«Είμαι ένας τενεκές. Αισθάνομαι σαν ένα κονσερβοκούτι άχρηστο, πού είναι πεταμένο στο σκουπιδότοπο», έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος στους επισκέπτες, πού ήθελαν να τον επαινέσουν.
Και διευκρίνιζε: «Το κονσερβοκούτι, όταν πέφτουν πάνω του οι ακτίνες του ήλιου, λάμπει και νομίζουν μερικοί ότι είναι σπουδαίο κι έχει αξία».
Ό Γέροντας ήταν έξυπνος και διακρινόταν για την ευστροφία του νου του. Έδινε πάντα την κατάλληλη απάντηση στις ερωτήσεις, πού του έκαναν. Στους άσχετους μιλούσε με παραβολικό τρόπο, για να τούς προβληματίζει.
Κάποτε έφτασε στο καλύβι του Γέροντα ένας κοσμικός, πού δεν γνώριζε από μοναχισμό. Έτυχε να μη υπάρχουν άλλοι επισκέπτες. Κάθισε στο πεζουλάκι και παρατηρούσε τα πάντα με περιέργεια. Ό Γέροντας είχε μπει μέσα στο κελί, για να του ετοιμάσει το κέρασμα. Σε λίγο του έφερε το λουκούμι και το νερό και του είπε:
-Από πού μας έρχεσαι, αδελφέ; Από τη Θεσσαλία, παπά Πώς τα βλέπεις εδώ στο Άγιον Όρος τα πράγματα;
-Έχει ωραία φύση και ωραίες ακρογιαλιές. Τα ζηλεύω αυτά. Εσύ, όμως, τι κάνεις εδώ μέρα νύχτα; Δεν βλέπω ν’ απασχολείσαι με κάτι.
Ό Γέροντας χαμογέλασε και θέλησε να του διορθώσει το λογισμό.
Βλέπεις τούτες τις πλαγιές, που είναι γεμάτες λουλούδια και μοσχοβολάει ό τόπος; Εγώ τις περιποιούμαι. “Όλη τη μέρα κουβαλάω νερό και ποτίζω τα λουλούδια Τι τραβάω ο καημένος! ‘Αλλά και όλο το βράδυ δουλεύω. Ανάβω τα καντήλια των αστεριών, πού είναι τόσα πολλά τρέχω εδώ κι εκεί να προλάβω. στο ένα ρίχνω λάδι, στο άλλο αλλάζω φιτίλι, στο άλλο δυναμώνω τη φλόγα Και τα προλαβαίνω όλα κουράζομαι, βέβαια, πολύ.
Ό επισκέπτης άκουγε το Γέροντα με προσοχή, αλλά δεν μπορούσε να κατανοήσει τον παραβολικό του λόγο. Τα είχε χαμένα. Ήπιε και το υπόλοιπο νερό, πού είχε το κύπελλο, σηκώθηκε αμήχανα, έδωσε στο Γέροντα το χέρι του κάπως μουδιασμένα και ξεκίνησε να φύγει.
-Στη ευχή της Παναγίας! του είπε ο Γέροντας. Την άλλη φορά ίσως να μη έχω πολλή δουλειά και να μπορέσουμε να μιλήσουμε. Ευχαριστώ πολύ είπε ο επισκέπτης και πήρε το κατηφορικό μονοπάτι για το μοναστήρι των Ιβήρων.
Στο μυαλό του τριβέλιζαν τα δυσεξήγητα λόγια του Ασκητή. Ήθελε κάποιες διευκρινίσεις, άλλα δεν τόλμησε να τις ζητήσει. «Ας είναι», σκέφθηκε. «Ίσως την άλλη φορά μπορέσω να εξηγήσω-μερικά πράγματα» και συνέχισε την οδοιπορία του.
Ό Γέροντας μπήκε στο κελί του και άρχισε να τακτοποιεί μερικά πράγματα Ετοίμασε κάτι για φαγητό και κάθισε λίγο να ξεκουραστεί. Αισθανόταν εκείνη τη μέρα εξάντληση. ‘Αργά το απόγευμα ήρθε στο καλύβι του ένας σωματώδης άνθρωπος, πού είχε αγρία όψη.
Καθόταν έξω απ’ το σύρμα και παρακολουθούσε. Σε λίγο φάνηκε μια παρέα, ή οποία μπήκε μέσα και κάθισε στα άσκιστα κούτσουρα. Εκείνος ακολούθησε και κάθισε παρατηρώντας Φαινόταν ότι είχε εσωτερικό βρασμό.
Ήταν ανεκδήλωτος. Περίμενε φαίνεται την κατάλληλη στιγμή. Ό Γέροντας κέρασε κι αυτόν, χωρίς να του μιλήσει ιδιαίτερα Μετά, απευθυνόμενος στα παιδιά της παρέας, είπε:
-Βρε, μόνο για παρελάσεις είστε. Δεν έχετε την παλικαριά για μάχες. Εμείς οι Χριστιανοί έχουμε το Χριστό, πού θυσιάστηκε. Έχουμε την Ορθοδοξία και τους Μάρτυρες. Πολύ αίμα χύθηκε για την πίστη.
-Γέροντα, μας βλέπετε ακατάλληλους για μάχες; είπε ένας απ’ την παρέα.
Δεν λέω αυτό. Αλλά χρειάζεται τόνωση και αποφασιστικότητα. Αν δεν είχαν πέσει οι Μάρτυρες, ποιος ξέρει τι θα ήμασταν εμείς σήμερα;
Άλλη παρέα νέων φάνηκε στο σύρμα Οι νέοι σηκώθηκαν και κάθισαν εκείνοι. Κόσμος έφευγε και κόσμος ερχόταν. Ό μοναχικός επισκέπτης παρέμενε στη θέση του βλοσυρός.
Ό Γέροντας του έριχνε μερικές ματιές, αλλά δεν του έλεγε τίποτα. Η παρουσία του, όμως, τον κούραζε. Κάτι συνέβαινε μ’ αυτόν. Ό ήλιος είχε κρυφτεί και είχαν φύγει και οι τελευταίοι επισκέπτες. Ό Γέροντας ανήσυχος τον πλησίασε και του είπε:
-Νύχτωσε τώρα Πού θα πάς;
-Δεν με απασχολεί το θέμα, απάντησε με θράσος εκείνοςΑπασχολεί, όμως, εμένα. Άντε κάπου να πάς, να κλείσω κι εγώ.
Εκείνη τη στιγμή ό φοβερός επισκέπτης, φύσηξε δυνατά, πετάχτηκε πάνω και άρπαξε το Γέροντα άπ’ το λαιμό, λέγοντας του:
-Έ, βρε συ με τους θεούς σου.
Κι έσφιξε με τα χέρια του το λαιμό του Γέροντα, ο οποίος αντέδρασε αμέσως και τινάχτηκε μόνος του μερικά βήματα πιο κει και με δυνατή φωνή του είπε:
-Για ποιους θεούς μιλάς, βρε αθεόφοβε; Εγώ λατρεύω τον ένα Τριαδικό Θεό. Άντε, φύγε από εδώ!
Ο Γέροντας ξαναμμένος τον πλησίασε απότομα και τον έσπρωξε. Ο μικρός Δαβίδ χτύπησε το Γολιάθ. Εκείνος τα `χάσε. Τραντάχτηκε, έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε κάτω.
Μαζεύτηκε κουβάρι κι έπαιρνε πυκνές και βαθιές ανάσες. Όταν συνήλθε κάπως, σηκώθηκε κι εξαφανίστηκε απ’ την αυλή. Έφυγε καταντροπιασμένος.
Ο Γέροντας γνώριζε πολύ καλά ότι ανάμεσα στους ανθρώπους, πού τον επισκέπτονταν υπήρχαν και κακοί, οι οποίοι σχεδίαζαν την εξόντωση του. Κάποτε ήρθε στο Γέροντα ή πληροφορία ότι στις Καρυές είχαν φτάσει τρεις άθεοι, πού θα κατέβαιναν στην Παναγούδα, για να του επιτεθούν.
Το βράδυ εκείνης της μέρας, πού διαδόθηκε ή κακή πληροφορία, ο Γέροντας ήταν εκνευρισμένος. Δεν πίστευε ότι υπάρχουν άνθρωποι, πού θέλουν να τον κακοποιήσουν. Ωστόσο περίμενε να δει τι θα γίνει.
Όταν το σκοτάδι είχε καλύψει τα πάντα κι επικρατούσε ησυχία στη γύρω περιοχή, ο Γέροντας δοξολογούσε το Θεό. Περί τις 10 άκουσε ένα κουδουνάκι, απ’ αυτά, πού έχουν τα σκυλιά Κατάλαβε ότι κάποιοι είχαν πλησιάσει.
Τράβηξε το μπερντέ απ’ το παράθυρο και είδε τρία γεροδεμένα παλικάρια να στέκονται στο σύρμα. Πήρε το φακό, έκανε το σταυρό του και άνοιξε την πόρτα. Έριξε το φως πάνω τους για να τους δει καλύτερα.
-Άνοιξε, ρε Παππού, του φώναξαν εκείνοι.
-Τι θέλετε τέτοια ώρα; Δεν έχετε λίγο μυαλό; θα σας θεωρήσουν υπόπτους. Δεν έχω όρεξη για κουβέντες, τους είπε ό Γέροντας.
-Θα έρθουμε αύριο να σε δούμε, είπαν οι τρεις νυχτερινοί επισκέπτες κι έφυγαν.
Ο Γέροντας τούς παρακολουθούσε. Το φως του φακού τους σταμάτησε, γεγονός πού του προκάλεσε πρόσθετη ανησυχία Πίστευε ότι δεν θα έφευγαν, αλλά σε λίγο θα γύριζαν απειλητικοί.
Μπήκε μέσα στο κελί, έβαλε το μοναχικό του σχήμα, φόρεσε το ράσο του και περίμενε. Ήταν έτοιμος να υποφέρει για χάρη του Χριστού. Στην καρδιά του είχε γλυκιά γαλήνη.
Οι τρεις νεαροί είχαν απομακρυνθεί περί τα πενήντα μέτρα απ’ το καλύβι και κάθονταν σκεφτικοί και αμίλητοι. Έβλεπαν ότι το σχέδιο τους δεν ήταν σωστό, αφού ο Γέροντας ποτέ δεν είχε βλάψει κάποιον. Αργά τα μεσάνυχτα, έφτασαν σ’ ένα πανδοχείο των Καρυών και κοιμήθηκαν.
Την άλλη μέρα έφυγαν απ’ το Όρος νιώθοντας την ψυχή τους αδεία.