“…Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι περνούσαμε έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των χιλιαστών. Αισθάνθηκα να με κατακλύζει η θλίψη και η αγανάκτηση για το ψυχοφθόρο έργο των αιρετικών αυτών οι οποίοι αντί να μετανοήσουν για τις αμαρτίες τους αγωνίζονται να κλονίσουν την πίστη στο Χριστό, ψυχών, υπέρ ων Χριστός απέθανε και ανέστη.
Ο γέροντας σιωπούσε. Κάποια στιγμή συλλογίστηκα: Τι να σκέφτεται άραγε ο γέροντας· δεν αγανακτεί βλέποντας σε αυτούς τους ανθρώπους και τα έργα τους; Αλλά αμέσως άκουσα τον Γέροντα να λέει: «Ε, και αυτοί οι ταλαίπωροι ψευδομάρτυρες του Ιεχωβά, ο Θεός να τους ελεήσει.
Μερικοί χριστιανοί αγανακτούν εναντίον τους, άλλοι πάλι τσακώνονται μαζί τους και τους βρίζουν, άλλοι τους καταδιώκουν στα δικαστήρια. Όμως δεν καταπολεμείται έτσι ο χιλιασμός. Ξέρετε πώς καταπολεμείται; όταν εμείς αγιασθούμε»”.
(Ανθολόγιο συμβούλων γέροντος Πορφυρίου,σελ.444)
“… Φεύγοντας από εκεί ο Σεραπίων κατευθύνθηκε στην περιοχή της Λακεδαίμονας όπου άκουσε πως ένας προύχοντας ήταν Μανιχαίος, αυτός και η οικογένειά του, αν και κατά τα άλλα ήταν ενάρετος.
Έκανε και σε αυτή την περίπτωση ότι και με τους ηθοποιούς· πουλήθηκε δούλος και σε 2 χρόνια μέσα γλίτωσε τον κύριό του και τους δικούς του από την καταραμένη αίρεση, ξαναφέρνοντάς τους στην Εκκλησία.
Τότε ο αφέντης του όχι μόνο τον ελευθέρωσε αλλά και τον θεωρούσε πια αδελφό του ή μάλλον πατέρα του, δοξάζοντας τον Θεό που τον έστειλε”
(Νερό από την έρημο, Αποστολική Διακονία,σελ. 62-63)