– Είδες το σαλονάκι σάς πόσο ομόρφυνε με τις γκρί κουβέρτες; ήρθε λίγο σε λογαριασμό.

– Γέροντα, πώς θα καταλάβη ένας μοναχός αν κάτι ταιριάζη ή δεν ταιριάζη στο Μοναστήρι;

– Να ξεκινάη από ‘κει, να σκέφτεται: «Τί είμαι και τί υποχρεώσεις έχω στην ζωή που ζώ;». Τον στρατό τον τιμάει το χακί. Το Μοναστήρι το τιμάει το μαύρο. Αν βάλουν στον στρατό μαύρα και στο Μοναστήρι χακί, δεν ταιριάζει.

Αντε τώρα εσείς να βάλετε άσπρο νοσοκομειακό σαν τις αδελφές νοσοκόμες – αδελφές δεν λέγεσθε και εσείς; – και εκείνες μαύρα, για να φέρουν σε απελπισία τους αρρώστους και να πούν οι άρρωστοι: «Θα πεθάνουμε, φαίνεται, και δεν μας το λένε καθαρά»!… Δεν ταιριάζει, πώς να το κάνουμε!

Κάτι μπορεί να είναι όμορφο, αλλά στον Μοναχισμό δεν ταιριάζει. Και το βελούδο είναι όμορφο, αλλά, αν φορέσω ένα ράσο βελούδινο, αυτό δεν με τιμά, αλλά με βρίζει. Μη χρησιμοποιήτε κόκκινα, χρωματιστά! Δεν κάνει!

– Δηλαδή, Γέροντα, να είναι άχρωμα, άγευστα…

– Τότε θα έρθη η γεύση. Πρέπει όμως να το καταλάβη κανείς αυτό. Αυτήν την χαρά της απλότητος οι άνθρωποι δεν την έχουν καταλάβει ακόμη.

Νά, εγώ στο Καλύβι βρέχω την σκούπα και παίρνω τις αράχνες από τις κάπνες -καί αυτό μία φορά τον χρόνο το κάνω – και έτσι όπως είναι βρεγμένη η σκούπα, κάνει κάτι όμορφα σχέδια, νερά μαύρα-άσπρα πάνω στο ταβάνι! Αν τα δη κανείς, θα νομίζη ότι το έχω βάψει!

Ξέρετε πόσο το χαίρομαι;

Γνωρίζω μοναχούς που δεν χαρήκανε από το πνευματικό πνεύμα αλλά από το κοσμικό. Δεν νιώσανε αυτό το σκίρτημα, την χαρά της απλότητος. Στην πνευματική ζωή βοηθάει πάρα πολύ η λιτότητα.

Ο μοναχός πρέπει να έχη αυτά που του χρειά-ζονται και αυτά που του ταιριάζουν. Ας περιορισθή μέχρι αυτό που τον διευκολύνει λίγο, να μην πάη στο κοσμικό. Μία στρατιωτική λ.χ. κουβέρτα εξυπηρετεί την ανάγκη, δεν χρειάζεται να είναι μία κουβέρτα δαντελωτή ή χρωματιστή.

Έτσι έρχεται η απλότητα, η πνευματική λεβεντιά.

Δώσε πράγματα στον μοναχό, τον κατέστρεψες. Ενώ, όταν αδειάζη από τα πρά¬γματα κανείς, αυτό ξεκουράζει. Και αν ο μοναχός μαζεύη πράγματα, καταστρέφει μό¬νος του τον εαυτό του.

Εγώ, όταν μου στέλνουν πράγματα, νιώθω βάρος και θέλω να ξελαφρώσω, Ή, όταν έχω κάτι περίσσιο στο Κελλί μου, αισθάνομαι σαν να φορώ μία σφιχτή φανέλλα. Αν δεν βρώ που να τα δώσω, καλύτερα να τα πετάξω.

Ενώ, μόλις τα δώσω, νιώθω μία ανακούφιση, μία ελευθερία. Ήρθε μία φορά κάποιος γνωστός και μου λέει: «Γέροντα, ο τάδέ μου έδωσε αυτά τα πράγματα να σάς τα φέρω και ζήτησε να ευχηθήτε να του φύγη το άγχος». «Να φύγη από εκείνον και να έρθη σ’ εμένα;

Παρ’ τα και φύγε, του λέω. Εγώ τώρα γέρασα, δεν μπορώ να πηγαίνω να μοιράζω πράγματα».

Όλες οι ευκολίες που έχουν οι άνθρωποι σκλαβώνουν τον μοναχό αντί να τον βοηθήσουν. Ο μοναχός πρέπει να προσπαθή να ελαττώνη τις ανάγκες του και να απλοποιή την ζωή του, αλλιώς δεν ελευθερώνεται.

Αλλο καθαριότητα, άλλο λούσο. Πολύ βοηθάει, για να μπορέση να ελαττώση τις απαιτήσεις του, να κάνη πολλές δουλειές με ένα πράγμα. Στο Σινά είχα ένα κονσερβοκούτι και εκεί εφτίαχνα και το τσάι, εκεί και τον χυλό.

Τί νομίζετε πώς χρειάζεται ο άνθρωπος για να ζήση; Παλιά στην έρημο έτρωγαν μόνο χουρμάδες. Ούτε φωτιά αναβαν ούτε ξύλα χρειάζονταν. Εγώ τώρα πήρα ένα κονσερβοκούτι από γάλα, το έκοψα λίγο και έκανα κάτι σαν χερούλι.

Πιό εύκολο είναι να κάνης μ’ αυτό καφέ ή τσάι. Ένα και ένα στο καμινέτο ζεσταίνεται! Που εκείνα τα μπρίκια! Θέλουν ένα σωρό οινόπνευμα, για να ζεσταθούν! Με αυτό, λίγο βαμβάκι με οινόπνευμα βάζεις, και τάκ, γίνεται ο καφές. Και για φως ούτε λάμπα έχω. Μόνο με το κερί περνώ το βράδυ.

Γενικά τα απλά πολύ βοηθούν. Να έχετε απλά και στέρεα πράγματα. Το ταπεινό και απλό και οι κοσμικοί το εκτιμούν και τους μοναχούς βοηθάει. Θυμάται κανείς την φτώχεια, τον πόνο, την καλογερική.

Όταν είχε πάει στην Μεγίστη Λαύρα ο βασιλιάς Γεώργιος, οι Πατέρες βρήκαν έναν ασημένιο δίσκο και του πήγαν το κέρασμα. Μόλις τον είδε εκείνος, τους είπε: «Εγώ περίμενα κάτι άλλο από σας, περίμενα ξύλινο δίσκο. Τέτοιους δίσκους τους έχω βαρεθή».

Αυτήν την γλύκα της απλότητος δεν την έχετε καταλάβει. Η απλότητα ξεκου-ράζει. Κοίταξε τί ωραίο κρεμαστάρι γίνετε με ένα καρούλι! Πολύ πρακτικό! Εσείς βασανίζεσθε! Έχετε εδώ ένα καρφάκι ψιλό, για να κρεμάση καείς το ράσο του.

Αν βγή ο ασβέστης, θα πρέπη κάθε φορά που ξεκρεμάς το ράσο να το τρίβης, για να καθαρίση! Δεν βάζετε μερικά μεγάλα καρφιά στον τοίχο, για να εξυπηρετηθήτε. Τόσος τοίχος ούτε ένα καρφί! Ή βάζετε μία ξύλινη κρεμάστρα. Αυτή θέλει λούστρο, ξεσκόνισμα κ.λπ.

Αντί να απλοποιήτε τα πράγματα, για να μη χάνετε χρόνο, μπαίνετε στό… «πολυχρόνιο». Θέλετε το τέλειο και ταλαιπωρείσθε. Το τέλειο στα πνευματικά να το θέλετε. Να μη δίνετε όλον τον δυναμισμό σας σε εξωτερικά καλλιτεχνικά, αλλά στην καλλιτεχνία της ψυχής.

Μέρα-νύχτα να κοιτάζετε για την τελειοποίηση της ψυχής. Αν το καλλιτεχνικό το αξιοποιήσετε στην καλλιέργεια της ψυχής, θα χαίρεστε για το πνευματικό παλατάκι σας.

– Γέροντα, λένε μερικοί ότι τα Μοναστήρια είχαν τα πιο πολυτελή πράγματα και κράτησαν τον πολιτισμό στον κόσμο!…

– Μπορεί να εννοούν τα κειμήλια. Τα περισσότερα κειμήλια ξέρετε πότε μαζεύτηκαν; Μετά την Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως μαζεύτηκαν. Όλα αυτά ήταν πρώτα στα παλάτια. Αλλά μετά, για να τα φυλάξουν, τα πήγαιναν στα Μοναστήρια.

Η βασίλισσα Μάρω λ.χ. τα κουβαλούσε λίγα-λίγα από τον Σουλτάνο. Ή τα άφηνε κανείς στο Μοναστήρι, όταν πέθαινε, για να μη χαθούν. Όχι ότι τα Μοναστήρια επεδίωκαν να τα παίρνουν, αλλά εκείνοι που τα είχαν, ενίωθαν μία ασφάλεια και τα πήγαιναν εκεί.

Στα Μοναστήρια πάλι του Αγίου Όρους άφηναν περιουσίες, για να τρώη ψωμί ο κόσμος, επειδή δεν υπήρχαν ούτε Γηροκομεία ούτε Ορφανοτροφεία ούτε Ψυχιατρεία ούτε Φιλανθρωπικά Ιδρύματα.

Έδιναν και μεγάλες εκτάσεις, για να έχουν τα Μοναστήρια να δίνουν στους λαϊκούς που είχαν ανάγκη. Τότε δηλαδή έβλεπαν πιο πέρα, βοηθούσαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια τον καημένο τον κόσμο υλικά, για να τον βοηθήσουν μετά και πνευματικά.

Στα Μοναστήρια, όταν πήγαιναν οι φτωχοί, τους έδιναν καμμιά ευλογία, και έτσι πάντρευαν το παλληκάρι τους ή την κοπέλα τους.

Δηλαδή σκοπός τους ήταν να βοηθήσουν τον καημένο τον κόσμο, γι’ αυτό εφτίαχναν και μεγάλα κτίρια. Στην Κατοχή ξέρεις πόσο κόσμο βοήθησαν τα Μοναστήρια; πάρα πολύ!

Πολλοί κοσμικοί τότε είχαν επίθετο «Καράκαλλος», γιατί, όταν ένα σπίτι ήταν φιλόξενο, έλεγαν ότι είναι σαν την Μονή Καρακάλλου .

Γι’ αυτό γίνονταν και τα πανηγύρια στις Μονές, όταν γιόρταζε ο Αγιος, για να βρη λίγο ψάρι ο φτωχός κόσμος να φάη. Να χαρή λίγο και παράλληλα να βοηθηθή πνευματικά. Τώρα για ποιό λόγο να γίνωνται τα πανηγύρια; Ποιός ο σκοπός να φάη ο κόσμος ψάρι, αφού σήμερα δεν στερείται;

(Λόγοι τόμος Α σελ.164-168)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ