Ένα είδος αμαρτίας που γίνεται, είναι όταν ο αγωνιστής φροντίζει για την αρετή και επιμένει στην εργασία της μέρα και νύχτα, αλλά δεν τα καταφέρνει και πέφτει σε κάποια αμαρτία.
Μπορεί δηλαδή από άγνοια, ή από διάφορες αιτίες, αντίθετες στο δρόμο της αρετής, ή από τα κύματα των παθών που ξεσηκώνονται στα μέλη του κάθε τόσο, ή από την πνευματική παράλυση που ενδέχεται να του συμβεί για να δοκιμασθεί η ελεύθερη θέλησή του, να γείρει λίγο η ζυγαριά στον αριστερό ζυγό, οπότε έλκεται από την αδυναμία της σάρκας σε κάποια αμαρτία, και λυπάται και ανησυχεί κα στενάζει με πόνο ψυχής για την ταλαιπωρία του αυτή.
Άλλο είδος αμαρτίας είναι, όταν ο άνθρωπος αποχαυνωθεί και αμελήσει την εργασία της αρετής, και εγκαταλείψει πέρα για πέρα το σωστό δρόμο της, και τρέχει σαν υπάκουος δούλος στην απόλαυση των αμαρτιών, και δείχνει ζήλο πως να εφεύρει καινούργιους τρόπους για την πλήρη απόλαυση της ηδονής.
Κάνοντας αυτά, είναι έτοιμος, σαν τον αιχμάλωτο δούλο, να κάνει με ιδιαίτερη φροντίδα το θέλημα του εχθρού του, και να προσφέρει τα μέλη του σώματός του όπλα στις διαταγές του διαβόλου. Και δε θυμάται ο δύστυχος καθόλου τη μετάνοια, ούτε περνάει από το νου του να αφήσει τον καταστρεπτικό δρόμο του και να γυρίσει στην αρετή.
Στο πρώτο είδος της αμαρτίας, που ανέφερα, είναι όταν ο άνθρωπος γλιστρήσει και πέσει, ενώ βαδίζει στο δρόμο της αρετής και της δικαιοσύνης. Αυτό εννοούν οι Πατέρες, όταν λένε ότι, στο δρόμο του Θεού, συναντάμε και πεσίματα, και εναντιώσεις από τον εχθρό, και καταναγκασμούς και τα παρόμοια.
Ενώ το δεύτερο είδος της αμαρτίας, που ανέφερα, είναι να πέσει η ψυχή, και να χαθεί και να εγκαταλείψει τελείως τον αγώνα.