Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφ. Ιδ. 16 – 24.
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην’ άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα, και εκάλεσε πολλούς, και απέστειλε τον δούλον αυτού τη ώρα του δείπνου, ειπείν τοις κεκλημένοις, έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμά εστι πάντα. και ήρξαντο από μιάς παραιτείσθαι πάντες. ο πρώτος είπεν αυτώ, αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν, ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. και έτερος είπε, ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε, και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά, ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. και έτερος είπε, γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύναμαι ελθείν. και παραγενόμενος ο δούλος εκείνος, απήγγειλε τω κυρίω αυτού ταύτα. τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης, είπε τω δούλω αυτού, έξελθε ταχέως εις τας πλατείας και ρύμας της πόλεως, και τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς εισάγαγε ώδε. και είπεν ο δούλος, κύριε, γέγονεν ως επέταξας, και έτι τόπος εστί. και είπεν ο κύριος προς τον δούλον, έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου. λέγω γάρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου.
Απόδοση.
Είπε ο Κύριος την παραβολή αυτή: «Ένας άνθρωπος ετοίμασε μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς. Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έστειλε το δούλο του να πει στους καλεσμένους: ‘‘ελάτε, όλα είναι πια έτοιμα’’. Τότε άρχισαν, ο ένας μετά τον άλλο, να βρίσκουν δικαιολογίες: Ο πρώτος του είπε: ‘‘έχω αγοράσει ένα χωράφι και πρέπει να πάω να το δω• σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένον’’. Άλλος του είπε: ‘‘έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω• σε παρακαλώ δικαιολόγησέ με’’. Κι ένας άλλος του είπε: ‘‘είμαι νιόπαντρος και γι’ αυτό δεν μπορώ να έρθω’’. Γύρισε ο δούλος εκείνος και τα είπε αυτά στον κύριό του. Τότε ο οικοδεσπότης οργισμένος είπε στο δούλο του: ‘‘πήγαινε στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε μέσα τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς’’. Όταν γύρισε ο δούλος τού είπε: ‘‘κύριε, αυτό που πρόσταξες έγινε και υπάρχει ακόμη χώρος’’. Είπε πάλι ο κύριος στο δούλο: ‘‘πήγαινε έξω από την πόλη στους δρόμους και στα μονοπάτια κι ανάγκασέ τους να έρθουν, για να γεμίσει το σπίτι μου• γιατί σας βεβαιώνω πως κανένας από κείνους που κάλεσα δε θα γευτεί το δείπνο μου’’.
Επιμέλεια κειμένου, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.
Ομιλία Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, εις την Κυριακήν των Προπατόρων.
Όταν ο μονογενής Υιός του Θεού εσαρκώθη προς χάριν μας από την Παρθένον, δια της μετά σαρκός πολιτείας του, ετελειοποίησε τον νόμον, ο οποίος είχε δοθή δια του Μωυσέως. Τον ολοκλήρωσε δίδοντας τον νόμο της χάριτος, και μεταποίησε έτσι τον παλαιόν εκείνο νόμο στην ιδική μας Εκκλησία. Εκβάλλεται τότε το γένος των Εβραίων από την ιεράν Εκκλησία, και αντί αυτών εισαγόμεθα εμείς, οι οποίοι έχουμε εκλεγεί από τα έθνη. Και μας συνήνωσε ο Κύριος με τον εαυτόν του και με τον Πατέρα, μας παραλαμβάνει δηλαδή ως γνησίους νέους και αδελφούς, ακόμη δε, ω της ανεκφράστου φιλανθρωπίας, και γονείς ιδικούς του. Πράγματι, λέγει «ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, ούτος και αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ εστί».
Σήμερα όμως, εορτάζουμε στην ‘Εκκλησία τους προπάτορες, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στο γένος των Εβραίων. Για ποιον λόγο; Για να μάθουν όλοι ότι οι Ιουδαίοι, δεν απεκηρύχθησαν και οι εθνικοί δεν υιοθετήθησαν αδίκως, ούτε παραλόγως ούτε αναξίως από τον Θεόν, ο οποίος τα πραγματοποιεί αυτά και τα ρυθμίζει. Αλλά όπως ακριβώς από τους προσκεκλημένους εθνικούς συγκαταλέγονται στους συγγενείς του Θεού μόνον όσοι υπακούουν, έτσι και το γένος του Ισραήλ και όλοι όσοι προήλθαν από τον ‘Αδάμ μέχρι αυτήν την γενεάν, είναι πλήθος πολύ, αληθείς όμως Ισραηλίτες είναι όσοι από αυτούς έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αυτοί μόνον είναι αληθινοί πατέρες και προπάτορες, πρώτον μεν εκείνης που εγέννησε παρθενικώς κατά σάρκα τον Θεόν των όλων Χριστόν, έπειτα δε δι’ αυτού και ιδικοί μας.
Αυτοί οι πατέρες και προπάτορες δεν εξεβλήθησαν βεβαίως από την ‘Εκκλησία του Χριστού, αφού εορτάζονται σήμερα επισήμως από εμάς, θεωρούμενοι ως μέρος του πληρώματος των Αγίων. «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ουκ έστι παλαιός, ου νέος, ουχ Έλλην, ουκ Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Και «ουχ ο εν τω φανερώ Ιουδαίος, ουδέ η εν τω φανερώ περιτομή, αλλά ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος και περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι». Αυτήν την περιτομή την έχουν όλοι όσοι ευηρέστησαν τον Θεόν, και με αυτήν έχουν γίνει όλοι ένα, παλαιοί και νέοι, και οι πριν τον νόμο, και οι μέσα στον νόμο, και όσοι μετά τον νόμον επολιτεύθησαν θεαρέστως με το Ευαγγέλιον της Χάριτος. Ώστε αν ιδεί κανείς με σύνεση την οικονομίαν του Θεού για το ανθρώπινον γένος, θα την ιδεί σύμφωνο και συνεπή με τον εαυτόν της.
Όπως δηλαδή λαμβάνουν την χριστιανικήν ονομασία μόνον οι επίλεκτοι από τους εθνικούς, οι δε άχρηστοι εκβάλλονται, αλλά και «πολλοί μεν κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί», καθώς είπεν ο Κύριος, έτσι και στην περίπτωσιν εκείνων των αρχαίων και του μετά από αυτούς γένους των Ιουδαίων, προσλαμβάνονται μόνον όσοι έχουν εκλεγεί και μετονομασθεί, ενώ και σ’ εκείνους το αχρείον πλήθος εκβάλλεται. Πράγματι, όσοι από τους απογόνους του Σηθ, οι οποίοι ονομάσθησαν υιοί Θεού, κατελήφθησαν από μανία για τις θυγατέρες των ανθρώπων, αυτοί, όπως έχει γραφεί, απεκηρύχθησαν. Αχρείον δε πλήθος και στους Ιουδαίους δεν είναι οι προσήλυτοι Ιουδαίοι, αλλά και όσοι ήσαν μεν αυτόχθονες και γνήσιοι υιοί κατά σάρκα του ιδίου του Ιακώβ, ο οποίος πρώτος ονομάσθη Ισραήλ, αλλά εφάνησαν παρήκοοι σαν τον Ησαύ. Ακόμη και ο υιός του Προφήτου και βασιλέως Δαυίδ, του πρώτου μετά τον Σαούλ βασιλέως των, είναι ξένος προς το ιερόν γένος, επειδή επεβουλεύθη την ζωή του πατέρα του.
Έτσι λοιπόν και σε εμάς, πάλι δεν υπολογίζονται στο γένος του Χριστού όλοι όσοι ονομάζονται χριστιανοί, όπως ακριβώς έγινε και με τους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι οι οποίοι ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού, και τηρούν τις εντολές Του, και αναπληρούν τις παραλείψεις τους με την μετάνοια. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν όχι μόνον από τους κλητούς, αλλά και από τους ‘Αποστόλους, και όχι απλώς από τους Αποστόλους, αλλά και από την χορεία των δώδεκα, δηλαδή των κορυφαίων. Ήταν όμως αποξενωμένος από την συγγένεια προς τον Χριστό, και απεμακρύνθη από αυτόν περισσότερον από κάθε άλλον χριστιανόν. Γιατί; Διότι δεν έσπευδε προς την κηρυττομένην Βασιλείαν των Ουρανών, ούτε έβλεπε προς τα εξαίσια έργα και την διδασκαλία του Σωτήρος.
Πράγματι” τα μεν σημεία και τα έργα του Θεού όταν κατανοούνται, οδηγούν προς την πίστιν όσους ποθούν να τα γνωρίσουν, η δε ακρόασις της ιεράς διδασκαλίας υποδεικνύει την εν Θεώ αλήθεια και τον θεάρεστον βίον. Αυτά τα δύο μας βοηθούν να περιφρονήσομε τα σωματικά και γήινα, και να ανυψώσομε την διάνοιά μας προς την ελπίδα που απόκειται στους ουρανούς.
Εκείνος όμως δεν ήταν επιθυμητής τούτων, αλλά έβλεπε προς την γη και την κλοπή και τα γήινα και βδελυρά κέρδη και προς την σωματικήν ωφέλεια που προσδοκούσε να έχει από αυτά. Και απεδείχθη εραστής τούτων των απηγορευμένων πολλές φορές και ποικιλοτρόπως, από τον Πατέρα και Δεσπότη των όλων και Διδάσκαλον. Ήταν λοιπόν συγγενής όχι του Χριστού ούτε των τότε συναποστόλων, αλλά εκείνων προς τους οποίους ο Κύριος έλεγε, «ζητείτε με, ουχ ότι είδετε σημεία, αλλ’ ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε».
Όπως δηλαδή εκείνοι, με όλο που και τα θαύματα είδαν και τους άρτους έφαγον και τους λόγους ήκουσαν του ενυποστάτου Λόγου ο οποίος ενηνθρώπησε για εμάς, εφώναζαν ύστερα προς τον Πιλάτον «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», έτσι ακριβώς και αυτός αν και είδε με τους οφθαλμούς του και απέκτησε περισσότερον από τους άλλους, πείρα της μεγαλειότητος και της θεότητος του Κυρίου, έπειτα τον παρέδωκε στους φονευτάς του. Και αυτός υπέμεινε —ω, τι απερίγραπτος μακροθυμία!— «μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού», οδηγώντας και εμάς προς υπομονήν, εκτός από τον ιδικόν του θρίαμβο κατά του αρχεκάκου, και μάλιστα έδειξε ότι οι πειρασμοί και οι θλίψεις μας οφελούν. Διότι λέγει, «εν θλίψει εμνήσθημέν σου», και «παιδείαν Κυρίου υποίσω (θα υπομείνω δηλαδή)», και «η παιδεία σου, Κύριε, ανόρθωσέ με», ενώ δηλαδή ήμουν σκυμμένος προς το σώμα και τις σωματικές φροντίδες, με ανήγειρε και με έπεισε να βλέπω μόνον προς εσέ.
Σ’ εσένα όμως, εάν στον καιρό των θλίψεων δεν προστρέχεις στον Θεόν, εάν δεν διορθώνεσαι με την παιδαγωγία του, ποία άλλη ευκαιρία, ποίον από τα όντα ή τα γεγονότα θα συντελέσει στην επανόρθωσή σου; Αλλά όμως, θα έλεγε κάποιος, έχει ανάγκη και το σώμα από την σωματικήν τροφήν και τα άλλα χρήσιμα. Βεβαίως, γιατί όχι; Αν λοιπόν αυτά τα έχεις, αφού οπωσδήποτε από τον Θεόν τα έλαβες, διότι λέγει, «τι έχεις o ουκ έλαβες;»─ ευχαρίστησε αυτόν που σου τα έδωσε, ανταπόδωσέ του εμπράκτως την ευχαριστίαν. Όπως αυτός επήκουσε στο θέλημά σου και εξεπλήρωσε την επιθυμία σου, έτσι και συ πρόσελθε και άκου και μάθε καλά το θέλημά του, και υπάκουσε και πραγματοποίησέ το, ώστε και να επαινεθείς ως φρόνιμος. «Ο ακούων μου», λέγει, «τους λόγους και ποιών αυτούς, ομοιωθήσεται ανδρί φρονίμω».
Και στο εξής να τον έχεις πλουσιοπάροχον ευεργέτην, όχι μόνο για τα παρερχόμενα και τα γήινα, αλλά και για τα μέλλοντα και μένοντα και ουράνια. Διότι λέγει, «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ. Επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Εάν όμως δεν διαθέτεις τώρα τα αναγκαία του σώματος ή φοβήσαι προσδοκωμένην απορίαν, πάλι σ’ αυτόν πρόσελθε, πάλιν από αυτόν ζήτησε, πάλι σ’ αυτόν υπάκουσε. «Υποτάγηθι», λέγει, «τω Κυρίω και ικέτευσον αυτόν». Πάλι λοιπόν δείξε με τα έργα ότι είσαι δούλος του αγαθός. Πράγματι, αυτός είναι, κατά το ψαλμικόν, «ο διδούς τροφήν εν ευκαιρία (εγκαίρως δηλαδή). Ο ανοίγων την χείρα αυτού, και εμπιπλών παν ζώον ευδοκίας». Αυτός που είπε «ου μη σε ανώ (δεν θα σε αφήσω δηλαδή) ουδ’ ου μη σε εγκαταλείπω».
Γιατί από τις ιδιότητες των αλόγων ζώων, μιμείσαι εκείνην που σε βλάπτει, το να υποκύπτεις στην γαστέρα, και να μην ανυψώνεσαι από τα γήινα, αν και επλάσθης όρθιος για να φρονείς τα άνω, να ζητείς τα άνω; Γιατί θέλεις να είσαι δεμένος όπως εκείνη η «συγκύπτουσα, ην έδησεν ο Σατανάς δέκα και οκτώ έτη», αν και αυτός, ο Λόγος της ζωής που έλυσε και εκείνην, εύκολα και ημπορεί και θέλει να λύσει και σένα, εάν μόνον προστρέχεις σ’ αυτόν, και τον ακούεις, και του υπακούσεις, και δεν κωφεύεις, δεν αντιδράς, δεν επαναστατείς;
Γιατί, λοιπόν, μιμείσαι την επιβλαβή για σένα ιδιότητα των αλόγων ζώων και δεν μιμείσαι την επωφελή; Άκου τον Προφήτη που λέγει ότι και οι σκύμνοι (οι μικροί λέοντες δηλαδή) όταν χρειάζονται τροφήν, ωρύονται και ζητούν από τον Θεόν, και έτσι λαμβάνουν για να καταβροχθίσουν. Όταν λέγει σκύμνους λεόντων, αφήνει με αυτό να εννοηθεί από τους νοήμονες ευκόλως ότι το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα άλλα ζώα. Διότι, αν ο λέων που είναι το πιο ωμοφάγον και αρπακτικόν και ρωμαλέον από τα θηρία, δεν ευρίσκει τι να αρπάξει, τι θα ειπούμε για τα άλλα ζώα; Αυτό μας το παρουσιάζει και ο Χριστός στο Ευαγγέλιον, λαμβάνοντας αφορμήν από τα πτηνά και λέγοντας, «ίδετε τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τρέφει αυτά».
Αδελφοί, «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού», και θα είσθε αιωνίως κληρονόμοι, όχι μόνο της αδιαδόχου αυτής Βασιλείας του Θεού, δικαιωμένοι με την χάρη του, αλλά και τα παρόντα «προστεθήσεται υμίν». Εάν όμως δεν ζητείτε πρωτίστως την Βασιλείαν του Θεού και την αρετήν που πηγάζει από αυτόν, αλλά μόνον εκείνα που τρέφουν και θάλπουν το ρευστόν τούτο σώμα, ούτε αυτά θα λάβετε. Αλλά και αν τα λάβετε, θα είναι για μεγαλυτέραν ταλαιπωρίαν και του ιδίου του σώματος και καταδίκην και ζημίαν της ψυχής αιώνιον.
Αυτό έδειξε και εκείνος που ήκουσε από τον ‘Αβραάμ ότι «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου». Εζήτησαν κάποτε και οι Ιουδαίοι να φάγουν κρέας στην έρημο. Και ο Θεός τους έδωσε αναρίθμητον πλήθος ορτυγομήτρας, «και έφαγον και ενεπλήσθησαν σφόδρα, και την επιθυμίαν αυτών ήνεγκεν αυτοίς (την ικανοποίησε δηλαδή). Αλλά έτι της βρώσεως ούσης εν τω στόματι αυτών, οργή του Θεού ανέβη επ’ αυτούς, και απέκτεινεν εν τοις πλείοσιν αυτών, και τους εκλεκτούς του Ισραήλ συνεπόδισεν (τούς έριξε νεκρούς δηλαδή)». Γιατί η οργή του Θεού εφόνευσεν μεγάλο μέρος από το πλήθος; Ακριβώς επειδή εγόγγυζαν αφόβως εναντίον του Θεού και του κατά Θεόν προϊσταμένου των, και τους κατηγορούσαν. Και γιατί έριψε κάτω νεκρούς τους εκλεκτούς του Ισραήλ; Διότι δεν συγκρατούσαν το πλήθος από την ορμήν προς το χειρότερο. Τοιούτοι είναι όσοι εκβάλλονται από την ιεράν Εκκλησία και την Βασιλεία του Θεού, είτε στον παλαιόν είτε στον νέο λαό του Ισραήλ ανήκουν. Αυτό δεικνύει και ο Κύριος όταν λέγει στα Ευαγγέλια, «ελεύσονται από ανατολών και δυσμών και βορρά, και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ εν τη βασιλείά του Θεού, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται έξω, εις το σκότος το εξώτερον». Ποίοι είναι λοιπόν οι υιοί της Βασιλείας που εκβάλλονται στο σκότος; Είναι εκείνοι που έχουν μεν την ομολογία της πίστεως, με τα έργα όμως αρνούνται τον Θεόν, και είναι βδελυκτοί ως απειθείς και αδόκιμοι για κάθε αγαθόν έργο.
Ποίοι είναι αυτοί που απολαμβάνουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ το Δείπνον της Βασιλείας των Ουρανών; Όσοι ακολουθούν με πίστιν ειλικρινή τον νόμο και την διδασκαλία του Πνεύματος, και αποδεικνύουν την πίστη με τα έργα τους.
Όποιος θέλει να συνταχθεί με αυτούς, και να απαλλαγεί από το σκότος το εξώτερον και να αξιωθεί του ανεσπέρου φωτός της Βασιλείας του Θεού και να συνδιαιωνίζει με τους αγίους που αναπαύονται στους ουρανούς, ας εκδυθεί τον παλαιόν άνθρωπο που φθείρεται με τις απατηλές επιθυμίες, δηλαδή μέθη, πορνεία, μοιχεία, ακαθαρσία, πλεονεξία, φιλαργυρία, μίσος, οργή, καταλαλιά και κάθε πονηρόν πάθος. Ας ενδυθεί δε με έργα «τον νέον άνθρωπον τον ανακαινούμενον κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν», μέσα στον οποίον υπάρχει αγάπη, φιλαδελφία, καθαρότης, εγκράτεια και κάθε είδος αρετής. Με τις αρετές αυτές ενοικίζεται μέσα μας ο Χριστός, και μας ειρηνοποιεί με τον εαυτόν του και μεταξύ μας «εις δόξαν εαυτού και του ανάρχου αυτού Πατρός και του συναϊδίου και ζωοποιού Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 403 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.
Υμνολογική εκλογή.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΌΝ
απολυτίκιον. Ήχος β’.
Εν πίστει τους Προπάτορας Εδικαίωσας, την εξ εθνών δι’ αυτών, προμνηστευσάμενος Εκκλησίαν. Καυχώνται εν δόξη οι Άγιοι, ότι εκ σπέρματος αυτών, υπάρχει καρπός ευκλεής, Η Ασπόρως τεκούσά σε. ταις αυτών Ικεσίαις, Χριστέ ο θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.
Ανέδειξες δικαίους τους προπάτορές Σου, οι οποίοι με την πίστη και την ελπίδα για τον ερχομό Σου έζησαν σύμφωνα με το θέλημά Σου. Και με τη δική τους ζωή έδωσες την ελπίδα πως και από τους εθνικούς θα προέλθει η Εκκλησία Σου, εφ’ όσον θα πιστεύσουν εις Εσένα. Οι άγιοι προπάτορές, τώρα που απολαμβάνουν την δόξα Σου, Κύριε, καυχώνται, γιατί από το σπέρμα τους εγεννήθη καρπός ένδοξος, η Παρθένος Μαρία, η οποία ασπόρως και μυστηριακώς Σε εγέννησε. Με τις πρεσβείες τους, Χριστέ ο Θεός, σώσε τις ψυχές μας.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Η Υπακοή. Ήχος β’.
Εις δρόσον τοις Παισί, το πυρ μετεβάλλετο’ ο θρήνος εις χαράν, ταϊς Γυναιξίν ενηλλάττετο. Άγγελος γαρ, εν αμφοτέροις διηκόνει τοις θαύμασι, τοις μεν, εις ανάπαυσιν μεταποιήσας την κάμινον, ταίς δε, την ανάστασιν καταμηνύσας τριήμερον. ο αρχηγός της ζωής ημών Κύριε, δόξα σοι.
Η φωτιά για τους τρεις παίδες στην κάμινο μεταβαλλόταν σε δροσιά, και ο θρήνος των μυροφόρων εναλλασσόταν με την χαρά! Και στα δύο θαύματα άγγελος διακονούσε το σχέδιο του Θεού. Στην πρώτη περίπτωση μετέβαλε την φωτιά της καμίνου σε ανάπαυση για τους τρεις παίδες, και στην άλλη έδωσε το μήνυμα της τριημέρου Σου Αναστάσεως στις μυροφόρες. Δόξα, Κύριε, σε Σένα, τον Αρχηγό της ζωής μας.
Εάν δε δόξη τω Προεστώτι, λέγομεν’ Κάθισμα. Ήχος α’. Τον τάφον σου Σωτήρ.
Υμνήσωμεν πιστοί, τους Προπάτορας πάντας, Χριστού του δι’ ημάς, επί γης οραθέντος, δοξάζοντες εν άσμασι, τον αυτούς θαυμαστώσαντα, ως την έλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, και την γέννησιν, την εκ Παρθένου αφράστως, τω κόσμω κηρύξαντας.
Ελάτε, οι πιστοί, να υμνήσουμε όλους τους προπάτορες του Χριστού, που για τη σωτηρία μας φανερώθηκε στη γη σαν άνθρωπος, δοξάζοντας με άσματα Αυτόνπου τους ανέδειξε θαυμαστούς, γιατί εκ τωνπροτέρων σαν τυπωμένο βιβλίο έδειξαν τον ερχομό Του, και την γέννησή Του από την Παρθένο εκήρυξαν στον κόσμο μυστηριακά και χωρίς λόγια.
Κοντάκιον. Ήχος β’. Αυτόμελον.
Χειρόγραφον εικόνα μη σεβασθέντες, αλλ’ αγράφω ουσία θωρακισθέντες, τρισμακάριοι εν τω σκάμματι, του πυρός εδοξάσθητε’ εν μέσω δε φλογός ανυποστάτου ιστάμενοι, θεόν επεκαλείσθε’ Τάχυνον ο οικτίρμων, και σπεύσον ως ελεήμων, εις την βοήθειαν ημών, ότι δύνασαι βουλόμενος.
Δεν σεβασθήκατε το χειροποίητο άγαλμα του ανθρώπου – βασιλέως, αλλά θωρακισθήκατε με την απερίγραπτη Ενέργεια του Θεού, οπότε, δοξασθήκατε στο σκάμμα του πυρός της καμίνου, τρισμακάριοι παίδες! Σταθήκατε στην ανυπόστατη φωτιά, και με ύμνους καλέσατε σε βοήθεια τον Θεό λέγοντας: Τρέξε γρήγορα οικτίρμων, και σπεύσε ελεήμων να μας βοηθήσεις, γιατί όταν θέλεις, όλα τα μπορείς.
Ο Οίκος
Έκτεινόν σου την χείρα, ης πάλαι έλαβον πείραν Αιγύπτιοι πολεμουντες, και Εβραίοι πολεμούμενοι’ μη καταλύπης ημάς, και καταπίη ημάς θάνατος, ο διψών ημάς, και σατάν ο μισών ημάς’ αλλ’ έγγισον ημίν, και φείσαι των ψυχών ημών, ως εφείσω ποτέ των Παίδων σου, των εν Βαβυλώνι απαύστως ανυμνούντων σε, και βληθέντων υπέρ σου εις την κάμινον, και εκ ταύτης κραυγαζόντων σοι’ Τάχυνον ο οικτίρμων, και σπεύσον ως ελεήμων, εις την βοήθειαν ημών, ότι δύνασαι βουλόμενος.
Απλωσε το Χέρι Σου του οποίου γνώρισαν την δύναμη παλιά οι Αιγύπτιοι που Σε πολεμούσαν, και οι Εβραίοι που πολεμούνταν. Μυ μας εγκαταλείπεις και μας καταπίει ο θάνατος που διψά για την ζωή μας, και ο σατανάς που μας μισεί. Έλα κοντά μας, πλησίασε, λυπήσου μας και λύτρωσέ μας, όπως λυπήθηκες και λύτρωσες τους τρεις Σου παίδες παλιά στην Βαβυλώνα, που σε ανυμνούσαν ακατάπαυστα μέσα από την κάμινο, όπου ρίχθηκαν για το Ονομά Σου, και από εκεί μέσα Σου κραύγαζαν: τρέξε γρήγορα οικτίρμων, και σπεύσε ελεήμων να μας βοηθήσεις, γιατί όταν θέλεις, όλα τα μπορείς.
Συναξάριον.
Τη αυτή ημερα, Κυριακή των αγίων Προπατόρων του Χριστού.
Στίχοι. Δέξασθε χαράν οι πάλαι Προπάτορες, Βλέποντες εγγίζοντα Χριστόν Μεσσίαν.
Γήθεο Αβραάμ, ότι Πρόπαππος Χριστού εδείχθης.
Χαρείτε οι από παλιά προπάτορες του Χριστού, βλέποντας να πλησιάζει ο Χριστός και Μεσσίας. Γέμισε με χαρά και συ Αβραάμ, γιατί αναδείχθηκες πρόπαππος του Χριστού.
Ταϊς των σων αγίων πρεσβείαις, ο θεός, ελέησον ημάς.
Αμήν.
Εξαποστειλάριον. Γυναίκες ακουτίσθητε.
Πατέρων μνήμην σήμερον, σκιρτώντες φιλοπάτορες, του Αβραάμ συνελθόντες, και Ισαάκ κατά χρέος, και Ιακώβ υμνήσωμεν’ εξ ων Χριστός ο Κύριος, το κατά σάρκα ωράθη, δια πολλήν ευσπλαγχνίαν.
Σήμερα ας υμνήσουμε την μνήμη των πατέρων όλι όσοι αγαπούμε τους πατέρες του Κυρίου, με χαρά, γιατί αυτό είναι χρέος μας, δηλαδή να τιμήσουμε την μνήμη του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, από τους οποίους ο Κύριος γεννήθηκε, διότι είναι πολύ εύσπλαχνος για τους αμαρτωλούς ανθρώπους.
Έτερον, όμοιον.
Αδάμ ανευφημήσωμεν,(ας υμνήσουμε ώστε να απλωθεί η φήμη τους παντού), Αβελ Σήθ και τον Ενώς, Ενώχ και Νώε Αβραάμ, Ισαάκ και τον Ιακώβ, Μωσήν Ιώβ και τον Ααρών,
Ελεάζαρ Ιησούν, Βαράκ Σαμψών Ιεφθάε, Δαυίδ και τον Σολομώντα.
Δόξα των αίνων. Ήχος βαρύς. Γερμανού.
Δεύτε άπαντες, πιστώς πανηγυρίσωμεν, των προ νόμου Πατέρων, Αβραάμ και των συν αυτώ, την ετήσιον μνήμην’ του Ιούδα την φυλήν, αξίως τιμήσωμεν’ τους εν Βαβυλώνι Παίδας, τους σβέσαντας την εν καμίνω φλόγα, ως της Τριάδος τύπον, συν τω Δανιήλ ευφημήσωμεν’ των Προφητών τας προρρήσεις, ασφαλώς κατέχοντες, μετά του Ησαίου μεγαλοφώνως βοήσωμεν’ Ιδού η Παρθένος, εν γαστρί λήψεται, και τέξεται Υιόν τον Εμμανουήλ’ ο εστί μεθ’ ημών ο θεός.
Ελάτε όλοι με πίστη να πανηγυρίσουμε την ετήσια μνήμη των προπατόρων,οι οποίοι αγίασαν με την πίστη τους, πριν ο Θεός να δώσει τον νόμο Του (στο όρος Σινά), δηλαδή τον Αβραάμ και τους απογόνους του. Ας τιμήσουμε λοιπόν επάξια του Ιούδα την φυλή από την οποία προήλθε ο Κύριος, ας υμνήσουμε διαλαλώντας τη φήμη των παιδιών που στη Βαβυλώνα έσβησαν την φλόγα της καμίνου και προτύπωναν την Αγία Τριάδα, μαζί με τον Δανιήλ. Και αφού κάνουμε κτήμα μας χωρίς κανένα σφάλμα τις προφητείες των προφητών, μαζί με τον Ησαία ας ψάλουμε μεγαλόφωνα: Να, τώρα η Παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει τον Εμμανουήλ, που σημαίνει, πως ο Θεός είναι μαζί μας.
Απόδοση, Μοναχής Θεοδοσίας.