Εκτός από αυτούς που πήγαν στην άλλη ζωή, και γύρισαν πίσω για να ζήσουν πλέον συµµορφωµένοι µετά από όσα είδαν εκεί, υπάρχουν και αυτοί που ήλθαν απροσδόκητα από εκεί όχι όµως για να µείνουν εδώ.

Οι εµφανίσεις Αγίων είναι συχνές. Σπανιότατο όµως κάτι τέτοιο, αν πρόκειται για κάποιον που βρίσκεται στην Κόλαση, και απαιτεί ειδική εντολή του Θεού. Τότε βέβαια οι δαίµονες δεν µπορούν να το εµποδίσουν…

Από το Φώτη Κόντογλου:

Τη Λαµπροδευτέρα το βράδυ, περασµένα µεσάνυχτα, πριν νά πλαγιάσω για νά κοιµηθώ, βγήκα στο µικρό περιβολάκι πού έχουµε πίσω από το σπίτι µας, και στάθηκα για λίγο, κοιτάζοντας το σκοτεινό ουρανό µε τ’ άστρα.

Σαν νά τον έβλεπα πρώτη φορά. Μου φάνηκε πολύ βαθύς, και Σαν νά ερχότανε από πάνω µία µακρινή ψαλµωδία. το στόµα µου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ηµών, και προσκυνείτε τώ υποποδίω των ποδών Αυτού».

Ένας αγιασµένος γέροντας µου είχε πει µία φορά πως κατά τις ώρες τούτες ανοίγουνε τά Ουράνια. Ο αγέρας µοσκοβολούσε από τά λουλούδια κι από τά αγιοχόρταρα, πού έχουµε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός και η Γη της δόξης του Κυρίου».

Θα στεκόµουνα εκεί πέρα µοναχός ως το ξηµέρωµα. Σαν να µην είχα σώµα,
µήτε κανένα δεσµό µε τη γη. Αλλά συλλογίστηκα µήπως ξυπνήσει κανένας µέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε πού έλειπα, και γι’ αυτό µπήκα µέσα και ξάπλωσα.

∆έ µε είχε θολώσει καλά – καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήµουνα ξυπνητός ή κοιµισµένος, και βλέπω µπροστά µου έναν άνθρωπο µε αλλόκοτη όψη.

Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαµένος, µα τά µάτια του ήτανε σαν ανοιχτά και µ’ έβλεπε τροµαγµένος. το πρόσωπό του ήτανε σαν µάσκα, σαν µούµια, µε το πετσί του γυαλιστερό, µαυροκίτρινο, και κολληµένο στο νεκροκέφαλο µε όλα τά βαθουλώµατα.

Κοντανάσαινε σαν λαχανιασµένος. στο ‘να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγµα, πού δεν κατάλαβα τι ήτανε, και µε τ’ άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε.

Εκείνο το πλάσµα µ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω. το κοίταζα, και µε κοίταζε, δίχως νά µιλήσει, Σαν νά περίµενε νά το γνωρίσω. και στ’ αλήθεια, µ’ όλο πού ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν νά µου είπε µία φωνή: «Είναι ο τάδε!».

Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιος ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόµα του κι αναστέναξε. µα ή φωνή του Σαν νά ερχότανε από πολύ µακριά, σα να’ βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.

Έβλεπα πώς βρισκότανε σε µία µεγάλη αγωνία, κι υπόφερα κι εγώ µαζί του. Τά χέρια του, τά πόδια του, τά µάτια του, όλα φανερώνανε πώς βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία µου, πήγα κοντά του νά τον βοηθήσω, µα εκείνος µού’ κάνε νόηµα µε το χέρι του νά σταµατήσω.

Άρχισε νά βογκά, µε τέτοιον τρόπο, πού πάγωσα. Έπειτα µου λέγει:
∆εν ήρθα, µε στείλανε. Εγώ ολοένα τρέµω! Βρίσκοµαι σε ζάλη µεγάλη.

Παρακάλεσε τον Θεό νά µε λυπηθεί. Θέλω νά πεθάνω, µα δέ µπορώ. Αχ! Όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Θυµάσαι, λίγες µέρες πριν πεθάνω, πού ήρθες στο
σπίτι µου και µιλούσες για θρησκευτικά;

Ήτανε και δύο άλλοι φίλοι µου, άπιστοι κι αυτοί Σαν κι εµένα. Εκεί πού µιλούσες, εκείνοι χαµογελούσανε.

Σαν έφυγες, µου είπανε: Κρίµα, νά’ χει τέτοιο µυαλό, και να πιστεύει στις ανοησίες πού πιστεύουνε οι γριές! Μία άλλη µέρα, σου είχα πει όπως και πολλές άλλες φορές: «Βρε Φώτη, µάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, και πάλι θέλω κι άλλα».

Τότε µου είπες: « Έχεις κάνει συµβόλαιο µε το Χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γηρατειά σου;».

Σου λέγω εγώ: «Θα δεις πόσα χρόνια θα πάω! Τώρα είµαι εβδοµηνταπέντε. Θα περάσω τά εκατό. Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά µου, ο γιός µου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη µου την πάντρεψα µ’ έναν πλούσιο από την Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα µου έχουµε και παραέχουµε.

Όχι σαν κι εσένα, που ακούς αυτά πού λεν οί παπάδες, Χριστιανικά τά τέλη της ζωής ηµών. Τι Θα βγάλεις από τα Χριστιανικά τα τέλη, παρά νά’ χεις στην τσέπη σου, και να µη σε µέλει.

Εγώ να δώσω ελεηµοσύνη; Και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; για νά τούς θρέφω εγώ; Εµ… βάζουνε εσάς και ταΐζεται τούς τεµπέληδες, για να πάτε στο Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισο;

Εγώ ξέρεις πώς είµαι γιος παπά, και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουνε αυτά οι µικρόµυαλοι. Όχι όµως κι εσύ, πού έχεις τέτοια σπουδή, και να πας χαµένος.

Εσύ, όπως πας, θα πεθάνεις πριν από µένα, Θα πάρεις και στο λαιµό σου την οικογένειά
σου, Μα εγώ, σου λέγω στοιχηµατίζω και σου υπογράφω: Σαν γιατρός, που είµαι, θα ζήσω εκατό δέκα χρόνια ».

Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δω κι από κει, σαν νά ψηνότανε απάνω σε
καµιά σκάρα, βγάζοντας κάτι µουγκρίσµατα από το στόµα του: «Αχ! Ούχ! Ού! Ού! Ού! Χού!»

Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε:
«Αυτά έλεγα, µα σε λίγες µέρες πέθανα! Πέθανα κι έχασα το στοίχηµα! Τι ταραχή!

Τι τροµάρα τράβηξα! Σαστισµένος, µία βούλιαζα και µία ανέβαινα απάνω, και φώναζα έλεος! µα κανένας δεν µ’ άκουγε. Ένα ρεύµα µε κλωθογύριζε σαν νά ‘µουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τά τώρα, και τι τραβώ.

Τι αγωνία είναι αυτή! Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά.

Το κέρδισες το στοίχηµα!

Εγώ, τότε πού βρισκόµουνα στο κόσµο που ζεις, ήµουνα ο έξυπνος.

Ήµουνα γιατρός, κι είχα µάθει να µιλώ και να µ’ ακούνε, νά κοροϊδεύω τη θρησκεία, νά συζητώ για χειροπιαστά πράγµατα. Τώρα όµως βλέπω πώς χειροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα παραµύθια και χαρτοφάναρα.

Χειροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκοµαι. Αχ! Τούτος θα εΙναι ο σκώληξ ο ακοίµητος, τούτος θα εΙναι ο βρυγµός των οδόντων!».

Απάνω σ’ αυτά, χάθηκε από τά µάτια µου, κι άκουγα µονάχα τά βογκητά του, που και κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, µα σε µία στιγµή, κατάλαβα νά µε σπρώχνει ένα παγωµένο χέρι. Άνοιξα τά µάτια µου, και τον βλέπω πάλι µπροστά µου.

Τούτη Τη φορά ήτανε ακόµα πιο φριχτός και πιο µικρόσωµος. Είχε γίνει ίσαµε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, µ’ ένα µεγάλο γέρικο κεφάλι, που το κουνούσε από δω κι από κει. Άνοιξε το στόµα του και µου είπε:

«Σε λίγη ώρα θα ξηµερώσει και θά’ ρθουνε να µε πάρουνε εκείνοι που µε
στείλανε!» του λέω:

«Ποιοι σε στείλανε;». Είπε κάτι µπερδεµένα λόγια, δίχως νά καταλάβω τίποτα. Ύστερα µου λέγει: «Εκεί που βρίσκοµαι είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους πού σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πώς οι εξυπνάδες δεν περνάνε παραπέρα από το νεκροταφείο.

Είναι και κάποιοι άλλοι πού τούς έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τούς συχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί τον πονηρό άνθρωπο αντί να τον κάνει η καλοσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει νά νοιώθει τον εαυτό του νικηµένο.

Τούτοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από µένα, και δέ µπορούνε νά
βγούνε από τη σκοτεινή φυλακή τους για νά ‘ρθουνε νά σε βρούνε, όπως έκανα εγώ.

Πόσο πιο αλλιώτικος είναι ο κόσµος απ’ ό,τι τον βλέπαµε τότε!

Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψή µας. Τώρα καταλάβαµε πώς η εξυπνάδα
µας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες µας πονηρές µικρολογίες, κι οι χαρές µας ψευτιά και απάτη.

Εσείς πού έχετε στην καρδιά σας το Χριστό, και πού για σας ο λόγος του ειναι αλήθεια, η µονάχη αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχηµα, πού µπαίνει ανάµεσα στους πιστούς και στους απίστους, αυτό το στοίχηµα πού το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέµω κι αναστενάζω, και δε βρίσκω ησυχία.

Αληθινά, στον Άδη δεν υπάρχει πια µετάνοια. Αλοίµονο σ’ όσους πορεύονται όπως πορευθήκαµε εµείς, τον καιρό πού είµαστε απάνω στη γη. Η σάρκα µας είχε µεθύσει, και εµπαίξαµε εκείνους πού πιστεύανε στο Θεό και στη µέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσµος µας χειροκροτούσε.

Σας λέγαµε ανόητους, σας κάναµε περίπαιγµα, κι όσο εσείς δεχόσαστε µε καλοσύνη τα πειράγµατά µας, τόσο µεγάλωνε η δική µας η κακία.

Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόσαστε από το φέρσιµο των κακών ανθρώπων,
αλλά πως δεχόσαστε µε υποµονή τις φαρµακερές σαΐτες πού βγάζουνε από το στόµα τους, λέγοντάς σας υποκριτές, θεοµπαίχτες και λαοπλάνους.

Αν βρισκότανε, οι δυστυχείς στη θέση που βρίσκοµαι τώρα, και βλέπανε από δω πού βλέπω, θα τροµάζανε για ο,τι κάνουνε.

Θέλω νά φανερωθώ σ’ αυτούς και να τους πω ν’ αλλάξουνε δρόµο, µα δεν έχω την άδεια, όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιος και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάµ νά στείλει το φτωχό το Λάζαρο.

Μα και εκείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αµαρτάνουνε, κι άξιοι της σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα του Θεού.

«Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθέτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος άγιασθήτω έτι».
(Αποκάλυψη)

Μ` αυτά τά λόγια, τον έχασα από µπροστά µου.

Πηγή: Βιβλιογραφία. Τα Μυστικά Άνθη , εκδ. Παπαδηµητρίου, Αθήνα 1973. «Απίστευτα και όµως αληθινά»
https://agioskonstantinoschalkida.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ