Χαριέσσης, Νίκης, Γαλήνης,
Καλλίδος, Νουνεχίας, Βασιλίσσης και Θεοδώρας.
Τα μόνα στοιχεία που -δυστυχώς- έχουν διασωθεί για τον Άγιο και την συνοδεία του, αφορούν στην σύλληψη και το μαρτυρικό τέλος τους. Και αυτό συμβαίνει, όχι γιατί δεν έγραψε κάποιος για τον άγιο βίο τους, αλλά γιατί οι ιεροί συγγραφείς της εποχής τους συγχέουν τον Άγιο μάρτυρα Λεωνίδη τον Τροιζήνιο με τον σύγχρονο του όσιο Λεωνίδη επίσκοπο Αθηνών.
Μετά από προσεκτική μελέτη όμως μπορεί κανείς να διακρίνει τους δύο Αγίους και τον διαφορετικό βίο τους.
Το μαρτύριο.
Ο Άγιος Λεωνίδης ο Τροιζήνιος έζησε τον 3ον αιώνα μ.Χ., και η ιερα-ποστολική του δράση απλωνόταν σε ολόκληρη την περιοχή της Τροιζηνίας μέχρι την Πεδιάδα (σημερινή Ν. Επίδαυρο ) στα όρια της αρχαίας Επισκοπής «Δαμαλών, Φαναρίου και Πεδιάδος». Δυστυχώς οι πηγές δεν μαρτυρούν εάν ο Άγιος ήταν μοναχός ή ιερέας.
Το μόνο που μαθαίνουμε είναι ότι, όταν συνελήφθη, το Μεγάλο Σάββατο του έτους 250 μ.Χ., ήταν « Έξαρχος χορού γυναικών», χωρίς να διευκρινίζεται αν ήταν χοράρχης σε κάποια χορωδία που έψαλλε στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος, ή αν ήταν ο πνευματικός οδηγός στην συνοδεία που τον ακολουθούσε.
Αν είχαμε περισσότερα στοιχεία σχετικά, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Άγιος και η συνοδεία του αποτελούσαν μία πρώιμη μορφή μοναστικής συνοδείας.
Μετά την σύλληψή τους λοιπόν, οδηγήθηκαν στον Ρωμαίο ηγεμόνα της Κορίνθου Ανθύπατο Βενούστο, ο οποίος γνωρίζοντας την δράση των Αγίων, προσπάθησε να τους πείσει να αρνηθούν τον Χριστό και να θυσιάσουν στους δώδεκα Θεούς του Ολύμπου.
Οι Άγιοι αρνήθηκαν και με μία φωνή δήλωσαν με παρρησία πως είναι χριστιανοί. Τότε ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να κρεμάσουν τον Λεωνίδη επί ξύλου και να ξεσχίσουν το σώμα του με σιδερένια νύχια μέχρι θανάτου, ελπίζοντας ότι, βλέποντας το φρικτό μαρτύριο, οι νέες που αποτελούσαν την συνοδεία του, θα δειλιάσουν και θα προσκυνήσουν τους θεούς του.
Όμως έγινε το αντίθετο. Οι νέες αντί να φοβηθούν επέδειξαν θάρρος, ενδυναμώθηκαν περισσότερο και, με πρώτη την Χαριέσσα, δήλωσαν ότι θα μείνουν και αυτές πιστές στον Χριστό μέχρι θανάτου.
Βλέποντας ο ηγεμόνας ότι δεν πείστηκαν και ότι έμεναν ακλόνητες στην πίστη τους ,πρόσταξε τους δήμιους να τις δέσουν από μια πέτρα και να τις ρίξουν στην θάλασσα. Έτσι αφού επιβιβάσθηκαν στο πλοίο και απομακρύνθη-καν από την ακτή, τις έριξαν στην θάλασσα μαζί με τον νεκρό Λεωνίδη.
Η εντολή εκτελέστηκε, και οι Άγιοι μάρτυρες παρέδωσαν την ψυχή τους στον Θεό και έλαβαν τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Η Θαυμαστή ανεύρεση των λειψάνων.
Δεκαεπτά αιώνες μετά , το 1916, ευσεβείς κάτοικοι της Νέας Επιδαύρου, της περιοχής που είχαν δράσει οι Άγιοι, καλούνταν μέσα από περίεργα γι’αυτούς όνειρα, «να βρουν κρυμμένο θησαυρό» κάτω από τα ερείπια ενός Ιερού Ναού.
Μετά από πολύ σκέψη, αποφάσισαν να ερευνήσουν τον υποδειχθέντα τόπο και αφού έσκαψαν στην περιοχή, βρήκαν μία εικόνα της Θεοτόκου.
Τα όνειρα όμως δεν σταμάτησαν να τους προτρέπουν να συνεχίσουν το σκάψιμο. Έτσι, προχωρώντας την εκσκαφή βρέθηκαν ενώπιον επτά γυναικείων σκελετών και μίας πλάκας, η οποία, αφού αφαιρέθηκε, απεκάλυψε έναν ανδρικό σκελετό, αναπέμποντας ευωδία σε ολόκληρη την περιοχή.
Οι κάτοικοι σεβόμενοι τα ιερά λείψανα, αν και δεν γνώριζαν τα ονόματα των Αγίων, έκτισαν προς τιμήν τους ναό και περίμεναν να μάθουν κάποια στοιχεία για τον βίο τους.
Προφανώς κάποιοι οικείοι των Αγίων ακολούθησαν αυτούς μέχρι την Κόρινθο και παρακολούθησαν την δίκη τους και το μαρτύριο τους .Όταν λοιπόν έριξαν τα σώματά τους στην θάλασσα οι δήμιοι, αυτοί θα τα περισυνέλεξαν και θα τα έθαψαν εκεί όπου οι Άγιοι είχαν εργαστεί για τον Χριστό (περιοχή Πεδιάδος)
Θαύματα των Αγίων.
Όχι μόνο στον χώρο την ευρέσεως των αγίων λειψάνων, αλλά και στον νέο ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν τους επιτελούνταν πλήθος θαυμάτων. Εμείς εδώ χάριν συντομίας θα αναφερθούμε μόνο σε ένα, το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία για τρεις λόγους: α) Για να αντιληφθούμε την παρρησία που έχουν οι Άγιοι στον Θεό. β) Για να κατανοήσουμε την τιμή που πρέπει να αποδίδουμε στα άγια λείψανα και γ) επειδή αυτό το θαύμα έγινε σε δύο Αιγινήτες εμπόρους.
Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από την φανέρωση των Αγίων, όταν δύο Αιγινήτες πήγαν με μικρό πλοίο, στην Ν. Επίδαυρο με σκοπό να αγοράσουν λεμόνια. Εκεί πληροφορήθηκαν για την ανεύρεση των ιερών λειψάνων και γι’αυτό πήγαν πρώτα στον Ναό, για να προσκυνήσουν. Προσκύνησαν λοιπόν και έφυγαν, αφού πρώτα πήραν «κρυφά» ένα μικρό κομμάτι των λειψάνων για φυλακτό.
Όταν λοιπόν τελείωσαν με την αγορά των λεμονιών και μπήκαν στο πλοίο τους για να αναχωρήσουν , στάθηκε αδύνατο να το θέσουν σε κίνηση, παρόλες τις δικές τους προσπάθειες και όσων έτυχαν να βρίσκονται εκεί. Τότε ο ένας από τους εμπόρους απελπισμένος φώναξε : « Άγιε μου Λεωνίδη , εμείς σε προσκυνήσαμε με τόση ευλάβεια και πήραμε ένα κομμάτι από τα λείψανά σου για φυλακτό, κάνε λοιπόν το θαύμα σου να φύγουμε».
Όταν το άκουσαν αυτό οι παρευρισκόμενοι Επιδαύριοι, του είπαν ότι ο λόγος της ακινητοποιήσεως του πλοίου ήταν η επιθυμία του Αγίου να του επιστραφεί το τεμάχιο του λειψάνου το οποίο είχαν πάρει.
Έντρομοι τότε οι δύο έμποροι έσπευσαν να επιστρέψουν το ιερό λείψανο, και αμέσως χωρίς καμμία δυσκολία μπόρεσαν και έφυγαν.
H μνήμη του Αγίου Λεωνίδη και της συνοδείας του τιμάται την 16 Απριλίου.