«Άλλος, λοιπόν, τον πατέρα, τον τραβά αρπάζοντας τον ως βοηθό. Άλλος, πού δικάζεται, τον προσκαλεί για συνήγορο. Άλλος, πού πεινά, τον παρακαλεί για τροφή, ο γυμνός τον παρακαλεί για ένδυμα. Άλλος, παρακαλώντας, του παίρνει ακόμη και τα ρούχα πού φορεί. Άλλος, πού πενθεί, τον έχει ανάγκη για παρηγοριά.
Κάποιος άλλος τον τραβά να επισκεφθεί ασθενείς, ξένος του ζητεί καταφύγιο. Άλλος, πλησιάζοντας τον, κλαίει για κάποιο χρέος. Άλλος τον προσκαλεί για επόπτη και συμφιλιωτή μέσα στο σπίτι του, επειδή υπάρχουν διχόνοιες.
Η χήρα φωνάζει δυνατά το «ελέησον» στον πατέρα. Άλλη θρηνεί για την ορφάνια. Ο δούλος καταφεύγει στην αγάπη του, όταν κλαίει από τη σκληρότητα του κυρίου του.
Ο πατέρας έχει κάθε ημέρα αναρίθμητες φροντίδες για τα προβλήματα του καθενός.
Συλλαμβάνεται κάποιος βίαια; τότε ο πατέρας γίνεται συνήγορος. Πείνα μεγάλη βασανίζει τους ανθρώπους; αμέσως τότε ο συνήγορος γίνεται τροφοδότης.
Είναι κάποιος άρρωστος; τότε ο τροφοδότης γίνεται γιατρός. Έχει πέσει κάποιος σε πένθος; τότε ο γιατρός βρίσκει τον παρηγορητικό λόγο, για να καταπραΰνει τη θλίψη.
Έφτασε η ώρα της φροντίδας για τους ξένους; τότε και ξενοδόχος γίνεται ο πατέρας, πού έχει γίνει τα πάντα, για όλους»
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος