Στον οδικό άξονα Καλαβρύτων – Αιγίου μέσω Πτέρης, σε απόσταση 30 χιλιόμετρα από την πόλη των Καλαβρύτων, η Αχαϊα, δένει τη φύση με τη λατρεία του Θείου σε ένα μοναδικό σύμπλεγμα και σε μια καταπράσινη τοποθεσία με κρύα νερά που προκαλεί δέος.
Το εκκλησάκι της Παναγίας της Πλατανιώτισσας, μοναδικό στο είδος του στην Ελλάδα, βρίσκεται μέσα στην κουφάλα ενός τεράστιου πλατάνου, ο οποίος προήλθε από τρία πλατάνια που φύτρωσαν μαζί, και με την πάροδο του χρόνου ενώθηκαν.
Το ιστορικό αυτό πλατάνι έχει ύψος 25 μ. περίπου, περίμετρο στη βάση του 16 μ. και στο μέσο του 12,65 μ. και έχει χωρητικότητα 20 ατόμων.
Υπάρχει ένα μικρό τέμπλο με δυο κίονες οι οποίοι σχηματίζουν την Ωραία Πύλη.
Η εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας είναι αποτυπωμένη πάνω στο πλατάνι, σε ύψος 3 μέτρων από το έδαφος στο εσωτερικό του κοιλώματος, που κατά την παράδοση η εικόνα αποτυπώθηκε στον πλάτανο στα χρόνια της εικονομαχίας, όταν μοναχοί του Μεγάλου Σπηλαίου για να σώσουν την εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας, τη μετέφεραν από τόπο σε τόπο και έτσι διανυκτέρευσαν ένα βράδυ στο χωριό Κλαπατσούνα μέσα στο φυσικό κοίλωμα του πλατάνου.
Το πρωί όταν πήραν την εικόνα για να συνεχίσουν το δρόμο τους είδαν έκπληκτοι το αποτύπωμά της στον κορμό του δέντρου, στην τοποθεσία που την είχαν ακουμπήσει. Έτσι ονομάστηκε Παναγία η Πλατανιώτισσα και το όνομά της πήρε και ολόκληρο το χωριό.
Ανάμεσά τους φαίνεται ένα ακόμη πλατάνι, που πιεζόμενο από τα άλλα τρία δεν έχει αναπτυχθεί.
Ο πρώτος μεγάλος πλάτανος κλείνει προς τα νοτιοανατολικά, πάνω από τον παλιό αλευρόμυλο της εκκλησίας και το επίσης παλιό υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του χωριού.
Στη βάση του πρώτου πλατάνου ενώνονται οι ρίζες ενός άλλου πελώριου πλατανιού που κυριαρχεί με το μέγεθος του πάνω από όλα τα άλλα και βρίσκεται στο βορειοδυτικό μέρος το συμπλέγματος των τεσσάρων.
Είναι ίσως, μοναδικό στον κόσμο γιατί υπολογίζεται ότι φύεται εδώ και περισσότερο από χίλια έτη.
Στην κουφάλα της βάσης του σχηματίζεται ο Ιερός Ναός της Θεοτόκου που γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου.
Στη βάση του πρώτου πλατάνου υπάρχει επίσης κουφάλα, η οποία αποτελεί συνέχεια τη κουφάλας του Ιερού Πλατάνου, ο οποίος υψώνεται κατακόρυφα.
Αντιθέτως, ο κορμός του πρώτου πλατάνου κλείνει προς τα νοτιοδυτικά.
Ο Ιερός Ναός που σχηματίζεται μέσα στην κουφάλα φωτίζεται από ένα μικρό παράθυρο στα νοτιοανατολικά του δένδρου και από τη μικρή πόρτα που βρίσκεται βορειοδυτικά.
Ο εσωτερικός χώρος του πλατάνου δεν είναι ομαλός και σε μερικά μέρη σχηματίζει ημικυκλικά κοιλώματα.
Τα πανύψηλα κλωνάρια των τεράστιων δένδρων δημιουργούν ένα πανύψηλο φυσικό τρούλο που σχεδόν δεν επιτρέπει να περάσουν οι ακτίνες του ήλιου.
Καθώς ο προσκυνητής μπαίνει στον Ναό, δεξιά και τρία μέτρα πάνω από το έδαφος παρατηρεί μια ιδιαίτερη κοιλότητα βάθους 30 εκ. και ύψους 70 εκ.
Στην κοίλη και λεία επιφάνεια της, είναι τυπωμένη ανάγλυφη, αμετάβλητη στους αιώνες η Εικόνα της Θεοτόκου, που κρατά στα χέρια της το Θείο Βρέφος. Το κεφάλι της Παναγίας βλέπει προς τα δεξιά, όπου και το χέρι της που βαστάζει το βρέφος.
Η Εικόνα είναι πανομοιότυπη με την ονομαστή ανάγλυφη Εικόνα του Μεγάλου Σπηλαίου.
Οι διαστάσεις της είναι ακριβώς ίδιες και οι εξοχές είναι αντιστοίχως εσοχές στην Εικόνα του Ιερού Πλατάνου.
Η Αγία Εικόνα του Σπηλαίου είναι έτσι αποτυπωμένη στην εσοχή του Πλατανιού, όπως αποτυπώνεται σε κερί, δακτυλίδι που φέρει εξοχές. Στο σημείο του Ιερού Αποτυπώματος της Θεοτόκου, ο φλοιός του Πλατάνου είναι νεκρός και αμετάβλητος αρκετούς αιώνες, με πάχος πάρα πολύ μικρό.
Γύρω όμως από αυτό το σημείο το πλατάνι βλασταίνει και αναπτύσσεται κανονικά και μέσα ακόμα στην κουφάλα του δέντρου.
Σύμφωνα με τις θρησκευτικές παραδόσεις (pigizois) η ιστορία του Ιερού Προσκυνήματος έχει ως εξής:
Στις αρχές τον 4ου μ.Χ. αιώνα γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη τα αδέλφια ΣΥΜΕΩΝ και ΘΕΟΔΩΡΟΣ, παιδιά ευσεβούς και αγίας οικογενείας. Σπούδασαν ρητορική, φιλοσοφία και ποίηση.
Κατόρθωσαν κυρίως, όμως να ενσαρκώσουν στον εαυτό τους, τον τύπο του ιδεώδους χριστιανού. Άφησαν λοιπόν τον κόσμο και τα όνειρα της ματαιότητας, ντύθηκαν το σχήμα της μοναχικής πολιτείας και αναχώρησαν για την έρημο.
Ζούσαν ζωή θρησκευτική.
Ανέβηκαν στον Όλυμπο και σ’ άλλα βουνά και τέλος πήγαν στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν στους Αγίους Τόπους. Εκεί ο Επίσκοπος ΜΑΞΙΜΟΣ τους χειροτόνησε Ιερείς γύρω στο 340 μ.Χ.
Ενώ διέμεναν στα Ιεροσόλυμα είδαν στο όνειρο τους την Θεοτόκο μαζί με τους Αποστόλους Παύλο, Ανδρέα και Λουκά.
Τους παραγγέλνει να μεταβούν στη χώρα της Αχαΐας, όπου θα τους οδηγήσει να βρουν την ανάγλυφη Εικόνα που εξιστορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς και είναι φτιαγμένη από κερί, μαστίχα και άλλες ύλες (Μεγαλοσπηλιώτισσα Θεοτόκος) και σ’ αυτό το σημείο να κτίσουν Μονή.
Τα δύο αδέλφια ακολούθησαν τη Θεία εντολή και αναχώρησαν από τα Ιεροσόλυμα για την Αχαϊκή γη. Μετά από κουραστική πορεία και αφού πέρασαν την κοίτη του Κερυνίτη και έφτασαν στην Πλατανιώτισσα, κοιμήθηκαν ανάμεσα στα 3 πλατάνια.
Εκεί προσεύχονταν για την εύρεση της Εικόνας, όταν εμφανίστηκαν και πάλι στο όνειρο τους ο Πρωτόκλητος Ανδρέας και ο Ευαγγελιστής Λουκάς, που τους είπαν να περπατήσουν ανατολικά στις όχθες του Βουραϊκού ποταμού, που απείχε δύο ώρες από εκεί.
Σύμφωνα με τις αποστολικές οδηγίες εκεί θα συναντούσαν μία αγνή και άγια Βοσκοπούλα η οποία θα τους οδηγήσει να βρουν την ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ.
Για τη συνέχεια υπάρχουν δύο εκδοχές: Κατά την πρώτη που φαίνεται να είναι και η πιθανότερη, οι Άγιοι Πατέρες κατευθύνθηκαν προς την Ζαχλωρού και με την υπόδειξη της βοσκοπούλας βρήκαν στις 23 Αυγούστου του 362 μ.Χ. μέσα σε σπήλαιο την Εικόνα της Κεχαριτωμένης. Κρατά στη δεξιά της μεριά το Χριστό.
Το 840 μ.Χ. όταν μαινόταν η αίρεση των Εικονομάχων, η Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου πυρπολήθηκε. Ευτυχώς όμως η Θαυματουργή Εικόνα διασώθηκε και οι πιστοί την περιέφεραν σε όλες τις πόλεις και τα χωριά για να στερεωθεί η πίστη των χριστιανών.
Σε μια τέτοια περιφορά της Εικόνας της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας, οι Ιερομόναχοι της Μονής διανυκτέρευσαν στον ίδιο τόπο που είχαν διανυκτερεύσει στο παρελθόν οι ΣΥΜΕΩΝ και ΘΕΟΔΩΡΟΣ.
Στην κουφάλα της ρίζας των τριών Πλατανιών, όπου κρέμασαν και την Εικόνα, στο κοίλο εσωτερικό του Ιερού Πλατάνου, απέναντι ακριβώς από τη θέση που ήταν κρεμασμένη η Ιερή Εικόνα της Θεοτόκου, χαράκτηκε πανομοιότυπο ομοίωμα Αυτής.
Κατά μία δεύτερη εκδοχή, την ώρα που οι Άγιοι Πατέρες ΣΥΜΕΩΝ και ΘΕΟΔΩΡΟΣ έβλεπαν στο όνειρό τους τον Πρωτόκλητο Ανδρέα και τον Ευαγγελιστή Λουκά να τους παρακινούν να πάνε στις όχθες του Βουραϊκού για να βρουν την Εικόνα, είδαν τον Ευαγγελιστή Λουκά να δείχνει με τα δάκτυλα του προς τα Δυτικά.
Να δείχνει δηλαδή ένα από τα τρία πλατάνια, όπου κοιμήθηκαν οι Άγιοι Πατέρες. Συγχρόνως τους παρακινούσε να δουν την στιγμή εκείνη που η εικόνα της Θεοτόκου με τη Βοήθεια της Θείας Δύναμης αποτυπωνόταν στην κουφάλα του δέντρου.
Τους παρακινούσε μάλιστα να εξετάσουν τη μορφή, το είδος, το σχήμα και τις διαστάσεις οι οποίες είναι ακριβώς ίδιες με την πρωτότυπη εικόνα του Μεγάλου Σπηλαίου.
Οι Άγιοι Πατέρες ξύπνησαν τρομαγμένοι και κοιτώντας ανατολικά είδαν ένα αστραποπυροειδές, αστραπόμορφο μεγάλο φως, που βγαίνοντας από την Ανατολή, κινήθηκε σε ευθεία γραμμή και χτύπησε στον κορμό του Πλατάνου.
Μετά από λίγο οι άγιοι Πατέρες κοίταξαν εκεί όπου είχε χτυπήσει το Θείο Φως, και είδαν μπροστά τους το Ιερό αντίτυπο της Αγίας και Πάνσεπτου Εικόνας. Κατόπιν κατευθύνθηκαν προς τη Ζαχλωρού, όπου και βρήκαν την εικόνα στις 23 Αυγούστου του 362 μ.Χ.
Κατ’ αυτή την εκδοχή λοιπόν, το θαύμα της αποτύπωσης έγινε το 362 μ.Χ.
Δεν ήταν όμως το μοναδικό που συνέβη. Ένα άλλο θαύμα, παράδοξο και εξαίσιο έλαβε χώρα την ίδια στιγμή.
Τα τρία εκείνα πλατάνια, συνενώθηκαν παραδόξως σε ένα Πλάτανο με τρεις κορμούς, διατηρώντας όμως το καθένα την υπόσταση του και συμβολίζοντας έτσι το τρισυπόστατο της μιας Θεότητας.
Τα τέσσερα πλατάνια γύρω από τον Ιερό Πλάτανο συμβολίζουν τους τέσσερις Ευαγγελιστές.
Σε όλες τις παραδόσεις, η ιστορία του Ιερού Προσκυνήματος της Πλατανιώτισσας, σχετίζεται αναπόσπαστα με την ιστορία της Μεγαλοσπηλαιώτισσας Θεοτόκου.