Αν πιστεύεις πως ο Θεός προνοεί για σένα, τι μεριμνάς και φροντίζεις για τα πρόσκαιρα και για τις ανάγκες της σάρκας σου; Κι’ αν πάλι δεν πιστεύεις πως ο Θεός φροντίζει για σένα, και για τούτο φροντίζεις, χωρίς εκείνον, για τις ανάγκες σου, είσαι ο πλέον ταλαίπωρος απ’ όλους τους ανθρώπους.
Ρίξε τη μέριμνα σου στον Κύριο, κι’ εκείνος θα σε θρέψει. Και δεν θα φοβηθείς απ’ όποιον κίνδυνο κι’ αν έρθει καταπάνω σου. Από καιρό σε καιρό η ψυχή σου σαλεύει με φόβο, τόσο που να δειλιάζει κι’ από έναν ίσκιο.
Γιατί η πίστη είναι εκείνη η δύναμη η νοητή, που στηρίζει την καρδιά στο φως της διάνοιας και που με τη μαρτυρία της συνειδήσεως, δίνει στην ψυχή πολλή πεποίθηση, ώστε να μη φροντίζει η ίδια για τον εαυτό της, αλλά να κρεμάσει στον Θεό τη φροντίδα της για όλα, χωρίς να μεριμνά για τίποτα.