Μίαν φοράν καί ένα καιρόν, ό Μέγας Παχώμιος έκάθητο μαζί μέ άλλους άδελφούς είς τήν αυλήν της Μονής των καί έπλεκεν ό καθείς τό ψαθίον του.

Έτερος, όμως, μοναχός έπλεξεν έν τω μεταξύ δύο ψαθία καί τά έθεσε έξω τού κελλίου του, απέναντι τού άββά Παχωμίου καί τών λοιπών άδελφών, επίτηδες, διά νά ίδωσιν ότι ούτος έπλεξεν έντός μιας ήμέρας δύο ψαθιά καί όχι ένα, καθώς ώριζεν ό κανόνας της Μονής.

Αύτό δέ τό έκαμεν ό μοναχός άπό υπερηφάνειαν, διά νά τόν έπαινέση ό Όσιος.

Πλήν, ό μακάριος Παχώμιος έστοχάσθη τόν σκοπόν της έπιδείξεως όπού είχεν ό μοναχός.

Όθεν, άνεστέναξεν άπό τά βάθη της καρδίας του καί είπεν βίς , τούς άδελφούς: «Βλέπετε αυτόν τόν άδελφόν; έργάσθηκεν άπό τό πρωί έως τό βράδυ, πλήν ολον τόν κόπον αύτού τόν έχάρισεν είς τόν διάβολον καί τίποτε άπό τήν κοπίασιν του δέν άφησε διά ωφέλειαν καί παρηγορίαν της ψυχής του.

Διότι ήγάπησε τήν δόξαν τών άνθρώπων, μάλλον, ή τού Θεού. Καί τό μέν σώμα του τό έξήντλησε μέ τήν κούρασιν, τήν ψυχήν του όμως τήν έστέρησεν άπό τήν άπόλαυσιν της εργασίας του».

Κατόπιν έκάλεσε τόν άδελφόν τούτον καί τοδ έβαλεν έπιτίμιον, οσάκις έτρωγον οί άδελφοί είς τήν τράπεζαν, νά παρουσιάζεται ούτος κρατών τά δύο ψιάθια καί νά λέγη: «Πολύ σας παρακαλώ, άδελφοί μου, νά προσευχηθήτε διά τήν άθλίαν ψυχήν μου, ίνα ό Πανοικτίρμων Θεός μέ συγχώρηση διά τών εύχών σας, επειδή έπροτίμησα τά δύο ψιάθια καί όχι τήν βασιλείαν τών Ουρανών».

Έπειτα τού έπέβαλεν έπί πέντε μήνας νά είναι κλεισμένος μόνος του μέσα είς τό κελλίον του νά πλέκη καθ’ έκάστην ήμέραν δύο ψαθία νά τρώγη ξηρόν ψωμίον μέ άλας καί κανένας άπό τούς άδελφούς νά μή ύπάγη νά τόν συναντήσω κατά τό διάστημα τούτο.

* * *

Έλεγαν διά τόν άββάν Δανιήλ ότι κάποτε ήλθαν οι βάρβαροι μέσα είς τήν Σκήτην καί εύθύς όλοι οί Πατέρες έπρόλαβαν καί έφυγαν, έμεινε δέ μόνος του ό Δανιήλ καί τότε είπε καθ’ έαυτόν: «Έάν ό Θεός δέν μέ προστατεύσω, τότε διατί ήλθα καί έκάθησα έδώ;».

Όθεν, έβάδισέ διά μέσου των βαρβάρων καί κανένας δέν τόν είδεν.

Ύστερα λέγει πάλιν μόνος του. «Ιδού ότι ό Θεός έφρόντισε καί δέν έχάθηκα. Λοιπόν, πρέπει τώρα καί έγώ νά κάμω καθώς οί πατέρες καί νά φύγω».

* * *

Κάποτε τρεις άδελφοί προσηλθον είς ένα Γέροντα, ό δέ πρώτος έρωτα καί λέγει: «Άββα, έμαθα τήν Παλαιάν καί τήν Καινήν Διαθήκην άπό στήθους». Ο δέ Γέρων τού άπεκρίθη καί του λέγει: «έγέμισες τόνάέραάπό λόγια». Κατόπιν ήρώτησεν ο δεύτερος λέγων: «Έγώ έγραψα ολην τήν Αγίαν Γραφήν μέ ίδιοχειρόγραφον».

Τού άπαντα ό Γέρων: «καί εσύ έγέμισες τάς θυρίδας άπό χαρτιά». Ό τρίτος τέλος, είπεν: «εμένα έσκούριασεν ή χύτρα μου άπό τήν νηστείαν». Λέγει καί είς τούτον ό Γέρων: «καί έσύ έδιωξες άπό τήν Μονήν σου τήν φιλοξενίαν».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ