Κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου εορτάζουμε την Κοίμηση και Μετάσταση της Θεοτόκου, που ονομάζεται και Πάσχα του καλοκαιριού.
Αν η μνήμη ενός Αγίου αποτελεί αφορμή χαράς και πανηγύρεως για όλη την Εκκλησιαστική Κοινότητα, η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι χαρά και πανηγύρι υπέρλαμπρο για όλη την Ορθόδοξη οικουμένη.
Η Παναγία είναι η Μητέρα του Χριστού και επομένως είναι Μητέρα της ζωής και αιτία της ανθρωπίνης σωτηρίας. «Μετέστης προς την ζωήν μήτηρ υπάρχουσα της ζωής».
Έπρεπε όμως και αυτή, όπως όλοι οι άνθρωποι, να πληρώσει το «κοινόν χρέος», να γνωρίσει τον θάνατο, που δεν είναι δημιούργημα του Θεού, αλλά αποτέλεσμα της αμαρτίας.
Βέβαια, με την Ανάσταση του Χριστού καταργήθηκε ο θάνατος και οι ψυχές των δικαίων προγεύονται τον Παράδεισο. Τα σώματά τους θα αναστηθούν πνευματικά και άφθαρτα κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και θα ενωθούν το καθένα με την δική του ψυχή.
Όμως, κατά θεία παραχώρηση και φιλανθρωπία, υφίσταται ο πρόσκαιρος χωρισμός της ψυχής από το σώμα, για να μη γίνει «τό κακόν αθάνατον». Διαλύεται στον τάφο το ανθρώπινο σώμα μέχρι την κοινή εξανάσταση.
Αλλά το θεοδόχο σώμα της Παναγίας, αυτό το σώμα που εβάστασε για εννέα μήνες και εγαλούχησε ως βρέφος τον Θεόν Λόγον, δεν ήταν δυνατόν να το κρατήση ο τάφος. Τρείς ημέρες μετά την κοίμησή της «μετέστησεν αυτήν προς τας εκείθεν μονάς, Χριστός ο εξ’ αυτής άνευ σποράς γεννηθείς».
Το σώμα της αναστήθηκε, ενώθηκε με την καθαρή ψυχή της και, πνευματικό και άφθαρτο, αναλήφθηκε στους ουρανούς, για να είναι πάντοτε στους αιώνας των αιώνων κοντά στον Υιό και Θεό της. «Διό θνήσκουσα, σύν τω Υιώ εγείρη διαιωνίζουσα» (Κοσμάς ο Ποιητής, α’ ωδή Κανόνος στην Κοίμηση της Θεοτόκου).
Στο τελευταίο μυστήριο της ζωής της, την ένδοξη Κοίμηση της, έπρεπε να είναι παρόντες όλοι οι «αυτόπται του Λόγου και υπηρέται», δηλαδή οι Απόστολοι και οι Άγιοι Ιεράρχες, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο διδάσκαλος του Άγιος Ιερόθεος, πρώτος Επίσκοπος Αθηνών.
Γι’ αυτό με τρόπο θαυμαστό μαζεύτηκαν όλοι από τα πέρατα της οικουμένης, για να προπέμψουν το Θεοδόχο και ακραιφνέστατο σώμα της. «Θεία δυνάμει περαιωθέντες την Σιών κατελάμβανον και προς ουρανόν επειγομένην, προέπεμπον την ανωτέραν των Χερουβίμ».
Την Μετάσταση της Θεοτόκου, δηλαδή την Ανάσταση και Ανάληψη του σώματός της, βεβαιώνουν πολλοί Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως οι Άγιοι, Ανδρέας ο Κρήτης, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Γρηγόριος ο Παλαμάς, Μάρκος ο Εφέσου, Θεόδωρος ο Στουδίτης και άλλοι.
Αλλά και στην υμνολογία της Εκκλησίας μας το γεγονός αυτό τονίζεται και ψάλλεται πανηγυρικά.: «Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον». (Κοντάκιο Εορτής).
Η έξοδος της Παναγίας υπήρξε ένδοξη, όπως και όλη η επίγεια ζωή της. Φυσικά γνώρισε και αυτή τον πόνο, αφού αυτός είναι συνυφασμένος με την ζωή του ανθρώπου μετά την πτώση.
Δεν υπάρχει περίπτωση να μην πονέσει κανείς στην ζωή του, γι’ αυτό σημασία έχει το πώς αντιμετωπίζει τις αναποδιές και τις θλίψεις που προκαλούν τον πόνο.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται έχει σχέση με την νοοτροπία του καθενός και την όλη προσωπικότητά του. Οι αρρώστιες και ο θάνατος αποτελούν οριακά σημεία της ανθρωπίνης ζωής και σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να υποκριθεί κανείς.
Έτσι φανερώνεται η πνευματική του κατάσταση, το ποιος πραγματικά είναι. Η κοίμηση των Αγίων, όπως άλλωστε και όλη η ζωή τους, είναι κάτι το εκπληκτικό.
Βλέπεις ένα πρόσωπο ήρεμο, γαλήνιο, ειρηνικό, χωρίς άγχος και τρόμο, να περιμένει την έξοδο από την ζωή αυτή με τέτοια λαχτάρα, όπως κάποιος που λείπει από την αγαπημένη του πατρίδα πολλά χρόνια και τώρα, επί τέλους, επιστρέφει στον τόπο που λατρεύει.
Τους ανθρώπους του Θεού δεν τους στενοχωρούν οι θλίψεις, αντίθετα μάλιστα, τους πλαταίνουν τον νου και την καρδιά και τους ανοίγουν νέους ορίζοντες κατά το Γραφικό, «εν θλίψει επλάτυνάς με» και «εν παντί θλιβόμενοι αλλ’ ου στενοχωρούμενοι».
Μια αγιασμένη ύπαρξη έλεγε: «Ο άνθρωπος που θα με κάνη να στενοχωρηθώ δεν έχει γεννηθεί ακόμα». Επομένως, το πρόβλημα στη ζωή δεν είναι οι θλίψεις, που πάντα θα υπάρχουν, αλλά ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζονται.
Και αυτός ο τρόπος πρέπει να είναι τέτοιος που να βοηθά στο να αποφεύγεται η σύγχυση και η απόγνωση και να διατηρείται η ειρήνη της ψυχής.
Ως τέτοιος προτείνεται από την μακρόχρονη πείρα της Εκκλησίας η απόλυτη εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού, καθώς και η καταφυγή και προσευχή στην Μητέρα της Ζωής και Μητέρα όλων μας.
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα