Μας έλεγε ο θείος αυτός Μακάριος, ότι καθώς πλησίασε σε εκείνο το κηποταφείον, βγήκαν και τον συναπάντησαν εβδομήντα περίπου δαίμονες, οι οποίοι έκαναν διάφορα σχήματα.
Άλλοι φώναζαν, άλλοι πηδούσαν και άλλοι έτριζαν τα δόντια με πολύ θυμό εναντίον του.
Άλλοι σαν κόρακες φτερωτοί τον χτυπούσαν στο πρόσωπο και του έλεγαν:
-Τι θέλεις εδώ Μακάριε, πειρασμέ των καλογέρων ;
-Τι εγύρευες εδώ σ’εμάς;
-Μήπως εμείς επήγαμε και ενοχλήσαμε κανέναν από τους μοναχούς;
-Φθάνει που μας επήρες εκεί την έρημο, που είναι κατοικία δικιά μας και όλους τους συντρόφους μας τους έδιωξες από εκεί.
-Δεν έχουμε καμιά σχέση με σένα. Τι καταπατείς εδώ τους τόπους μας;
Είσαι αναχωρητής; Κάθισε στην έρημο. Αυτός ο τόπος είναι ορισμένος για μας. Εσύ δεν μπορείς να κατοικήσεις εδώ ποτέ.
-Τι ζητάς να μπεις σ’αυτό το κηποταφείο, εις το οποίο από τότε που έγινε, εώς τώρα ζωντανός άνθρωπος δεν μπήκε;
Αυτά και άλλα περισσότερα φώναζαν οι δαίμονες με μεγάλη φωνή και ταραχή, οπότε τους είπε ο Μέγας Μακάριος :
-Αυτό μονάχα έχω για σκοπό, εδώ να μπω μονάχα, να ιδώ και πάλι φεύγω.
Απάντησαν οι δαίμονες, ότι :
-Αυτό θέλουμε και εμείς να μας το υποσχεθείς μέσα από την συνείδηση σου.
Το υποσχέθηκε ο Μακάριος και έγιναν άφαντοι οι δαίμονες.
Οπότε καθώς έμπαινε ο Άγιος εις εκείνα τα θαυμάσια δέντρα και φυτά, τον συνάντησε ο διάβολος με ξεγυμνωμένο σπαθί και ο Μακάριος του είπε:
-Εσύ, διάβολε, έρχεσαι σ’εμένα με γυμνό σπαθί και εγώ έρχομαι εναντίον σου εν ονόματι Κυρίου Σαβαώθ και με την παράταξη Θεού Ισραήλ.
Τότε (λέγει ο Θείος Μακάριος) εμπήκε σ’εκείνο το κηποταφείο και είδε τα πάντα. Είδε εκεί πηγάδι, εις το οποίο ήταν ένας κάδος από χάλκωμα, κρεμασμένος με σιδερένια αλυσίδα, που από πολυκαιρία ήταν σκουριασμένη.
Οι ροδιές (τα δέντρα), ξεράθηκαν από την θερμότητα του Ηλίου. Είδε εκεί αφιερώματα από καθαρό χρυσάφι.
*Από βιβλίο: «ΛΑΥΣΑΙΚΟΝ» – Εκδόσεις Β. Ρηγόπουλου.
(Περί του Αββά Μακάριου του Αλεξανδρέως)