Η καταγωγή της
Η μακαρία Μελάνη γεννήθηκε ατή Ρώμη το 383 μ.χ. από γονείς πλουσίους με αξιώματα στη Σύγκλητο και στη Βουλή. Ο πλούτος, τα αξιώματα και η ένδοξη καταγωγή τους, όμως, δεν τους εμποδίσανε να είναι σαν άνθρωποι ενάρετοι και πολύ ευσεβείς.
Την ευτυχία της ζωής τους την συμπλήρωνε η κόρη τους. Όταν έφτασε η κόρη, τους σε ηλικία νόμιμη και οι γονείς επιθυμούσαν να την παντρέψουν, τους παρεκάλεσε να μη της αναφέρουν ποτέ υπόθεση γάμου. Αυτοί όμως ήθελαν να αποκτήσουν απόγονο για να κληρονομήσει τα πλούτη τους.
Γι αυτό, καίτοι δεν ήθελε, την παντρέψανε, όταν ήταν στο δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της . Ο γαμβρός ήταν δέκα επτά ετών και καταγόταν από γένος Υπάτων. Ονομαζόταν δε Απελλιανός.
Η παράκλησις της Οσίας προς τον άνδρα της
Η εξαιρετική αυτή κόρη η Μελανία και μετά τον γάμο της είχε όλον τον νου της στην παρθενία και επιθυμούσε να φέρει και τον άνδρα της στη γνώμη της. Τον παρακάλεσε, λοιπόν με θερμότατα δάκρυα να διαφυλάξει την παρθενία της.
Ο άνδρας της όμως της είπε ότι θέλει πρώτα να αποκτήσουν έναν κληρονόμο και μετά θα σεβαστεί την επιθυμία της.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο συμφώνησε και η Μελάνη. Στο χρόνο γέννησε ένα κοριτσάκι.
Κατόπιν όμως η Μελάνη περνούσε τις ημέρες της ντυμένη ευτελέστατα και πένθιμα. Δεν ήθελε να βάλει ωραία φορέματα, και αγωνιζόταν να πείσει τον άνδρα της να εκπληρώσει εκείνο πού της υποσχέθηκε. Αλλά αυτός δε ήθελε έως ότου αποκτήσουν δεύτερο τέκνο.
Δοκιμασίες πού στηρίζουν το ανδρόγυνο
Σκέφθηκε λοιπόν, να φύγει κρυφά από τους δικούς της και συμβουλεύτηκε γι αυτό ενάρετους πνευματικούς πατέρες, οι οποίοι όμως την συμβούλευσαν να κάμει υπομονή ένα ακόμη χρόνο, και κατόπιν να γίνει το θέλημα του Κυρίου.
Όταν πλησίασε ο καιρός να γεννήσει το δεύτερο παιδί της, καθώς προσευχόταν όλη τη νύκτα παραμονή της γιορτής του Ιερομάρτυρος Αγίου Λαυρεντίου, της ήλθαν οι πόνοι της γέννας. Αυτή όμως δεν έπαυε την προσευχή.
Γονυπετής, όσο μπορούσε, προσεύχονταν, έως ότου την έσφιξαν οι πόνοι περισσότερο, και γέννησε αρσενικό παιδί. Το παιδάκι αυτό μετά την ταλαιπωρία του τοκετού, μόλις βαπτίστηκε έφυγε προς Κύριο.
Η μητέρα έμεινε μετά τον τοκετό σε φοβερή κατάσταση και κινδύνευε από τους πόνους να πεθάνει.
Όταν ήλθε ο άνδρας της και την είδε σ’ αυτή την κατάσταση, την συμπόνεσε και αμέσως έτρεξε στον Επίσκοπο παρακαλώντας τον με δάκρυα να προσευχηθεί να σωθεί η Μελάνη από αυτόν τον κίνδυνο.
Τότε η Μελάνη βρήκε ευκαιρία για να επιτύχει το σκοπό της. Τού είπε αν αγαπά τη ζωή της να κάμει όρκο στον Κύριο, να φυλάξουν σωφροσύνη εις το εξής. Εκείνος από αγάπη αμέσως έταξε στον Θεό, να την φυλάξει αληθέστατα.
Τότε η Μελάνη από την χαρά της ξέχασε την ασθένεια της και με τη δύναμη του Θεού, σηκώθηκε το ταχύτερο. Άρχισε πάλιν να περνά τη ζωή της σαν καλόγρια, χωρίς καμιά επιμέλεια του σώματος. Μόνο την ψυχή της στόλιζε.
Τότε έπαθαν και άλλο δυστύχημα. Το μονάκριβο και αγαπημένο κοριτσάκι τους πέθανε. Αμέσως και οι δύο συμφώνησαν να σηκώσουν τον γλυκύν και ελαφρότατο ζυγό του Κυρίου.
Πόθησαν να απαρνηθούν τον κόσμο και να πάνε σε Μοναστήρι.
Ακολουθούν τον μοναχικό βίο
Έφυγαν, λοιπόν, αμέσως από την πόλη, όταν ο μεν Απελιανός ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, η δε Μελάνη είκοσι. Επήγαν σε τόπον ησυχαστικό και ατάραχο.
Επειδή δε ήσαν πλούσιοι, με χρήματα πολλά και εισοδήματα, δεν έπαυαν κάθε ημέρα να φιλοξενούν ξένους, να τρέφουν πεινασμένους, να ελευθερώνουν φυλακισμένους, πληρώνοντας τα χρέη τους, και γενικώς όσους είχαν λύπη ή συμφορά, τους βοηθούσαν και τους παρηγορούσαν με τέτοια γενναιοδωρία, ώστε να μη τους λείπει τίποτε, αυτοί δε για τον εαυτό τους δεν ξοδεύανε σχεδόν τίποτε.
Η κατά Θεό διανομή της μεγάλης περιουσίας τους
Είχαν δε πλούτο αμέτρητο οι μακάριοι, τόσο πού δεν μπορούσε να τους συναγωνιστεί χάνεις εκτός από τον βασιλέα. Το εισόδημα τους κατ’ έτος ήταν δώδεκα μιριάδες λίτρες χρυσού. Και όλα τα διαμοίραζαν στους πτωχούς οι τρισμακάριοι.
Έδιδαν, λοιπόν οι μακάριοι κάθε ώρα στους έχοντες ανάγκη, από όλα τα χρειώδη και άφθονα. Δεν έμεινε σχεδόν χώρα και έθνος, πού να μην λάβει ευεργεσία απ’ αυτούς. Η ελεημοσύνη τους έτρεχε σαν ποτάμι.
Έδωκαν χρήματα σε Μοναχούς και Μοναχές και έκτισαν Μοναστήρια. Όλα τα πολύτιμα ενδύματα και τα ασημικά των τα αφιέρωσαν στις Εκκλησίες και τα έκαμαν ιερά σκεύη και άμφια.
Αφού έδωσαν όλα όσα είχαν στην Ιταλία, επήγαν στη Σικελία. Ήθελαν να δώσουν και έχει όλα τα υπάρχοντα τους.
Επίσης ήθελαν να προσκυνήσουν τον πνευματικό τους πατέρα, τον αγιότατο Παυλίνο, τον άξιον αρχιερέα. Μετά έφυγα από την Σικελία και με καράβι πήγαν εκεί όπου ήταν το Θέλημα του Κυρίου. Πήγαν στην Καρχηδόνα. Εκεί είχαν πολλά χωράφια και χρήματα.
Αλλά μεν αφιέρωσαν σε Εκκλησίες και Μοναστήρια και άλλα στους πτωχούς. Η χώρα αυτή ήταν θαυμάσια. Σ’ αυτήν έμενε ένας εγγράμματος και πολύ ενάρετος πνευματικός πατήρ, ονομαζόμενος Αλύπιος.
Στο Μοναστήρι του έμειναν και οι μακάριοι μελετώντας τα ιερά γράμματα. Στο Μοναστήρι αυτό χάρισαν πολλά χρυσά νομίσματα και άλλα εισοδήματα.
Στα σύνορα δε της Μονής αυτής έκτισαν άλλα δύο Μοναστήρια, τα οποία προίκισαν με χρήματα και εισοδήματα, για να μπορούν να συντηρούνται πονάτε.
Στο μεν ένα κατοίκησαν ογδόντα άνδρες, εις δε το άλλο εκατόν τριάντα γυναίκες.
Σ’ αυτή τη γυναικεία Μονή έμεινε και η μακαρία Μελάνη, αλλά δεν θέλησε να γίνει Ηγουμένη, καθώς έπρεπε σαν ευγενέστερη απ’ όλες, πλουσιότερη, εγγράμματος και έξυπνη, πού ήταν.
Εις τις αδελφές πού την παρακαλούσαν με δάκρυα ως ευεργέτιδα και δέσποινα να τις ποιμάνει απαντούσαν, ότι δεν θέλει να έχει φροντίδα και μέριμνα.
Η ασκητική ζωή της
Έτσι λοιπόν το ευλογημένο αυτό ανδρόγυνο μοίρασε όλον τον πλούτο τους στους Ναούς και τα Μοναστήρια χάριν του Κυρίου, και έμειναν εκεί χωρίς περιουσία, για να απολαύσουν τα αγαθά του ουρανού.
Νήστευε δε η Αγία από όλα τα απολαυστικά φαγητά και μόνον, όταν έδυε ο ήλιος έτρωγε μια φορά την ημέρα τροφή λίγη. Παρ’ όλη όμως την νηστεία, δεν σχόλαζε από το εργόχειρο. Έγραφε σχεδόν όλη την ημέρα, έγραφε πάντοτε την Αγία Γραφή και άλλα θρησκευτικά βιβλία.
Ήταν άριστη καλλιγράφος και ταχυγράφος σπουδαία, πού δεν μπορούσε να την συναγωνιστεί κανείς. Άμα κουραζόταν το χέρι της, τότε διάβαζε τα ιερά συγγράμματα, ή άκουε ομιλίες αγίων ανδρών και κατόπιν προσευχόταν.
Την νύκτα μόνον δύο ώρες κοιμόταν κατά γης σε ένα τρίχινο σάκκο. Την υπόλοιπη νύχτα αγρυπνούσε, διότι, έλεγε, πάντοτε να αγρυπνούμε, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου δεν γνωριζόμενο ποιάν ώρα ο Άγγελος έρχεται.
Έπειτα ασχολείτο με την διδασκαλία. Δίδασκε τις παρθένες η Οσία, να μάχονται κατά του ύπνου όσον μπορούσαν.
Η Οσία γνώριζε και την Ελληνική γλώσσα τόσο καλά, ώστε την μιλούσε, όπως την ιταλική της πατρίδας της.
Όταν μιλούσε την γλώσσα μας, νόμιζαν όσοι την άκουαν ότι είναι Ελληνίδα. Τότε για μεγαλύτερη άσκηση κατασκεύασε μια ξύλινη κιβωτό στενή τόσο, ώστε μετά δυσκολίας να μπορεί να γυρίσει δεξιά και αριστερά και χαμηλή τόσο ώστε, δεν μπορούσε να σταθεί όρθια.
Σ’ αυτήν ασφαλίστηκε σαν σε τάφο, και μόνον μια μικρή θυρίδα άφησε, από την οποία μιλούσε λίγα λόγια. Η μητέρα της ήταν πάντοτε μαζί με την Αγία και την παρακολουθούσε παντού.
Ήταν συνεργάτης της και έλαβε πολλή ωφέλεια από αυτήν. Και η ίδια η μητέρα της την καλούσε μακαρία και δόξαζε τον Θεό, πού την αξίωσε να γεννήσει ένα τέτοιο κορίτσι, πού είχε όλες τις αρετές θησαυρισμένες σ’ αυτήν.
Μεγάλη της αρετή ήταν και η ταπείνωση. Παρ ότι ήταν καθαρή και άμωμη, δεν νόμιζε τον εαυτόν της για τίποτε, αλλά ήταν πάντοτε λυπημένη και ταπεινή στη σκέψη από όλους τους αμαρτωλούς περισσότερο.
Προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και Αίγυπτο
Έμεινε η Οσία επτά έτη σ’ αυτό το Μοναστήρι, οπότε σκέφθηκε να επισκεφτεί τα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσει τους Αγίους τόπους. Εκεί η Αγία αρρώστησε.
Με την δύναμη όμως του Θεού, σηκώθηκε και άρχισε το προσκύνημα των Άγιων τόπων. Προσκύνησε παντού, συνομίλησε με ευσεβείς ανθρώπους, έδωσε και πήρε πολλή ωφέλεια.
Καλλιγραφούσε δε εκεί και κέρδιζε τα προς το ζην. Το βράδυ κλεινόταν στο Πανάγιο Τάφο και προσευχόταν ως την ώρα του Όρθρου. Τότε ερχόταν οι Μοναχοί και διάβαζαν την Ακολουθία και ύστερα αναπαυόταν.
Επειδή δε είχε ολίγη περιουσία στην Ρώμη, έστειλε έμπιστο άνθρωπο, να την πωλήσει και να της στείλει τα χρήματα. Έτσι και έγινε. Όταν έλαβε τα χρήματα, άλλα μεν έδωσε στους φτωχούς, άλλα δε έδωσε στην μητέρα της.
Της έκτισε και ένα κελί στο όρος των Ελαιών για να μείνει εκεί, επειδή ήταν γερόντισσα πια και δεν μπορούσε να ταξιδέψει.
Αφού λοιπόν η Αγία επισκέφθηκε όλους τους ασκητές της Νιτρίας και εσύναξε από τον καθένα το άνθος της αρετής του, σαν επιμελής μέλισσα, επέστρεψε με την συνοδεία της στα Ιεροσόλυμα.
Έχει βρήκε το κελί, πού είχε χτίσει και εγκαταστάθηκε μόνη της. Εκεί όρισε στον εαυτόν της να μη δει κανένα, ούτε άλλος να την δει, εκτός μόνο μια φορά την εβδομάδα, οι τρεις δικοί της, η μητέρα της, ο πρώην άνδρας της και τώρα συνασκητής της στους αγώνες της και στους πόνους της, και η αδελφή της.
Αυτήν την δίδαξε και συμβούλευσε τόσον, ώστε την έπεισε να καταφρονήσει όλα τα βιοτικά και να την ακολουθήσει στην άσκηση όσο μπορούσε. Αυτόν τον κουραστικό και στερημένο βίο έζησε η Αγία.
Δεκατέσσαρα έτη και μετά απέθανε η μητέρα της. Τότε βγήκε από το κελί της και έθαψε την μητέρα της, όπως έπρεπε. Εκείνο το έτος έκαμνε άλλο κελί σκοτεινό και έμεινε εκεί κλαίουσα και νηστεύοντας και αγωνιζόμενη κατά του δαίμονα.
Τακτοποιείται στο κοινόβιο
Η φήμη της Αγίας άρχισε να γίνεται γνωστή σ’ όλο τον κόσμο. Σιγά – σιγά άρχισαν να έρχονται, όχι μόνον κορίτσια, αλλά και γυναίκες αμαρτωλές πρώτα, και να γίνονται μοναχές. Ενενήκοντα έγιναν και η μετάνοιά τους και η αλλαγή τους ήταν καταπληκτική και θαυμάσια.
Έκτισε προς χάριν τους κελιά και έγινε κοινόβιο τέλειο. Όρισε δε γι αυτές ηγουμένη άλλην να τις διδάσκει και να τις διευθύνει, ενώ αυτή υπηρετούσε σαν δούλη. Προ παντός φρόντιζε να τις βοηθάει περισσότερο στα πνευματικά και ψυχικά. Τις δίδασκε πολλές φορές με λόγια ωφέλιμα στην ψυχή.
Κάποτε έκτισε Εκκλησία, για να ακούνε τον λόγο του Θεού και να τελείτε η Θεία λειτουργία.
Κατά τον καιρόν αυτόν ο κατά σάρκα μεν πρώην σύζυγος της, κατά πνεύμα δε αδελφός της ο Απελλιανός, άφησε τα πρόσκαιρα και έφυγε για τα ουράνια. Η δε Οσία αγωνιζόταν ακόμη περισσότερο.
Έμεινε στο ιερόν τέσσερα έτη και αγωνιζόταν με νηστείες και προσευχές όσο μπορούσε. Είχε τον πόθο να χτίσει Μοναστήρι ανδρών, αλλά δεν είχε χρήματα, επειδή όλα τα έδωσε σε ελεημοσύνες.
Και όμως ο Θεός φώτισε ένα άρχοντα και της χάρισε πολλά χρήματα και με την δύναμη του Θεού κτίσθηκε το Μοναστήρι και γέμισε από Μοναχούς, όπως επιθυμούσε. Έκανε και κανονισμό σύμφωνα με τον οποίον κανόνιζε τη ζωή στο Μοναστήρι.
Πήρε κάποτε η Μελάνη γράμμα από το θείο της Βουλοσιανό πού είχε γίνει έπαρχος στην Ρώμη. Της έγραφε ο ειδωλολάτρης εκείνος άρχοντας ότι πήγαινε στη βασίλισσα Ευδοκία στη Κωνσταντινούπολη Με την ευκαιρία αυτή της έγραφε, ήθελε να την δει και να συνομιλήσουν.
Η Οσία ποθούσε μεν αυτή να υπάγει για να τον γυρίσει στην ευσέβεια, επειδή ήταν ειδωλολάτρης, αλλά πάλιν δίσταζε. Φοβόταν μήπως δεν ήταν θέλημα Θεού, να αφήσει την ησυχία τώρα στο τέλος της και να υπάγει στα Ανάκτορα. Τελικά όμως πήγε.
Τόσον δε τον συμβούλευε και τον δίδαξε τον Βουλοσιανό η Οσία, ώστε τον έπεισε με τα σοφά λόγια της, να αρνηθεί την ασέβεια.
Αυτή μια γυναίκα αδύνατη, μπροστά σε τόσους μεγάλους διδασκάλους σοφούς και άρχοντες με επιβάλλον κατόρθωσε να επιτυχή την μεταστροφή στην πίστη του θείου της.
Μόνον η μακαρία Μελάνη με την χάριν του Κυρίου, τον έφερε σε τέτοια μετάνοια, ώστε έκλαιε πικρά συλλογιζόμενος σε τί άγνοια βρισκόταν πριν.
Όταν λοιπόν τον κατήχησε αρκετά και τον στερέωσε στην Ορθόδοξη πίστη, έφυγαν μαζί και επήγαν στον Άγιο Πρόκλο, πού ήταν τότε αρχιερέας και τον βάπτισε. Ύστερα από ολίγες ημέρες, μετανοημένος εξ όλης καρδίας ο θειος της Μελάνης Βουλοσιανός, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Ο Δεσπότης Χριστός, σαν πολυέλεος, τον συναρίθμησε με τους εργάτες της ενδεκάτης ώρας. Πρώτον, λοιπόν, καλόν, πού έκανε η Αγία στην Κωνσταντινούπολη ήταν τούτο. Να επιστρέψει στην Θεογνωσία με ευκολία τον Θείον της.
Μάχεται κατά των αιρετικών
Δεύτερον καλόν ήταν η νίκη της κατά αιρετικών. Διότι τότε δυστυχώς ήταν φυτρωμένη στο καλό σιτάρι η αίρεσης του δυσσεβούς Νεστορίου. Δυστυχώς σ’ αυτήν είχε παρασυρθεί πλήθος αμέτρητο.
Η Αγία έκαμε τέτοιο διάλογο με τους αιρετικούς, ώστε τους νίκησε με την σοφία των λόγων της. Διέλυσε τα σοφίσματά τους ή μάλλον τα φλυαρήματα τους, όπως διαλύεται ο ιστός πού υφαίνει η αράχνη.
Όθεν ο πονηρός διάβολος μη υποφέρων τέτοια αισχύνη, μετεμορφώθη σε άνθρωπο και εμφανίστηκε στην Μελανία και την φοβέρισε, ότι θα της κάμει όσα κακά μπορέσει.
Παρουσιάσθηκε, λοιπόν, στον Βασιλέα και στους άλλους άρχοντες του παλατιού και έλεγε όσα ψέματα μπορούσε για την Αγία, ώστε να μην την έχουν καθόλου σε υπόληψη. Έπειτα της προκάλεσε φοβερή ασθένεια.
Η Αγία όμως επικαλέσθηκε το όνομα του Χριστού και εξαφανίστηκε ο πειρασμός. Το θαύμα αυτό πολύ ωφέλησε, όσους το είδαν και θαύμασαν την αγιότητα της Αγίας.
Τρίτον καλόν ήταν πού συμβούλευσε την βασίλισσα Ευδοκία να υπάγει στα Ιεροσόλυμα, να κάμει διάφορες πράξεις, πού θα ωφελούσαν την ψυχή της. Ευτυχώς η βασίλισσα την άκουσε, διότι την σεβόταν σαν πνευματική της μητέρα.
Επιστροφή στο Μοναστήρι της. Οι τελευταίες ήμερες της
Αφού επέτυχε όλα αυτά η μακαρία Μελάνη, επέστρεψε στο μοναστήρι της.
Αργότερα από αγάπη επήγε στα Ιεροσόλυμα και παρευρέθηκε στα εγκαίνια του ναού , πού έκτισε η Αγία.
Έπειτα η μεν Ευδοκία προσκύνησε τους Αγίους τόπους, διαμοίρασε αμέτρητη ελεημοσύνη και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη η δε Αγία προεγνώρισε από το Άγιο Πνεύμα, ότι ήλθε το τέλος της ζωής της σ’ αυτόν τον κόσμο.
Επήγε, λοιπόν, και αποχαιρέτησε όλους τους σεβάσμιους τόπους. Έπειτα, όταν ήλθε η εορτή των Χριστουγέννων μπήκε η Αγία στο Άγιο Σπήλαιο και λέγει στην αδελφή της, η οποία την ακολουθούσε, ότι ήλθε η ώρα να υπάγει εκεί πού ποθεί.
Όταν της είπε αυτά εδεήθη στον Κύριο με πολλή κατάνυξη και Τον παρεκάλεσε να δεχτεί την ψυχή της. Έπειτα της ήλθε ολίγος πυρετός και οι αδελφές όλες μαζεύτηκαν γύρω της, κλαίγοντας για τον αποχωρισμό. Αυτή τις παρηγορούσε και τις συμβούλευε πώς να πορεύονται στη ζωή τους.
Έπειτα έκαμνε ευχή για όλες, όπως και αυτές έκαναν προσευχή για εκείνην και αφού τις αποχαιρέτησε όλες, παρέδωσε την αγία ψυχή της στον Κύριο. Ήταν η τελευταία ημέρα του Δεκεμβρίου.
Τότε ο Πατριάρχης και όλος ο κλήρος και ο λαός μαζεύτηκαν και ενταφίασαν το άγιο λείψανο της.
Στίχος
Οὔχ ὑλική σέ χείρ, Μελάνη, καί μέλαν, Χριστός δέ, κάν τέθηκας, ἐν ζῶσι γράφει. Πρώτη ἐν τρικοστή ἀπῆρε βίοιο Μελάνη.
Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων Ἀνυσίας καί Μελάνης Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε
Ὁσίως ἀνύσασα, τῶν ἀρετῶν τήν ὁδόν, τῷ Λόγω νενύμφευσαι, ὤ Ἀνυσία σεμνή, καί χαίρουσα ἤθλησας, αἴγλη δέ ἀπαθείας, λαμπρυνθεῖσα Μελάνη, ἤστραψας ἐν τῷ κόσμω. ἀρετῶν λαμπηδόνας. Καί νῦν ἠμίν ἰλεοῦσθε, Χριστόν τόν Κύριον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Τοῦ πλούτου σκορπίσασα, τὰς μυριάδας σεμνή, τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία ἐπλούτησας• σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, καὶ ζωῆς ἰσαγγέλου, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, ἐπαξίως ἐδείχθης• διὸ σὲ μακαρίζομεν, Μελάνη θεόληπτε.
Κοντάκιον Ἦχος γ΄ Ἡ Παρθένος σήμερον
Ὡς λυχνία δίφωτος, τή μυστική φωταυγία, ἀληθῶς πυρσεύετε τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ἄθλησιν, καρποφοροῦσα μέν Ἀνυσία, ἄσκησιν, ἐνδεδειγμένη δέ, Μελανία,
διά τοῦτο δέ τῆς ἀφθάρτου, καί μακαρίας δόξης ἐτύχετε.
Κοντάκιον Ήχος δ΄. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον,
εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ
Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σου δοξάσασα Μῆτερ Μελάνη τὸν λαμπρῶς σε θαυμαστώσαντα Οὐρανίου κατηξίωσαι εὐκληρίας. Ἀλλ’ ὡς θείας ἀπολαύουσα
λαμπρότητος Σκοτασμοῦ ἁμαρτιῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Ἔρωι τῷ θείῳ τὴν σὴν ψυχήν, πτερώσασα Μῆτερ, ἠγωνίσω ἀσκητικῶς, καὶ ἀντί τοῦ πλούτου, τοῦ ἐπιγείου εὗρες, Μελάνη μακαρία, ὄλβον οὐράνιον.
Μεγαλυνάριον
Τροποίς ἀνυσίμοις πρός ἀρετήν, Μάρτυς Ἀνυσία, διαρρύθμισον νῦν ἠμᾶς ζοφεροῦ ἐχθροῦ δέ, ἐκλύτρωσε, Μελάνη, τούς πόθω ἀφορώντας, τή ἐπιλάμψει σου.