Η αγία ένδοξος και πανεύφημος Μαρία η Μαγδαληνή υπήρξε η πιστή και αφοσιωμένη Μαθήτρια του Υιού και Λόγου του Θεού, η ακόλουθος της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Διακόνισσα του Κυρίου και των Αποστόλων, η εκλεκτή Μυροφόρος, η Ευαγγελίστρια της Αναστάσεως, η Ισαπόστολος και κήρυκας της πίστεως.
Σ’ αυτήν δόθηκε η χάρις να δη πρώτη μετά την Ανάσταση, μαζί με την Θεοτόκο, τον Αναστάντα Ιησού. Αυτή ευαγγελίσθηκε στους Αποστόλους την Ανάσταση του Κυρίου. Μέσα στα ιερά Ευαγγέλια δοξάζεται από τους αγίους τέσσερις Ευαγγελιστές, ως πρώτη μετά την Θεοτόκον, Μαθήτρια και Μυροφόρος.
Πατέρες της Εκκλησίας μας την χαρακτηρίζουν σεμνή και σοφή παρθένον με ψυχική ωραιότητα. Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή είναι «ωραίο και ευγενικό παράδειγμα γυναικείας αφοσιώσεως, που φθάνει στην αυταπάρνηση και τον ηρωισμό.
Γιατί ας μην έχη η γυναίκα την μυϊκή δύναμη του ανδρός, έχει όμως πλούτο αισθημάτων. Και είναι αλήθεια πως τους ήρωες δεν τους κάνει η σωματική ρώμη, αλλά η πίστη και η ευψυχία. “Ηρίστευσαν γυναίκες τω σω Σταυρώ κρατυνθείσαι, Χριστέ παντοδύναμε” ψάλλει η Εκκλησία μας»1.
Η καταγωγή της
Πατρίδα της ήταν η πόλη Μάγδαλα, γι’ αυτό ονομάσθηκε Μαγδαληνή, εκ του τόπου καταγωγής της. Τα Μάγδαλα, κατά πάσα πιθανότητα, ευρίσκοντο στην Γαλιλαία, επί της δυτικής όχθης της λίμνης Τιβεριάδος. Καταγόταν από πλούσια και επιφανή οικογένεια.
Οι γονείς της, ο Σύρος και η Ευχαριστία, ήταν εξαιρετικά ελεήμονες και φιλεύσπλαχνοι. Ζούσαν με φόβο Θεού, τηρούσαν τις εντολές του παλαιού Νόμου (Μωσαϊκού), γιατί αυτός ο Νόμος επικρατούσε τότε, αν και πλησίαζε το τέλος του.
Γεννούν, λοιπόν, οι μακάριοι αυτοί γονείς την μακαρία Μαρία. Όταν άρχισε αυτή να μεγαλώνη, δεν θέλησε να ασχοληθή με τα συνηθισμένα έργα των γυναικών της εποχής, δηλ. να υφαίνη και να γνέθη και να φτιάχνη λαμπρά υφάσματα, αλλά διάλεξε να επιδοθή στις σπουδές και πήγε κοντά σε διδάσκαλο να μάθη γράμματα, κατά τον βιογράφο της Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο2.
Έτσι μελέτησε όλη την Παλαιά Διαθήκη και ιδιαιτέρως αγάπησε το Ψαλτήριον και τις Προφητείες. Εντρυφώντας στα βιβλία αυτά, ανίχνευε τις προρρήσεις των Προφητών για την έλευση του Χριστού και Μεσσίου.
Μετά τον θάνατο των γονέων της, ενώ είχε πλέον κάθε ελευθερία και εξουσία να περάση την ζωή της μέσα στη ραθυμία, την άνεση και την πολυτέλεια, συνέχισε να ζη με μελέτη και προσευχή. Την τρυφή και κάθε είδος αναπαύσεως απέφευγε, την καλοπέραση και τις ηδονές απέρριπτε.
Μοίραζε τα πλούτη της και τα υπάρχοντά της σε όποιους είχαν ανάγκη. Με την ελεήμονα καρδιά της και την γενναιόδωρη μεγαλοψυχία της, άδειαζε τα επίγεια ταμεία της και συγκέντρωνε στα ουράνια θησαυρούς άφθαρτους και αιώνιους.
Διάλεξε να ακολουθήση τον δρόμο της αγνείας και παρθενίας. Για να διαφύλαξη την καθαρότητα σώματος και ψυχής, απέφευγε τις πολλές συναναστροφές και κοσμικές εκδηλώσεις.
Αυτήν την υψηλή, ενάρετη και ένθεη πολιτεία της βλέποντας ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους, μισόκαλος Διάβολος, εφθόνησε και εφοβήθη. Ορμά εναντίον της με όλη του την δύναμη. Την πολιορκεί με τα σκοτεινά και πονηρά μηχανεύματα και τεχνάσματά του και στέλνει επτά πονηρά πνεύματα που την κυριεύουν3.
1. Μικρός Συναξαριστής, εκδ. «Αποστολικής Διακονίας».
2. Βλ. Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθόπουλου, «Λόγος εις την Αγίαν Μυροφόρον και Ισαπόστολον Μαρίαν την Μαγδαληνήν», ΡG. 147, 540-576.
3. Ένθα ανωτέρω.