται σύμφωνα με μεταγενέστερη παραδόση, ότι ο εξαγριωθείς υιός του Αμασίου Οζίας χτύπησε με ροπάλου τον Προφήτη Αμώς και τον άφησε ημιθανή και όταν τον μετέφεραν στη γενέτειρα του Θεκουέ, μετά από δυο ημέρες πέθανε.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι ο προφήτης Αμώς ήταν πατέρας του προφήτη Ησαΐα

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ἀμὼς τὴν μνήμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σὲ δυσωποῦμεν, Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Προφήτην σὲ πιστόν, καὶ τῶν ἄνω ἐπόπτην, ἀνέδειξεν Ἀμῶς, ἐκ ποιμνίου ὁ Λόγος, τοῦ βίου σου δεξάμενος, εὐμενῶς τὴν χρηστότητα ὅθεν ἤλεγξας, τοὺς ἀσεβοῦντας ἀνδρείως, καὶ τὸν θάνατον, μαρτυρικῶς δεδεγμένος, ζωῆς θείας ἔτυχες.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τὴν θεοδώρητον φαίνων ἐνέργειαν, προφητικῷ ἀξιώματι ἔλαμψας, καὶ πᾶσι προλέγων τὰ μέλλοντα, τὴν τῶν ἀνθρώπων ἀνόρθωσιν εἴρηκας, Ἀμὼς ὡς Προφήτης θεόληπτος.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Προφητείας χάρισμα, πλουτῶν Ἀμὼς Προφῆτα, τοῦ Χριστοῦ κατήγγειλας, τὴν παρουσίαν ἐμφανῶς, καὶ τοῦ κόσμου σωτήριον, οὗ τῇ ἐλλάμψει, ὁ κόσμος πεφώτισται.

Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν
Θείῳ Πνεύματι, πεφωτισμένην, τὴν διάνοιαν, ἔχων Προφῆτα, τὰ τοῦ Θεοῦ προφητεύειν μυστήρια, ἀνακαλύπτων μελλόντων τὴν δήλωσιν, καὶ σαφηνίζων πραγμάτων τὴν ἔκβασιν, Ἀμὼς πανόλβιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν
Ἀμιγὴ χαρακτήρων τῶν κάτω ἔνδοξε, σὺ τὸν νουν κεκτημένος τοῦ θείου Πνεύματος, καθαρώτατον Ἀμὼς δοχεῖον γέγονας, τὰς ἐλλάμψεις τὰς αὐτοῦ, εἰσδεχόμενος λαμπρῶς, καὶ πᾶσι διαπορθμεύων, διὸ σὲ ἐκδυσωποῦμεν, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου πρέσβευε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ὄργανον τοῦ Παρακλήτου, ἐχρημάτισας ταῖς τούτου μάκαρ, διηνεκέσι πνοαῖς ὑπηχούμενον· ἀναφωνεῖς γὰρ ἀδήλων τὴν δήλωσιν, καὶ καταυγάζεις τοὺς πίστει προστρέχοντας, Ἀμὼς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν αἰτούμενος, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ Προφῆτα Θεοῦ Ἀμώς· τὴν γὰρ πεπτωκυῖαν, ὡς προέφης σκηνὴν Δαβίδ, σαρκωθεὶς ὁ Λόγος, ἀνέστησεν ἐνδόξως, καὶ ταύτην θεουργήσας, Πατρὶ προσήγαγε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ