Ο Χριστός μας ζητά ν’ αγαπήσουμε το Θεό πάνω απ’ όλα και τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας, πόσες φορές όμως κι εμείς δεν αναρωτιόμαστε, υποκριτικά για γα δικαιολογήσουμε την έλλειψη αγάπης, ποιος είναι τελικά αυτός ο πλησίον που πρέπει ν’ αγαπήσουμε;

Απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα προσπαθούν να μας δώσουν πολλοί φιλανθρωπικοί οργανισμοί σήμερα, προτείνοντας μας να βοηθήσουμε του συνανθρώπους μας απρόσωπα, δίνοντας κάποια χρήματα ή είδη που μας περισσεύουν και σπανιότερα να δώσουμε προσωπική εργασία ή και να συμμετέχουμε ακόμη πιο ενεργά στο έργο τους.

Η βοήθεια των οργανισμών αυτών συνήθως απευθύνεται σε κάποιες ομάδες εμπερίστατων συνανθρώπων μας, που για διαφορετικό κάθε φορά λόγο έχουν ανάγκη από τη βοήθειά μας.

Η προσπάθεια των οργανισμών αυτών είναι αξιέπαινη και το αποτέλεσμά της θεάρεστο, αλλά η μικρή συμβολή μας, υλική ή προσωπική, από το περίσσευμά μας δεν αρκεί για να καλύψει την εντολή του Χριστού για «αγάπη προς τον πλησίον, (τουλάχιστον) ίση με αυτή που έχουμε για τον εαυτό μας».

Διαφορετική είναι η περίπτωση ανθρώπων που δίνουν τον εαυτό τους για τη βοήθεια προς τους πάσχοντες συνανθρώπους τους, η οποία ταιριάζει περισσότερο μ’ αυτά που θα πούμε παρακάτω.

Όταν αναρωτιόμαστε ποιος είναι ο πλησίον μας, που πρέπει ν’ αγαπήσουμε, σημαίνει ότι δεν αγαπούμε κανένα αρκετά, ώστε να τον νοιώσουμε σαν πλησίον μας.

Αυτό συμβαίνει, επειδή δεν έχουμε κάνει τρόπο ζωής το πρώτο μέρος της εντολής της Αγάπης, δηλαδή την πάνω απ’ όλα (και από τον εαυτό μας) Αγάπη προς τον Θεό Πατέρα, του οποίου είμαστε όλοι παιδιά.

Αν η καρδιά μας δεν πλημμυρίσει από την Αγάπη προς το Θεό, που θα εκτοπίσει τη φιλαυτία μας, τότε δεν έχουμε περίσσευμα αγάπης για να το μοιραστούμε με τους συνανθρώπους μας.

Αν δε νοιώσουμε παιδιά του Ουράνιου Πατέρα μας, τότε δεν μπορούμε να νοιώσουμε τους συνανθρώπους μας αδελφούς μας, κομμάτι του εαυτού μας, μοναδική οδό προς τη Βασιλεία των Ουρανών.

Όταν αγαπάμε τους αδελφούς μας (τουλάχιστον) όπως τον εαυτό μας, τότε οι ανάγκες τους γίνονται και δικές μας ανάγκες, ο πόνος τους δικός μας πόνος, η χαρά τους δική μας χαρά, η σωτηρία της ψυχής τους σωτηρία της δικής μας ψυχής.

Μεριμνούμε και προσευχόμαστε για τους αδελφούς μας (τουλάχιστον) όπως μεριμνούμε και προσευχόμαστε και για τον εαυτό μας, έχοντας πάντα την ελπίδα μας για την ικανοποίηση όλων των αναγκών μας στο Θεό.

Έτσι δεν θα πέσουμε στον πειρασμό της υπερηφάνειας, για τη βοήθειά μας προς τους συνανθρώπους μας, ούτε θ’ απογοητευθούμε, αν δεν τα καταφέρουμε να βοηθήσουμε όσους θα θέλαμε και όπως θα θέλαμε.

Κάθε πράξη αγάπης προς τον πλησίον γίνεται, επειδή αγαπούμε το Θεό κι είμαστε κι οι δυο παιδιά του και για να δοξάζεται τ’ Όνομά Του (Ματθ. ε’ 16). Ύστερα ευχαριστούμε και οι δύο το Θεό, που μας έδωσε τη δυνατότητα να επωφεληθούμε από την περίσταση αυτή.

Για τις πράξεις αγάπης προς τους πλησίον μας δεν ζητούμε ούτε δεχόμαστε ανταπόδοση, επειδή έχουμε λάβει ήδη σαν ανταπόδοση την εσωτερική χαρά που φέρνει η τήρηση του θελήματος του Θεού και επειδή η αληθινή αγάπη «δεν ζητά ανταπόδοση» (Κορινθ. Α’ ιγ’ 5).

Αφού περιγράψαμε τα χαρακτηριστικά της χριστιανικής αγάπης προς τον πλησίον, ας δούμε και ποιος είναι ο πλησίον μας.

Οπωσδήποτε πλησίον μας, για μας τους λαϊκούς, είναι τα μέλη της οικογένειάς μας, σύζυγος, παιδιά, γονείς, αδέλφια και οι λοιποί συγγενείς, τους οποίους η ζωή μας και οι πράξεις μας επηρεάζουν ούτως ή άλλως.

Το ίδιο ισχύει και για όλους όσους έρχονται σε καθημερινή ή τακτική επαφή μαζί μας, όπως τους ανθρώπους που εργαζόμαστε μαζί τους, τους γείτονες, τα μέλη της ίδιας ενορίας, ομάδας, συλλόγου κλπ.

Ο ορισμός του πλησίον όμως δεν περιορίζεται σ’ αυτούς.

Ο Καλός Σαμαρείτης με το θύμα των ληστών δεν είχαν καμιά σχέση, όμως ο Θεός έφερε τον τραυματισμένο στο δρόμο του Σαμαρείτη κι έτσι έδωσε την ευκαιρία σ’ αυτόν να κάνει μια πράξη αγάπης και στον τραυματισμένο να επωφεληθεί απ’ αυτή.

Όταν η καρδιά μας είναι ανοιχτή και γεμάτη αγάπη ο Θεός φροντίζει να φέρει στο δρόμο μας ανθρώπους που μπορούν να ωφεληθούν απ’ αυτή.

Εμείς μένει να φροντίσουμε να είμαστε πάντα συνδεμένοι με την πηγή της Αγάπης και πρόθυμοι να κάνουμε το θέλημα Του, όποιο κι αν είναι αυτό.

Δεν υπάρχει κίνδυνος προσφέροντας αγάπη σε άγνωστους ανθρώπους, να τη στερήσουμε από τους οικείους μας, επειδή η αγάπη όταν μοιράζεται γίνεται περισσότερη και δε λιγοστεύει.

Χρειάζεται όμως διάκριση, επειδή η αγάπη μας μπορεί να περισσεύει με τη Χάρη του Θεού, αλλά ως άνθρωποι έχουμε περιορισμένες δυνατότητες, που πρέπει να μοιράζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη σκανδαλίζονται, εκείνοι που έχουν ανάγκη από αυτές.

Για παράδειγμα μια μητέρα δεν είναι σωστό να καθαρίσει το σπίτι της άρρωστης γειτόνισσάς της και ν’ αφήσει το δικό της ακαθάριστο, ούτε να ταΐσει τους πεινασμένους της ενορίας της και ν’ αφήσει το σύζυγο και τα παιδιά της νηστικούς.

Η αληθινή αγάπη περιέχει και τη διάκριση και για όσα δεν προλαβαίνουμε ανθρωπίνως, υπάρχει πάντοτε η προσευχή και η εμπιστοσύνη στη Θεία Πρόνοια.

Ανάργυρος Φιλώτας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ