Τι όρισες λοιπόν; πες μου. «Κάθε πρώτη μέρα της εβδομάδος», δηλαδή, Κυριακή, «ο καθένας από εσάς ας βάζει κάτι κατά μέρος, αναλόγως προς όσα τού δίνει ο Θεός».
Κοίταξε πώς προτρέπει και από τον καιρό. Επειδή ήταν κατάλληλη η μέρα της Κυριακής για να οδηγήσει σε ελεημοσύνη. Επειδή, θυμηθείτε, λέει, ποιας δωρεάς αξιωθήκατε αυτή την ημέρα. Διότι τα απόρρητα αγαθά και η ρίζα και η αρχή της ζωής μας κατ’ αυτή την ημέρα συνετελέσθηκαν.
Κι όχι μόνο είναι κατάλληλος ο καιρός σ’ αυτή, για προθυμία φιλανθρωπίας, αλλά έχει και άνεση και ατέλεια πόνων. Γιατί ψυχή ελεύθερη από μόχθους, γίνεται πιο ευκίνητη και ικανότερη για ελεημοσύνη. Και μαζί με αυτά, προσθέτει πολλή προθυμία το ότι σ’ αυτή κοινωνούνται τόσο φρικτά και αθάνατα μυστήρια .
Σ’ αυτή λοιπόν «ο καθένας σας», όχι απλώς ο τάδε και ο δείνα, αλλ’ ο καθένας, είτε φτωχός είναι, είτε πλούσιος, είτε γυναίκα, είτε άνδρας, είτε δούλος, είτε ελεύθερος, «ας μαζεύει κάτι στην άκρη». Δεν είπε, «ας τα φέρει στην Εκκλησία», για να μη ντρέπονται όσοι φέρουν λίγα, αλλ’ αφού συγκεντρωθούν οι προσφορές, τότε ας τα φέρουν «όταν έλθω».
«Έως τότε να τα συγκεντρώνεις μόνος σου», (λέει), και κάνε το σπίτι σου Εκκλησία, και το κιβώτιο, θησαυροφυλάκιο. Γίνε φύλακας ιερών χρημάτων, αυτοχειροτόνητος φροντιστής πεινασμένων. Η φιλανθρωπία σού δίνει αυτή την Ιεροσύνη. Σύμβολο αυτού τού πράγματος είναι τώρα και το θησαυροφυλάκιο· αλλά το μεν σύμβολο υπάρχει, το δε έργο πουθενά.
Ξέρω ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγκεντρωμένους πάλι θὰ μᾶς κατηγορήσουν, ὅταν μιλοῦμε γι᾿ αὐτά, καὶ θὰ ποῦν «Μή, σὲ παρακαλῶ, μὴ γίνεσαι φορτικὸς καὶ βαρετὸς στοὺς ἀκροατές· ἄφησέ το στὴ συνείδηση τοῦ καθενός, ἄφησέ το στὴν κρίση τῶν ἀκροατῶν· ἔτσι τώρα μᾶς ντροπιάζεις, μᾶς κάνεις νὰ κοκκινίζουμε!…».
Ἀλλ᾿ ὄχι! Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν τὰ ἀνέχομαι! Γιατί οὔτε ὁ Παῦλος ντρεπόταν νὰ ἐνοχλῇ συνέχεια γιὰ τέτοια πράγματα καὶ νὰ ζητᾶ σὰν ζητιάνος. Ἐὰν ἔλεγα τοῦτο, δηλαδὴ δός μου, φέρε γιὰ τὸ σπίτι μου, ἴσως νά ῾ταν ντροπή. Ἂν καὶ οὔτε τότε θά ῾ταν ντροπή.
«Οἱ γὰρ τῷ θυσιαστηρίῳ», λέγει, «προσεδρεύοντες, τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται» (Α´ Κορ. 9,13). Πλὴν ὅμως πιθανὸν νὰ μὲ κατηγοροῦσε κάποιος, ὅτι μιλῶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου· τώρα ὅμως παρακαλῶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, μᾶλλον ὄχι γι᾿ αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, ἀλλὰ γιὰ σᾶς ποὺ δίνετε· γι᾿ αὐτὸ καὶ μιλῶ χωρὶς νὰ ντρέπομαι.
Γιατί ποῦ εἶναι ἡ ντροπὴ σὰν πῶ, δῶσε στὸν Κύριο ποὺ πεινᾷ, ντῦσε τον ποὺ γυρίζει γυμνός, φιλοξένησέ τον ποὺ εἶναι ξένος; Ὁ Δεσπότης σου δὲν ντρέπεται μπροστὰ σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη νὰ λέγῃ «ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» (Ματθ. 25, 42), ὁ ἀνενδεής, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε· καὶ ἐγὼ θὰ ντραπῶ καὶ θὰ διστάσω; Σὲ παρακαλῶ, μακριὰ τέτοια πράγματα! Τοῦ διαβόλου εἶναι αὐτὴ ἡ ντροπή!
Δὲν θὰ ντραπῶ, λοιπόν. Ἀντίθετα μάλιστα καὶ μὲ παρρησία θὰ πῶ· δῶστε σ᾿ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, καὶ θὰ φωνάζω πιὸ δυνατὰ ἀπ᾿ αὐτούς. Γιατί ἐὰν κάποιος ἔχῃ στοιχεῖα καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς κατηγορήσῃ, ὅτι αὐτὰ τὰ λέμε γιὰ νὰ σᾶς παρασύρουμε πρὸς ὄφελός μας, καὶ μὲ τὸ πρόσχημα τῶν φτωχῶν κερδίζουμε ἐμεῖς, τότε πράγματι αὐτὰ δὲν εἶναι μονάχα ἄξια ντροπῆς, ἀλλὰ καὶ μυρίων κεραυνῶν, καὶ οὔτε ἀξίζει νὰ ζοῦν ὅσοι κάνουν παρόμοια.
Ἀλλὰ ἐάν, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθόλου δὲν σᾶς ἐνοχλοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ κηρύττουμε ἀδάπανο τὸ εὐαγγέλιο, χωρὶς βέβαια νὰ κοπιάζουμε ὅπως ὁ Παῦλος, ἀρκούμενοι πάντως στὰ δικά μας, μὲ ὅλο τὸ θάρρος θὰ σᾶς λέγω, δῶστε στοὺς φτωχούς· καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὸ λέγω, καὶ ὅταν δὲν δίνετε θὰ σᾶς εἶμαι σκληρὸς κατήγορος!
Γιατί αν ήμουν στρατηγός και είχα στρατιώτες, δεν θα ντρεπόμουν να ζητώ τροφές για τους στρατιώτες. Γιατί αγαπώ πολύ τη δική σας σωτηρία.
Αλλά για να γίνει πιο ενεργητικός και αποτελεσματικός ο λόγος, αφού πάρω ως συμπαραστάτη τον Παύλο, μαζί μ’ εκείνον θα μιλήσω και θα πω: «Ο καθένας από εσάς ας βάζει κάτι κατά μέρος, αναλόγως με όσα του δίνει ο Θεός».
Πρόσεχε λοιπόν και εδώ πόσο ελαφρώνει το βάρος. Δεν είπε τόσο και τόσο, αλλά «ό,τι μπορεί», είτε πολύ, είτε λίγο· και δεν είπε, «ό,τι περισσεύει στον καθένα», αλλά «ό,τι μπορεί από αυτά που τού δίνει ο Θεός», και δείχνει ότι η δαπάνη αυτή είναι του Θεού.
Και όχι μόνο με αυτό, αλλά και με το να προτρέψει να καταβάλλουν την προσφορά αφού πρώτα συγκεντρώσουν σε ανάλογο καιρό ό,τι μπορούν, κάνει ευκολοπραγματοποίητη τη συμβουλή· επειδή σ’ αυτόν που συγκεντρώνει λίγα, γίνεται ανεπαίσθητο το έργο και η δαπάνη.
Γι’ αυτό ακριβώς δεν παραγγέλλει να τα παραδώσουν αμέσως, αλλά δίνει πολλή προθεσμία και αφού πει την αιτία, λέει: «για να μη γίνονται έρανοι όταν έλθω»· δηλαδή, για να μην αναγκάζεστε να συγκεντρώνετε κατά τον καιρό που πρέπει να προσφέρετε.
Και σ’ αυτό δεν προέτρεψε πάλι τυχαία· γιατί η αναμονή ότι θα δουν τον Παύλο τους έκανε προθυμότερους.
Από την ΜΓ´ ομιλία του στην Α´ προς Κορινθίους, Ε.Π.Ε. 18Α, 721-725.
Χρησιμοποιήθηκε και απόδοση στη νεοελληνική Αρχιμ. Χρυσόστομος Π. Αβαγιάνος,
έκδ. Αποστολική Διακονία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, Αθήναι 1998.
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
Πηγή : http://inpantanassis.blogspot.com/2019/08/blog-post_13.html