Στὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχουν δύο χωρία σχετικὰ μὲ τὴν προσευχή, ποὺ φαίνεται νὰ μᾶς ὁδηγοῦν σὲ ἀντίθετες κατευθύνσεις. Ἀπὸ τὴ μία, στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, ὁ Κύριός μας δίδασκε τὰ πλήθη νὰ προσεύχονται «ἐν κρύπτῳ».
Ἔπρεπε ἡ προσευχὴ νὰ γινόταν στὴ μόνωση, «καὶ κλείσας τὴν θύραν σου…» — ὁ ἄνθρωπος μόνος μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα του (Ματθ. στ’. 5). Ὅμως ἀπὸ τὴν ἄλλη, σὲ μία ἄλλη περίπτωση, ὁ Κύριός μας ὑπεδείκνυε τὴ δύναμη μίας ὁμαδικῆς καὶ κοινῆς προσευχῆς: «Ἐὰν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος, οὗ ἐὰν αἰτήσωνται» (Ματθ. ιη’, 19-20).
Μ’ αὐτὰ τὰ δεδομένα ὑπάρχει καμμιὰ σύγκρουση ἢ ἀντίθεση ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς τὶς δύο διαφορετικὲς τάσεις; Ἢ μήπως ἡ μία ἀνήκει στὴν ἄλλη καὶ μποροῦν νὰ γίνουν πραγματικότητα μόνο ὅταν γίνονται μαζί; Κατὰ παράδοξο τρόπο προϋποθέτουν ἡ μία τὴν ἄλλη.
Κάποιος πρέπει νὰ μάθει νὰ προσεύχεται μόνος, φέροντας ὅλες τὶς ἀνάγκες καὶ ἀδυναμίες του μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα του, τὸν Κύριο καὶ Θεό του, σὲ μία οἰκεία καὶ προσωπικὴ ἐπικοινωνία.
Καὶ μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἀσκοῦνται σ’ αὐτὴ τὴν κατὰ μόνας προσευχὴ μποροῦν νὰ ἀλληλοσυναντηθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ ἑνωθοῦν μαζὶ σ’ ὅ,τι πρόκειται νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν κοινό τους Πατέρα «ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἡ κοινὴ προσευχὴ προϋποθέτει ἀτομικὴ ἐξάσκηση. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀτομικὴ προσευχὴ ἐπίσης εἶναι δυνατὴ μόνο, ὅταν περιέχεται στὴν κοινότητα.
Κανένας δὲν εἶναι χριστιανὸς ἀπὸ μόνος του, παρὰ μόνο ὡς μέλος τοῦ σώματος. Ἀκόμη καὶ στὴ μόνωση στὸ «ταμιεῖον» ὁ χριστιανὸς προσεύχεται σὰν μέλος τῆς λυτρωμένης κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ μαθαίνει τὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς.
Καὶ οἱ δύο μορφὲς προσευχῆς εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ συμπληρωματικές, εἶναι ὀργανικὰ ἑνωμένες μαζί, σὰν δύο ἀδιαίρετες ὄψεις τῆς ἴδιας πράξης τῆς προσευχῆς. Ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη μπορεῖ ἀκόμη νὰ γίνει ἐπικίνδυνη καὶ παραπλανητική.
Ἡ προσωπικὴ προσευχὴ μπορεῖ νὰ ἐκφυλιστεῖ σὲ ἀτομικὸ πιετισμό, ἐκστατικὸ καὶ διεφθαρμένο, καί, ὅταν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν προηγούμενη προσωπικὴ ἐξάσκηση προσπαθοῦν νὰ ἑνωθοῦν σὲ προσευχὴ μὲ ἄλλους, τὸ ἀποτέλεσμα μπορεῖ νὰ εἶναι ὄχι μία ἀληθινὴ κοινὴ προσευχή, ἀλλὰ μᾶλλον μία αἱρετικὴ προσευχὴ ἢ μία προσευχὴ ὄχλου· ὄχι ἡ προσευχὴ μιᾶς κοινωνίας ἀτόμων, ἀλλὰ ἑνὸς ἀπρόσωπου πλήθους, ἢ διαφορετικὰ μιὰ ἁπλὴ τυπικότητα καὶ ἐπίδειξη.
Γι’ αὐτὸ εἶναι κανόνας τῆς Ἐκκλησίας οἱ πιστοὶ νὰ προετοιμάζονται γιὰ τὴν κοινὴ προσευχὴ μὲ τὴν προσωπικὴ προσευχὴ στὸ «ταμιεῖον».
Κάποιος ἀρχίζει νὰ προσεύχεται στὸ σπίτι, μετὰ πάει στὸ ναό, καὶ τὰ προσευχόμενα πρόσωπα ἀνακαλύπτουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ στιγμιαῖα ἑνώνονται στὴν πράξη τῆς κοινῆς λατρείας ἢ τῆς ταπεινῆς ἱκεσίας.
Αὐστηρῶς ὁμιλοῦντες, ὁ ὅρος «προσωπικὴ προσευχή», ὁ ὁποῖος συνηθίζεται νὰ χρησιμοποιεῖται ἐπίμονα στὶς μέρες μας, εἶναι ἕνας ἀτυχὴς καὶ παραπλανητικὸς ὅρος. Μπορεῖ νὰ δώσει τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι μιὰ προσωπικὴ ὑπόθεση, ποὺ ἀφήνεται στὴν ἀτομικὴ διάκριση τοῦ ἀνθρώπου.
Στὴν πραγματικότητα εἶναι μιὰ ὑποχρεωτικὴ προετοιμασία, ποὺ διευκολύνει τὰ ἄτομα νὰ ἀλληλοσυναντηθοῦν καὶ νὰ ἑνωθοῦν, ὡς μία κοινωνία, καὶ νὰ προσφέρουν τὶς κοινὲς ἱκεσίες «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ».
Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι μόνο μία ἁπλὴ προετοιμασία. Ἀκόμη καὶ στὸ «ταμιεῖον» ὁ χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ προσεύχεται μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ποτὲ δὲν εἶναι μόνος, ὅταν πέφτει στὰ γόνατα μπροστὰ στὸν Πατέρα, καὶ ὁ Πατέρας δὲν εἶναι μόνο δικός του πατέρας, ἀλλὰ κοινὸς Πατέρας ὅλων μας.
Πρέπει νὰ ἔχει ὑπ’ ὄψη τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ ἄλλοι τὴν ἴδια ὥρα εἶναι ἐπίσης στὰ γόνατα μπροστὰ στὸν ἴδιο οὐράνιο Πατέρα, καὶ ὁ καθένας πρέπει νὰ φέρει πρὸς τὸ Θεὸ ὄχι μόνο τὶς προσωπικές του ἀνάγκες, ἢ αἰτήσεις, ἢ θλίψεις.
Ἡ ἴδια ἡ προσωπικὴ προσευχὴ πρέπει νὰ εἶναι «καθολική», δηλαδὴ περιεκτικὴ καὶ γενική. Ἡ προσευχόμενη καρδιὰ πρέπει νὰ μεγαλώσει, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀγκαλιάσει ὅλες τὶς ἀνάγκες καὶ θλίψεις ὁλόκληρης τῆς πάσχουσας ἀνθρωπότητας.
Καὶ μόνο μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα μποροῦν τὰ ἄτομα νὰ ἀλληλοσυναντηθοῦν πραγματικὰ ὡς «ἀδελφοὶ» καὶ νὰ «συμφωνήσουν» σχετικὰ μὲ κάτι, ποὺ πρόκειται νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Κύριο.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ κοινὴ προσευχὴ εἶναι ἐπίσης προσωπικὴ ὑποχρέωση, ἡ προσωπικὴ ὑπευθυνότητα ὁποιουδήποτε, ποὺ μοιράζεται τὴν κοινὴ ζωὴ τῶν λυτρωμένων. Αὐτὸς ὁ κοινὸς χαρακτήρας ὅλης τῆς χριστιανικῆς λατρείας καὶ προσευχῆς ὑπογραμμίστηκε ἤδη ἔντονα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κυπριανὸ στὴν ἀξιοθαύμαστη ἑρμηνεία του τῆς Κυριακῆς προσευχῆς.
Ἕνα κείμενο, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ διαβαστεῖ καὶ νὰ ξαναδιαβαστεῖ ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανούς.