ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑΝ αυστηρά οι συνασκηταί του κάποιον αδελφό, που εργαζόταν την ημέρα που γιόρταζαν τη μνήμη κάποιου Μάρτυρος.
— Σαν σήμερα, αποκρίθηκε ταπεινά εκείνος, ο δούλος του Θεού βασανιζόταν σκληρά κι έχυνε το αίμα του για την αγάπη του Χριστού κι εγώ να μη χύσω λίγο ίδρωτα στην εργασία;
ΑΝΕΒΗΚΕ κάποτε στο Σινά ένας μοναχός από μακρινή σκήτη και φιλοξενήθηκε στο ησυχαστήριο του Αββά Σιλουανού. Βλέποντας τους υποτακτικούς του να εργάζωνται εντατικά, είπε στον Γέροντα κάπως υπεροπτικά:
— Μη εργάζεσθε την απολλυμένην βρώσιν. «Μαρία γάρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο»[1].
— Ο Αββάς Σιλουανός δεν του έδωσε απόκρισι. Πρόσταξε τον μαθητή του Ζαχαρία να οδηγήση τον ξένο σ’ ένα αδειανό κελλί και να του δώση ένα βιβλίο να διαβάση.
Διάβασε αρκετά, κλεισμένος στο κελλί ο μοναχός, ώσπου κουράστηκε. Άρχισε να βαριέται και να πεινά. Όταν έφτασε η ενάτη, έβλεπε με λαχτάρα την πόρτα, μήπως φανή κανένας να τον προσκαλέση για φαγητό.
Μα, σαν είδε πως δεν ερχόταν, αποφάσισε να πάη μόνος να εξετάση. Βρήκε τον Γέροντα στον κήπο να ποτίζη.
— Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, Αββά; τον ρώτησε, αφήνοντας κατά μέρος την ντροπή, αφού τον βασάνιζε η πείνα.
— Βεβαίως έφαγαν, αποκρίθηκε ο Γέροντας.
— Και πως έγινε να λησμονήσετε να φωνάξετε κι’ εμένα;
— Μα εσύ, τέκνον μου, είπε με απλότητα ο Αββάς Σιλουανός, είσαι άνθρωπος πνευματικός και δεν έχεις ανάγκη από υλική τροφή.
Εμείς πού έχομε σάρκα, χρειαζόμαστε τροφή και γι’ αυτό το λόγο αναγκαζόμαστε ν’ ασχολούμεθα και με υλική εργασία. Εσύ που έχεις διαλέξει την «αγαθή μερίδα», διάβαζες όλη μέρα και, χωρίς άλλο, είσαι τώρα χορτασμένος.
Ο μοναχός κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρησι από το Γέροντα.
— Μάθε, τέκνον μου, του είπε ο σοφός Αββάς, πως κι η Μαρία είχε ανάγκη από τη Μάρθα και δια μέσου εκείνης εγκωμιάστηκε αυτή.
[1] Λουκ ι’, 42.)
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)