«Ευλογείτε και μη καταράσθε».
Με ρώτησε κάποιος: «Αυτό που ψάλουμε την Μεγάλη Σαρακοστή, το «Πρόσθες αντοίς κακά, Κύριε, τους ενδοξοις της γης» , γιατί το λέμε, αφού είναι κατάρα;».
«Όταν κάνουν επιδρομή οι βάρβαροι, του είπα, και πάνε να καταστρέψουν στα καλά καθούμενα έναν λαό και ο λαός προσεύχεται να τους βρουν κακά, δηλαδή να σπάσουν τα αμάξια τους, και τα άλογά τους να πάθουν κάτι, για να εμποδισθούν, καλό είναι ή κακό; Αυτό εννοεί, να τους έρθουν εμπόδια. Δεν είναι ότι καταριούνται».
– Γέροντα, πότε πιάνει η κατάρα;
– Η κατάρα πιάνει, όταν υπάρχη στην μέση αδικία. Αν λ.χ. κάποια κοροϊδέψη μία πονεμένη ή της κάνη ένα κακό και η πονεμένη την καταρασθή, πάει, χάνεται το σόι της. Όταν δηλαδή κάνω κακό σε κάποιον και εκείνος με καταριέται, πιάνουν οι κατάρες του.
Επιτρέπει ο Θεός και πιάνουν, όπως επιτρέπει λ.χ. να σκοτώση ένας κάποιον άλλον. Όταν όμως δεν υπάρχη αδικία, τότε η κατάρα γυρνά πίσω σ’ αυτόν που την έδωσε.
– Και πώς απαλλάσσεται κανείς από την κατάρα;
– Με την μετάνοια και την εξομολόγηση. Έχω υπ’ όψιν μου πολλές περιπτώσεις, άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν από κατάρα, όταν το κατάλαβαν ότι τους καταράσθηκαν, γιατί είχαν φταίξει, μετανοιωσαν, εξομολογήθηκαν και τακτοποιήθηκαν.
Αν αυτός που έφταιξε πή: «Θεέ μου, έκανα αυτό και αυτό, συγχώρεσε μέ…» και εξομολογηθή με πόνο και ειλικρίνεια, τότε ο Θεός θα τον συγχωρήση, Θεός είναι.
– Και τιμωρείται μόνον αυτός που δέχεται την κατάρα ή και αυτός που την
δίνει;
– Αυτός που δέχεται την κατάρα, βασανίζεται σ’ αυτήν την ζωή. Αυτός όμως που καταράσθηκε, βασανίζεται και σ’ αυτήν την ζωή, και στην άλλη, γιατί ως εγκληματίας θα τιμωρηθή εκεί από τον Θεό, αν δεν μετανοήση και εξομολογηθή.
Γιατί, εντάξει, μπορεί κάποιος να σε πείραξε, εσύ όμως με την κατάρα που δίνεις, είναι σαν να παίρνης το πιστόλι και να τον σκοτώνης. Με ποιό δικαίωμα το κάνεις αυτό; Ό,τι και αν σου έκανε ο άλλος, δεν έχεις δικαίωμα να τον σκοτώσης.
Για να καταρασθή κανείς, σημαίνει ότι έχει κακία. Κατάρα δίνει κανείς, όταν το λέη με πάθος, με αγανάκτηση.
Η κατάρα, όταν προέρχεται από άνθρωπο που έχει δίκαιο, έχει μεγάλη ισχύ, ιδίως η κατάρα της χήρας. Θυμάμαι, μία γριά είχε ένα αλογάκι και το έβαζε στην άκρη του δάσους να βοσκήση.
Επειδή ήταν λίγο ζόρικο, είχε βρει ένα γερό σχοινί και το έδενε. Μία φορά πήγαν στο δάσος τρεις γυναίκες να κόψουν ξύλα. Η μία ήταν πλούσια, η άλλη χήρα και η άλλη ήταν ορφανή και πολύ φτωχιά.
Είδαν το άλογο που ήταν δεμένο με το σχοινί και βοσκούσε και είπαν: «Δεν παίρνουμε το σχοινί να δέσουμε τα ξύλα;». Το έκοψαν στα τρία και πήρε η καθεμιά από ένα κομμάτι να δέσουν τα δεμάτια τους.
Επόμενο ήταν να φύγη το άλογο. Όταν ήρθε η γριά και δεν βρήκε το ζώο, αγανάκτησε. Αρχισε να το ψάχνη παντού, παιδεύτηκε πολύ να το βρή.
Τελικά, όταν το βρήκε, είπε αγανακτισμένη: «Με το ίδιο το σχοινί να την κουβαλήσουν αυτήν που το πήρε». Μία μέρα, ο αδελφός της πλούσιας έκανε αστεία με ένα όπλο νομίζοντας πώς είναι άδειο -ήταν από αυτά που είχαν αφήσει οι Ιταλοί – και χτύπησε την αδελφή του στον λαιμό.
Έπρεπε να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο και χρειάσθηκε σχοινί, για να την δέσουν επάνω σε μία ξύλινη σκάλα. Εκείνη την ώρα βρέθηκε το ένα κομμάτι σχοινί, το κλεμμένο, αλλά δεν έφθανε.
Έφεραν και οι δύο άλλες γειτόνισσες τα δικά τους κλεμμένα κομμάτια και την έδεσαν στην σκάλα και την μετέφεραν στο νοσοκομείο.
Έτσι πραγματοποιήθηκε η κατάρα της γριάς, «Με το ίδιο σχοινί να την κουβαλήσουν». Και τελικά πέθανε η καημένη, ο Θεός να την αναπαύση. Βλέπετε, επίασε η κατάρα στην πλούσια, που δεν είχε οικονομική ανάγκη. Οι άλλες είχαν την φτώχειά τους, είχαν κάποια ελαφρυντικά.
Αρρώστιες και ατυχήματα από κατάρα
Πολλές αρρώστιες που δεν βρίσκουν οι γιατροί από τί είναι, μπορεί να είναι από κατάρα. Τί να βρουν οι γιατροί, την κατάρα; Μία φορά μου έφεραν στο Καλύβι έναν παράλυτο. Ολόκληρος άνδρας δεν μπορούσε να καθήση. Το κορμί του ήταν τεντωμένο σαν ξύλο.
Τον κουβαλούσε ένας στην πλάτη και ένας άλλος τον κρατούσε από πίσω. Του έβαλα δυο κούτσουρα και ακουμπούσε λίγο ο καημένος. Μου λένε αυτοί που τον συνόδευαν: «Από δεκαπέντε χρονών παιδί είναι σ’ αυτήν την κατάσταση και έχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια από τότε».
«Μα πώς στα καλά καθούμενα να το πάθη αυτό; είπα. Δεν μπορεί, κάτι συμβαίνει». Έψαξα από δώ-από ‘κει και βρήκα ότι κάποιος τον είχε καταρασθή. Τί είχε συμβή; Κάποτε πήγαινε με το αστικό στην σχολή του και καθόταν σε μία θέση τεντωμένος.
Σε κάποια στάση μπήκε ένας ηλικιωμένος παπάς και ένα γεροντάκι και στάθηκαν όρθιοι δίπλα του. Τότε του είπε ένας: «Σήκω, να καθήσουν οι μεγάλοι». Αυτός τεντώθηκε ακόμη περισσότερο στο κάθισμα, χωρίς να δώση σημασία.
Όποτε το γεροντάκι που στεκόταν όρθιό του λέει: «Τεντωμένος να μείνης και ποτέ να μην μπορής να καθήσης». Και η κατάρα επίασε. Βλέπεις, είχε αναίδεια ο νέος. Σού λέει: «Γιατί να σηκωθώ, αφού την πλήρωσα την θέση;».
Ναί, αλλά και ο άλλος πλήρωσε και είναι ηλικιωμένος, σεβάσμιος, και στέκεται όρθιος και εσύ είσαι μικρό παιδί, δεκαπέντε χρονών, και κάθεσαι. «Από αυτό είναι, του λέω. Κοίταξε να μετανοήσης, για να γίνης καλά, χρειάζεται μετανοια». Ο καημένος, μόλις το κατάλαβε λίγο και το αναγνώρισε, αμέσως τακτοποιήθηκε.
Πόσα από αυτά που συμβαίνουν σήμερα είναι από κατάρα, από αγανάκτηση. Και όταν εξοντώνωνται ολόκληρες οικογένειες ή πεθαίνουν πολλά άτομα από μία οικογένεια, να ξέρετε, είναι ή από αδικία ή από μάγια ή από κατάρα.
Ένας πατέρας είχε ένα παιδί που όλο γύριζε. Μία φορά του λέει αγανακτισμένος: «Να έλθης μία και καλή». Το παιδί εκείνο το βράδυ, καθώς ερχόταν στο σπίτι, ακριβώς έξω από την πόρτα, το χτύπησε ένα αυτοκίνητο και έμεινε στον τόπο.
Τον πήραν οι φίλοι του σκοτωμένο και τον πήγαν μέσα στο σπίτι του. Ήρθε μετά ο πατέρας στο Καλύβι και έκλαιγε. «Το παιδί μου σκοτώθηκε έξω από την πόρτα του σπιτιού μού», έλεγε.
Από ‘δω-από ‘κει, μετά μου λέει: «Του είχα πει μία κουβέντα». «Τι του είπες;», του λέω. «Αγανάκτησα που ξενυχτούσε και του είπα: «Να έρθης μία και καλή!». Μήπως ήταν απ’ αυτό»; «Εμ, από τί ήταν; του λέω. Κοίταξε να μετανοήσης, να εξομολογηθής».
«Αυτήν την φορά να έρθης μία και καλή», του είπε, και το παιδί το έφεραν νεκρό. Αντε μετά να χτυπιέται ο πατέρας, να κλαίη…
(Λόγοι τόμος Α, σελ.101-105)