Από τό Γεροντικό
Πῆγε κάποτε ἕνας ἀδελφός σέ κάποιον Γέροντα καί τοῦ λέει: «Ὁ ἀδελφός μου μέ βγάζει ἀπό τή σειρά μου πηγαίνοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ καί στενοχωριέμαι». Κι ὁ Γέροντας τόν παρηγόρησε συμβουλεύοντας τόν: «Νά τόν ὑπομείνεις, ἀδελφέ, καί ὁ Θεός βλέποντας τόν κόπο τῆς ὑπομονῆς σου, θά τόν ἐπαναφέρει.
Γιατί μέ τρόπο σκληρό δέν εἶναι εὔκολο νά μεταστρέψεις κάποιον. Οὔτε ἕνας δαίμονας διώχνει ἄλλον δαίμονα. Ἀλλά μᾶλλον μέ τήν καλοσύνη σου θά τόν ἐπαναφέρεις. Γιατί καί ὁ Θεός μας ἑλκύει τούς ἀνθρώπους προσφέροντάς τους τήν παρηγοριά».
Καί τοῦ διηγήθηκε τό ἑξῆς: Ἦταν δυό ἀδελφοί στή Θηβαϊδα καί ὁ ἕνας πολεμήθηκε ἀπό τόν πειρασμό τῆς πορνείας καί εἶπε στόν ἄλλο: «Θά γυρίσω στόν κόσμο».
Ὁ ἄλλος ὅμως μέ κλάματα τοῦ ἔλεγε: «Δέν σ’ ἀφήνω, ἀδελφέ μου, νά φύγεις καί νά χάσεις τόν κόπο σου καί τήν παρθενία σου». Ἀλλ’ αὐτός δέν πειθόταν καί ἔλεγε: «Δέν μπορῶ νά μείνω ἄλλο, θά φύγω. ‘Η ἔλα μαζί μου καί ἐπιστρέφω πάλι μαζί σου ἤ ἄφησε μέ καί θά μείνω στόν κόσμο».
Πῆγε λοιπόν (ὁ ἄλλος) ἀδελφός καί τό ἀνέφερε σέ κάποιον μεγάλο Γέροντα. Καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Πήγαινε μαζί του. Καί ὁ Θεός γιά τόν κόπο σου δέν θά τόν ἀφήσει νά πέσει». Σηκώθηκαν λοιπόν καί κατέβηκαν στόν κόσμο.
Μόλις ὅμως ἔφτασαν στό χωριό, ὁ Θεός βλέποντας τόν κόπο τῆς ἀγάπης του, πῆρε τόν πόλεμο ἀπό τόν ἀδελφό. Καί τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Ἅς γυρίσουμε πίσω στήν ἔρημο, ἀδελφέ. Νά, πές ὅτι ἁμάρτησα, καί τί κέρδισα;». Καί γύρισαν στό κελί τούς χωρίς νά πάθουν ζημιά.