Κάτω στον αγιοπόταμο, στο μέγα Ιορδάνη,
καθόμουν και αγνάντευα τον θείο Ιωάννη,
φούχτες να παίρνει το νερό, τα πλήθη να βαπτίζει
και με βροντώδη τη φωνή μετάνοια να κηρύσσει.
«Μετανοείτε, ήγγικε η Ουράνια Βασιλεία!
Αφήσατε οπίσω σας την κάθε αμαρτία
και ετοιμάσατε οδούς ευθείας του Κυρίου,
που θα βαπτίζει δια πυρός και Πνεύματος Αγίου».
Εν τη ερήμω η φωνή βοά και προδρομίζει
και τον ερχόμενον Χριστόν αύθις αναγνωρίζει.
“Ίδε ο του Θεού αμνός, ο αίρων τας αμαρτίας”
Ον προεφήτευσε σοφώς πάλαι ο Ησαΐας.
Τον πλησιάζει ο Χριστός, την κεφαλήν Του κλίνει
και τρέμοντας ο Πρόδρομος, στην κορυφή αφήνει,
τη χείρα του τη δεξιά, στο ύδωρ τον βυθίζει,
Εκείνον που στα χέρια Του τα σύμπαντα φροντίζει.
Κι ευθύς ανέβη ο Ιησούς του ύδατος κι εστάθη
και από φόβο ο ποταμός εις τα οπίσω εστράφη.
Το Πνεύμα ωσί περιστερά ήλθε να βεβαιώσει
«ο Λόγος σαρξ εγένετο», τον άνθρωπο να σώσει.
Του γαρ Γεννήτορος φωνή ηκούσθη απ’ τα ουράνια
να φανερώνει του Θεού τα Άγια Θεοφάνεια
και μαρτυρεί ότι Αυτός ο νέος βαπτισμένος
«Υιός Μου ει Μονογενής, Υιός Μου Ηγαπημένος».
Κι αφού βαπτίσθη ο Χριστός και βγαίνει απ’ το ποτάμι,
έρχεται προς το μέρος μου, στην όχθη του Ιορδάνη.
Μέσα στα μάτια με κοιτά, στ’ άδυτα της ψυχής μου
«Έλα» γλυκά με προσκαλεί «και γίνε μαθητής Μου…»