Με την προσευχή εισερχόμαστε στη Θεία ζωή. Γι᾽ αυτό και η προσευχή δεν είναι αίτηση για παροχές, δεν είναι τρόπος με τον οποίο μετατρέπουμε το Θεό σε υπηρέτη και Του ζητάμε να σπεύσει να ικανοποιήσει τα θελήματά μας.
Είναι τραγικό να λέμε στο Θεό τι να μάς δώσει, γιατί όταν το κάνουμε αυτό υπαινισσόμαστε, ότι ξέρουμε εκείς κάτι που Εκείνος δε γνωρίζει και ότι επομένως είμαστε σοφώτεροι από Εκείνον.
Πραγματική προσευχή είναι να μη ζητά ο άνθρωπος τίποτε άλλο παρά μόνο Αυτόν τον Ίδιο το Θεό, τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Αυτού, και όλα τα άλλα που έχουμε πραγματική ανάγκη θα μάς δοθούν χωρίς να τα ζητήσουμε. « Πάτερ,…πλήν μή τό θέλημά μου, ἀλλά τό σόν γενέσθω» (Λουκ. κβ´ 43). Αυτός ας είναι ο τελευταίος λόγος σε κάθε μας προσευχή.
Στην προσευχή μας δεν χρειάζονται πολλά λόγια, αλλά λίγα και απλά. Ο Χριστός έδειξε, ότι η ποιότητα της προσευχής δεν εξαρτάται από το πλήθος των λόγων, αλλά από την προσευχή της ψυχής.
Και επειδή μπορεί εύκολα να ψυχρανθεί η θερμότητα της προσευχής θα πρέπει να προσευχόμαστε συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας, για να διατηρούμε έτσι τη θερμότητα της προσευχής.
Μπορούμε να προσευχόμαστε νοερά και να επικαλούμεθα το Θεό κάνοντας οποιαδήποτε ενασχόληση στο χώρο της οικίας μας ή της εργασίας. Έτσι, με τη ζωή της προσευχής, παρά τις δοκιμασίες και τις οδυνηρές καταστάσεις, η παρουσία του Κυρίου θα παραμάνει στην καρδιά μας ως ήσυχη ειρήνη και πλημμύρα φωτοφόρων σκέψεων.
Όταν ο Θεός είναι μαζί μας, όλα τα παθήματα της ζωής δε φαίνονται φοβερά, διότι μετά του Ιησού Χριστού «μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» (Α´ Ιωάν. γ´ 14).
Από τη Φωνή Κυρίου 2004