Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov (Ἐπίσκοπος Καυκάσου καί Μαύρης Θάλασσας)
Ὁ κλῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς, κλῆρος ἀναπόφευκτος, εἶναι ὁ θάνατος. Τὸν φοβόμαστε ὡς τὸν πιὸ ἄσπονδο ἐχθρό μας. Τὰ θύματά του τὰ κλαῖμε πικρά. Ὡστόσο ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε θάνατος, ζοῦμε σὰν νὰ εἴμαστε αἰώνιοι πάνω στὴ γῆ.
Τάφε μου! Γιατί σὲ ξεχνῶ; Ἐσὺ μὲ περιμένεις. Περιμένεις νὰ γίνω ὁ κάτοικός σου. Καὶ θὰ γίνω. Γιατί, λοιπόν, σὲ ξεχνῶ καὶ ζῶ σὰν νὰ περιμένεις κάθε ἄλλον ἄνθρωπο ἐκτὸς ἀπὸ μένα;
Ἡ ἁμαρτία μοῦ στέρησε καὶ μοῦ στερεῖ τὴ γνώση καὶ τὴν αἴσθηση κάθε ἀλήθειας. Μοῦ κλέβει, μοῦ ἁρπάζει ἀπὸ τὸν νοῦ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τοῦ τελευταίου καὶ συνάμα τοῦ πιὸ σημαντικοῦ καὶ τοῦ πιὸ βέβαιου γεγονότος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Γιὰ νὰ θυμόμαστε τὸν θάνατο, πρέπει νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ καθαρίζονται, νεκρώνονται γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἀναζωογονοῦνται γιὰ τὸν Κύριο.
Ὁ νοῦς, ὅσο ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἤ καὶ ἁπλῶς μάταιους λογισμούς, τόσο συλλογίζεται τὸν θάνατο. Ἡ καρδιά, ὅσο ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὰ πάθη, τόσο τὸν προαισθάνεται.
Καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά, ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο, τόσο στρέφονται πρὸς τὴν αἰωνιότητα· ὅσο ἀγαποῦν τὸν Χριστό, τόσο ποθοῦν νὰ βρεθοῦν κοντά Του, μολονότι, ἔχοντας συναίσθηση τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικῆς τους ἁμαρτωλότητας, ἀναλογίζονται μὲ τρόμο τὴν ὥρα τοῦ θανάτου.
Φοβερὸς παρουσιάζεται μπροστά τους ὁ θάνατος μαζὶ μὲ τὸν ἀγώνα του. Τὸν ποθοῦν, ὡστόσο, γιὰ νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια αἰχμαλωσία.
Ἂν ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ ποθοῦμε τὸν θάνατο λόγω τῆς ψυχρότητάς μας ἀπέναντι στὸν Χριστὸ καὶ τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὰ φθαρτά, ἂς χρησιμοποιήσουμε τουλάχιστο τὴ μνήμη τοῦ θανάτου σὰν ἕνα πικρὸ φάρμακο ἐνάντια στὴν ἁμαρτωλότητά μας.
Γιατί ἡ ψυχή, ὅταν οἰκειωθεῖ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, διαλύει τὴ φιλία της μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπομακρύνεται ἀπ’ ὅλες τὶς ἁμαρτωλὲς ἀπολαύσεις.
«Μόνο αὐτὸς ποὺ γνώρισε τί σημαίνει μνήμη θανάτου», εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς ὁσίους πατέρες, «δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ πιὰ ν’ ἁμαρτήσει»1. «Νὰ θυμᾶσαι πάντα τὰ τέλη τῆς ζωῆς σου», λέει καὶ ἡ Γραφή, «καὶ δὲν θὰ ἁμαρτήσεις ποτὲ».
Νὰ σηκώνεσαι ἀπὸ τὸ κρεβάτι σου σὰν ἀναστημένος ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Νὰ ξαπλώνεις στὸ κρεβάτι σου σὰν νεκρὸς ποὺ τοποθετεῖται στὸν τάφο. Ὁ ὕπνος εἶναι συμβολισμὸς τοῦ θανάτου.
Καὶ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας εἶναι προάγγελος τοῦ σκοταδιοῦ τοῦ τάφου, ποὺ θὰ τὸ διαλύσει τὸ φῶς τῆς ἀναστάσεως, φῶς χαρμόσυνο γιὰ τοὺς φίλους τοῦ Χριστοῦ καὶ φοβερὸ γιὰ τοὺς ἐχθρούς Του.
Ἕνα πυκνὸ σύννεφο, μολονότι δὲν εἶναι παρὰ μιά λεπτὴ μάζα ὑδρατμῶν, κρύβει ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ σώματός μας τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἔτσι καὶ τὸ πυκνὸ σύννεφο τῶν σαρκικῶν ἀπολαύσεων, τοῦ περισπασμοῦ καὶ τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν κρύβει ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας τὴ μεγαλειώδη αἰωνιότητα.
Γιὰ τὰ τυφλωμένα μάτια δὲν ὑπάρχει ὁ λαμπερὸς ἥλιος στὸν καθαρὸ οὐρανό. Γιὰ τὴν καρδιὰ ποὺ ἔχει τυφλωθεῖ ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια, ἀπὸ τὴν προσκόλληση στὸν πλοῦτο καὶ τὴ δόξα καὶ τὶς ἡδονὲς τῆς γῆς, δὲν ὑπάρχει αἰωνιότητα.
«Κακὸς εἶναι ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν»3 καὶ τοὺς ἐπισκέπτεται τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν τὸν περιμένουν, βρίσκοντάς τους ἐντελῶς ἀπροετοίμαστους γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Τοὺς ἁρπάζει, λοιπόν, ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπου ἄλλο τίποτα δὲν ἔκαναν παρὰ νὰ παροργίζουν τὸν Θεό, καὶ τοὺς ρίχνει γιὰ πάντα στὴ φυλακὴ τοῦ ἅδη.
Θέλεις νὰ θυμᾶσαι τὸν θάνατο; Νὰ εἶσαι αὐστηρὰ μετρημένος στὴ διατροφή σου, στὴν ἔνδυσή σου, στὴ χρήση ὑλικῶν ἀντικειμένων γενικά. Νὰ προσέχεις μήπως τὰ εἴδη πρώτης ἀνάγκης φτάσουν νὰ γίνουν εἴδη πολυτελείας.
Νὰ μελετᾶς μὲ πνεῦμα μαθητείας τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ μέρα καὶ νύχτα ἤ ὅσο μπορεῖς συχνότερα.
Ἔτσι θὰ κρατήσεις τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Καὶ θὰ τὴν κρατήσεις σταθερά, μόνιμα, ἀκλόνητα, ἂν τὴν ἑνώσεις μὲ τὴ βαθιὰ μετάνοια γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, μὲ τὴν εἰλικρινή διάθεσή σου γιὰ διόρθωση, μὲ τὰ ποτάμια τῶν κατανυκτικῶν δακρύων, μὲ ἐγκάρδιες καὶ πολλὲς προσευχές.
Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔμεινε γιὰ πάντα σωματικὰ ζωντανὸς στὴ γῆ; Κανένας. Θ’ ἀκολουθήσω, λοιπόν, κι ἐγὼ τ’ ἀχνάρια τῶν γονιῶν μου, τῶν παππούδων μου, τῶν ἀδελφῶν μου καὶ ὅλων τῶν συνανθρώπων μου.
Τὸ σῶμα μου θὰ κλειστεῖ στὸν σκοτεινὸ τάφο. Ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς μου θὰ εἶναι μυστήριο ἀξεδιάλυτο γιὰ ὅσους θὰ βρίσκονται ἀκόμα στὴ γῆ.
Θὰ κλάψουν γιὰ μένα οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι μου. Ἴσως νὰ κλάψουν πολὺ πικρά. Σύντομα, ὅμως, θὰ μὲ λησμονήσουν. Ἔτσι θρηνήθηκαν καὶ ἔτσι λησμονήθηκαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι πρὶν ἀπὸ μένα. Τώρα δὲν τοὺς θυμᾶται παρὰ μόνο ὁ ὑπερτέλειος Θεός.
Ἀμέσως μετὰ τὴ γέννησή μου, ἤ μᾶλλον ἀμέσως μετὰ τὴ σύλληψή μου, ὁ θάνατος ἔβαλε πάνω μου τὴ σφραγίδα του. “Εἶναι δικός μου κι αὐτός”, εἶπε, ἑτοιμάζοντας χωρὶς χρονοτριβή τὸ δρεπάνι του.
Ὁποιαδήποτε στιγμὴ μπορῶ νὰ γίνω θύμα του! Ἴσως νὰ μοῦ κατάφερε ἤδη —καὶ πράγματι μοῦ κατάφερε— πολλὰ ἄστοχα χτυπήματα. Ἀναπόφευκτα, ὅμως, θὰ ἔρθει καὶ τὸ εὔστοχο, τὸ καίριο καὶ τελευταῖο χτύπημα.
Μὲ παγερὸ χαμόγελο καὶ ὑπεροπτικὸ ὕφος κοιτάζει ὁ θάνατος τὰ ἐπίγεια ἔργα τῶν ἀνθρώπων.
Κοιτάζει τὸν ἀρχιτέκτονα νὰ σχεδιάζει ἕνα κολοσσιαῖο κτίριο, κοιτάζει τὸν ζωγράφο νὰ φιλοτεχνεῖ ἕναν ὑπέροχο πίνακα, κοιτάζει τὸν μεγαλοφυή στοχαστὴ νὰ καταγράφει τὶς ἰδέες του. Καὶ ξαφνικὰ ἔρχεται ἀπρόσκλητος, ἀπρόσμενος ἀλλὰ καὶ ἀδυσώπητος στοὺς μεγάλους τῆς γῆς, παίρνει τὴ ζωή τους καὶ ἀκυρώνει τὰ φιλόδοξα σχέδιά τους.
Μόνο μπροστὰ στὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ στέκεται εὐλαβικὰ ὁ σκληρὸς θάνατος. Νικημένος καθὼς εἶναι ἀπὸ τὸν ἀναστημένο Θεάνθρωπο, σέβεται μόνο τὴν «ἐν Χριστῷ» ζωή. Συχνὰ οὐράνιος ἀγγελιοφόρος πληροφορεῖ τοὺς ὑπηρέτες τῆς Ἀλήθειας γιὰ τὴν ἐπικείμενη μετοίκησή τους στὴν αἰώνια μακαριότητα.
Ἔτσι, προετοιμασμένοι γιὰ τὸν θάνατο μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή, παρηγορημένοι ἀπὸ τὴ μαρτυρία τῆς συνειδήσεώς τους καὶ ἀπὸ τὴν οὐράνια ὑπόσχεση, κοιμοῦνται τὸν αἰώνιο ὕπνο ἥσυχα, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη.
Ἔχεις δεῖ σῶμα ἁγίου μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς του; Δὲν ἀναδίδει δυσοσμία. Δὲν ἐμπνέει φόβο. Ὅταν ἐνταφιάζεται, τὴ διάχυτη θλίψη τῶν παρόντων ἀνθρώπων τὴ σκορπίζει καὶ τὴν ἐξαφανίζει μία ἀκατάληπτη χαρά.
Τὸ πρόσωπο, μὲ τὰ χαρακτηριστικά του ἀναλλοίωτα, ἀναπαύεται μέσα σὲ μιὰ βαθιὰ εἰρήνη καὶ συνάμα λάμπει ἀπὸ μιάν ἀπερίγραπτη εὐφροσύνη, τὴν εὐφροσύνη τῶν τερπνῶν συναντήσεων καὶ ἀσπασμῶν μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ παραλάβουν τὴν ψυχή.
Ἔλα, λοιπόν, μνήμη τοῦ θανάτου μου! Ἔλα ἐσύ, ἡ τόσο πικρὴ ἀλλὰ καὶ τόσο ρεαλιστικὴ καὶ ἀναγκαία καὶ ὠφέλιμη μνήμη! Ἀπομάκρυνέ με ἀπὸ τὴν ἁμαρτία! Βάλε με στὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ! Παράλυσε τὰ μέλη μου γιὰ κάθε κούφια, κάθε μάταιη, κάθε ἁμαρτωλὴ ἐνέργεια.
Ἔλα, μνήμη τοῦ θανάτου μου! Ἔλα, καὶ θὰ διώξω μακριά μου τὴν κενοδοξία καὶ τὴ φιληδονία, ποὺ θέλουν νὰ μὲ αἰχμαλωτίσουν. Ἔλα, καὶ θὰ ἀποσύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι μου τὰ ἀχνιστά, πλούσια φαγητά.
Ἔλα, καὶ θὰ βγάλω τὰ φανταχτερά μου ροῦχα, γιὰ νὰ βάλω πένθιμα. Ἔλα, καὶ θὰ κλάψω ζωντανὸς τὸν ἑαυτό μου, τὸν νεκρὸ ἀπὸ τὴ γέννησή του.
“Ἔτσι!”, μοῦ ἀποκρίνεται ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. “Θρήνησε τὸν ἑαυτό σου ὅσο ἀκόμα εἶσαι ζωντανός! Ἐγὼ ἦρθα γιὰ νὰ σὲ πικράνω εὐεργετικά, φέρνοντας μαζί μου σκέψεις πολλές, σκέψεις ὠφέλιμες γιὰ τὴν ψυχή σου.
Πούλησε ὅσα ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου δὲν σοῦ εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖα καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς, στέλνοντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο προκαταβολικά τούς θησαυρούς σου στὸν οὐρανό, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος.
Ὅταν πᾶς κι ἐσὺ ἐκεῖ, θὰ βρεῖς τοὺς θησαυρούς σου αὐξημένους ἑκατὸ φορές. Κλάψε πικρὰ καὶ προσευχήσου θερμὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ποιὸς θὰ σὲ μνημονεύει τόσο ἐπίμονα καὶ ἐγκάρδια μετὰ τὸν θάνατό σου ὅσο ἐσύ ὁ ἴδιος πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό σου;
Μὴν ἐμπιστεύεσαι τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου σὲ ἄλλους, ὅταν μπορεῖς μόνος σου νὰ ἐπιτελέσεις αὐτὸ τὸ ἔργο, τὸ πιὸ σημαντικό, τὸ πιὸ ἐπιτακτικό, ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ ἐπεῖγον ἔργο τῆς ζωῆς σου!
Γιατί νὰ τρέχεις πίσω ἀπὸ τὴ φθορά, ὅταν ὁ θάνατος ὁπωσδήποτε θὰ σοῦ ἀφαιρέσει ὅλα τὰ φθαρτά; Ὁ θάνατος εἶναι ἐκτελεστής τῶν ἐντολῶν τοῦ παναγίου Θεοῦ. Μόλις ἀκούσει μιάν ἐντολή Του, σπεύδει νὰ τὴν ἐκτελέσει μὲ ταχύτητα ἀστραπῆς.
Δὲν ντρέπεται οὔτε τὸν πλούσιο οὔτε τὸν ἄρχοντα οὔτε τὸν ἥρωα οὔτε τὸν μεγαλοφυή. Δὲν λυπᾶται οὔτε τὰ νιάτα οὔτε τὴν ὀμορφιὰ οὔτε τὴν ἐγκόσμια εὐτυχία. Μεταφέρει στὴν αἰωνιότητα κάθε ἄνθρωπο˙ τὸν φίλο τοῦ Θεοῦ στὴν αἰώνια μακαριότητα καὶ τὸν ἐχθρό τοῦ Θεοῦ στὴν αἰώνια κόλαση”.
«Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ», εἶπαν οἱ πατέρες. Κι αὐτὸ τὸ δῶρο δίνεται στοὺς τηρητὲς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τοὺς τελειοποιήσει στὸν ἱερὸ ἀγώνα τῆς μετάνοιας καὶ τῆς σωτηρίας.
Ἡ εὐεργετικὴ καὶ θεοδώρητη μνήμη τοῦ θανάτου προϋποθέτει πάντοτε τὴν ἔντονη προσωπικὴ προσπάθεια γιὰ τὴν οἰκείωση αὐτῆς τῆς μνήμης. Μὴ σταματήσεις, λοιπόν, νὰ ἀσκεῖς στὸν ἑαυτό σου ὅση βία χρειάζεται γιὰ νὰ θυμᾶται —ἀδιάλειπτα, ἂν εἶναι δυνατόν— τὴν ὥρα τοῦ τέλους του.
Ἀνάγκαζέ τον, μὲ συνεχεῖς ὑπομνήσεις, νὰ συλλογίζεται τὴν ἀναμφισβήτητη τούτη ἀλήθεια, ὅτι ὁπωσδήποτε κάποτε, ἄγνωστο πότε ἀκριβῶς, θὰ πεθάνει.
Ἔπειτα ἀπὸ ὀλιγόχρονη ἄσκηση βίας καὶ χάρη στὶς ὑπομνήσεις σου, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου θ’ ἀρχίσει νὰ ἔρχεται ἀπὸ μόνη της στὸν νοῦ, νὰ ἔρχεται ὅλο καὶ πιὸ συχνά, νὰ ἔρχεται δυνατὴ καὶ συνταρακτική, χτυπώντας μὲ τὸ θανατηφόρο ξίφος της κάθε ἁμάρτημα πρὶν καλὰ-καλὰ γεννηθεῖ.
Ξένος πρὸς τὸ πνευματικὸ αὐτὸ δῶρο εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἁμαρτία. Ὁ φίλος τῆς ἁμαρτίας καὶ λίγο πρὶν τοποθετηθεῖ στὸν τάφο ἀποζητάει τὶς σαρκικὲς ἀπολαύσεις. Καταπρόσωπο βλέπει τὸν θάνατο, καὶ δὲν προβληματίζεται.
Ἀντίθετα, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα κι ἂν βρίσκεται σὲ μεγαλόπρεπα ἀνάκτορα, θυμᾶται τὸν τάφο, ποὺ τὸν προσμένει, καὶ χύνει δάκρυα σωτήρια γιὰ τὴν ψυχή του. Ἀμήν.