– Γέροντα, ὅταν μιὰ ψυχὴ ἀγωνίζεται χρόνια καὶ δὲν βλέπη πρόοδο, τί συμβαίνει;
– Ὅταν δὲν βλέπουμε πρόοδο στὸν ἀγώνα μας, σημαίνει ἢ ὅτι δὲν ἔχουμε ἐγρήγορση ἢ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει νὰ προχωρήσουμε περισσότερο, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευθοῦμε καὶ βλαφθοῦμε.
– Γέροντα, ὅπως βλέπω τὸν ἑαυτό μου, κάθε μέρα γίνομαι χειρότερη, τί θὰ γίνη;
– Κοίταξε, εὐλογημένη, ὑπάρχουν τρία στάδια. Στὸ πρῶτο στάδιο, ὁ Θεὸς δίνει καραμέλες καὶ σοκολάτες, γιατὶ βλέπει τὴν ἀνάγκη καὶ τὴν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς.
Στὸ δεύτερο, παίρνει λίγο τὴν Χάρη Του γιὰ παιδαγωγία, γιὰ νὰ καταλάβη ὁ ἄνθρωπος ὅτι χωρὶς τὴν βοήθειά Του δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τὸ παραμικρό, ὥστε νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ αἰσθανθῆ τὴν ἀνάγκη νὰ καταφύγη σ᾿ Αὐτόν.
Καὶ τὸ τρίτο στάδιο εἶναι μιὰ μόνιμη καὶ σταθερὴ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση. Ἐσὺ βρίσκεσαι ἀνάμεσα στὸ δεύτερο καὶ τρίτο στάδιο. Προχωρᾶς λίγο, μετὰ ξεχνᾶς τὴν ἀδυναμία σου, παίρνει ὁ Χριστὸς τὴν Χάρη Του, ἀπογυμνώνεσαι ἀπὸ τὴν θεία Χάρη, βλέπεις ξανὰ τὴν ἀδυναμία σου καὶ συνέρχεσαι.
Ἂν μοῦ ἔλεγες ὅτι, ὅσο προχωρᾶς, εἶσαι καλύτερα, θὰ φοβόμουν, γιατὶ θὰ ἔβλεπα ὅτι ἔχεις ὑπερηφάνεια. Τώρα ὅμως ποὺ λὲς ὅτι ὅλο καὶ πιὸ χάλια βλέπεις τὸν ἑαυτό σου, ἐγὼ χαίρομαι, γιατὶ βλέπω ὅτι εἶσαι καλά. Μὴ φοβᾶσαι. Ὅσο προχωράει κανείς, τόσο περισσότερο βλέπει τὶς ἐλλείψεις του καὶ τὶς ἀτέλειές του καὶ αὐτὸ εἶναι πρόοδος.
– Γέροντα, ὑπάρχει, περίπτωση νὰ μὴ μὲ ἀκούη ὁ Θεός, ὅταν Τοῦ ζητάω νὰ μὲ βοηθήση νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ ἕνα πάθος;
– Τί, Βάαλ(1) εἶναι ὁ δικός μας ὁ Θεός; Ὁ Θεὸς ἀκούει καὶ μᾶς βοηθάει. Ἴσως νὰ μὴ νιώθης τὴν βοήθειά Του· αἰτία ὅμως δὲν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐσὺ ἡ ἴδια ποὺ διώχνεις τὴν βοήθειά Του μὲ τὴν ὑπερηφάνεια.
Ἂν δὲν ὑπάρχη κίνδυνος νὰ τὸ πάρουμε ἐπάνω μας καὶ νὰ ὑπερηφανευθοῦμε, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ βοηθήση ὁ Θεός.
Ὁ Καλὸς Θεὸς θέλει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας, ἀλλά, ἂν ἔχουμε ὑπερηφάνεια ἢ προδιάθεση ὑπερηφανείας, δὲν μᾶς βοηθάει νὰ ἀπαλλαγοῦμε, γιατὶ θὰ νομίζουμε ὅτι τὸ κατορθώσαμε χωρὶς τὴν δική Του βοήθεια.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας νὰ μᾶς βοηθήση νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ἕνα πάθος καὶ δὲν μᾶς βοηθάη, πρέπει ἀμέσως νὰ καταλάβουμε ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος κρύβεται ἄλλο μεγαλύτερο, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν βλέπουμε τὴν ὑπερηφάνεια, ἀφήνει ὁ Θεὸς νὰ παραμένη τὸ πάθος ποὺ βλέπουμε, π.χ. ἡ γαστριμαργία, ἡ φλυαρία, ὁ θυμὸς κ.λπ., γιὰ νὰ ταπεινωνώμαστε.
Ὅταν σιχαθοῦμε πιὰ τὰ πάθη μας ἀπὸ τὶς συνεχεῖς πτώσεις μας, γνωρίσουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ ταπεινωθοῦμε, τότε μᾶς βοηθάει ὁ Θεὸς καὶ ἀνεβαίνουμε δύο‐δύο τὰ πνευματικὰ σκαλιά.
Τὰ πάθη ξερριζώνονται εὔκολα, ὅσο εἶναι «τρυφερὰ»
– Γέροντα, βλέπω ὅτι ἔχω πολλὰ πάθη.
– Ναί, ἔχεις πολλὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ νειάτα ἔχεις καὶ παλληκαριὰ ἔχεις, γιὰ νὰ δουλέψης καὶ νὰ βγάλης ἀπὸ τὸ περιβόλι σου τὰ ἀγκάθια καὶ νὰ βάλης κρίνα, ζουμπούλια, τριαντάφυλλα καὶ νὰ ἀγάλλεσαι μετὰ μέσα στὸ περιβόλι σου.
Τώρα ποὺ εἶσαι νέα, τὰ πάθη εἶναι «τρυφερὰ» καὶ εὔκολα ξερριζώνονται. Βλέπεις, καὶ τὰ ἀγριόχορτα – καὶ ἀγκάθια νὰ εἶναι –, ὅταν εἶναι ἀκόμη τρυφερά, εὔκολα ξερριζώνονται· ἐνῶ, ὅταν μεγαλώσουν, σκληραίνουν καὶ δύσκολα μπορεῖς νὰ τὰ πιάσης, γιὰ νὰ τὰ ξερριζώσης.
Καὶ ἡ τσουκνίδα, ὅταν βγάζη τὰ πρῶτα φύλλα, δὲν διαφέρει στὴν ἁπαλάδα ἀπὸ τὸν βασιλικό· μπορεῖς νὰ τὴν πιάσης καὶ νὰ τὴν μυρίσης, γιατὶ εἶναι τρυφερή.
Γι᾿ αὐτὸ νὰ προσπαθήσης νὰ ξερριζώσης τὰ πάθη σου, ὅσο εἶσαι νέα, γιατί, ἂν τὰ ἀφήσης, θὰ αἰχμαλωτισθῆ ἡ ψυχή σου σὲ διάφορες ἐπιθυμίες καὶ θὰ εἶναι δύσκολο νὰ ἐλευθερωθῆς ἀπὸ αὐτές.
Ὅσοι ἀπὸ νέοι δὲν ξερριζώνουν τὰ πάθη τους, ὑποφέρουν πολὺ στὰ γεράματα, διότι γερνᾶνε μὲ τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα γίνονται «παλιὰ κακὰ» δυσκολοθεράπευτα. Ὅσο μεγαλώνει ὁ ἄνθρωπος, ἀρχίζει νὰ ἀγαπᾶ τὰ πάθη του.
Ἔρχεται ἡ ἡλικία τῆς ἀγάπης, τῆς στοργῆς καὶ γίνεται πιὸ ἐπιεικὴς στὸν ἑαυτό του. Ἐξασθενεῖ καὶ ἡ θέληση, καὶ ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν γίνεται πιὸ δύσκολος. Ὁ νέος ἔχει ζωντάνια· ἐὰν ἀξιοποιήση αὐτὴν τὴν ζωντάνια στὸ ξερρίζωμα τῶν παθῶν, προκόβει.
Πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη
– Γέροντα, γιατί πέφτω συνέχεια στὴν γαστριμαργία;
– Γιατὶ ἐκεῖ ἔχεις ἀδυναμία. Ὁ διάβολος πολεμάει τὸ φυλάκιο ποὺ εἶναι ἀδύνατο· τὰ ἄλλα ποὺ εἶναι ὀχυρωμένα καλὰ δὲν τὰ χτυπάει. «Ἂν καταλάβω αὐτὸ τὸ φυλάκιο, λέει, εὔκολα θὰ καταλάβω ἕνα‐ἕνα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα φυλάκια». Γι᾿ αὐτό, τὸ ἀδύνατο φυλάκιο πρέπει νὰ ὀχυρώσης καλά.
– Γέροντα, πελαγώνω, ὅταν βλέπω τὰ πάθη μου.
– Νὰ μὴν πελαγώνης οὔτε νὰ δειλιάζης. Μὲ θάρρος νὰ παίρνης ἕνα–ἕνα τὰ πάθη σου, ἀρχίζοντας τὸν ἀγώνα σου ἀπὸ τὸ πιὸ μεγάλο. Στὴν ἀρχὴ βοηθάει νὰ μὴν τὰ λεπτολογῆς, ἀλλὰ νὰ χτυπᾶς καὶ νὰ ξερριζώνης τὰ πιὸ χοντρὰ ποὺ βλέπεις.
Καὶ καθὼς θὰ ἀχρηστεύωνται οἱ ρίζες τῶν μεγάλων παθῶν, θὰ ξεραίνωνται καὶ οἱ λεπτὲς ρίζες ἀπὸ τὰ μικρότερα πάθη. Ἑπομένως, ὅταν ξερριζώσης ἕνα μεγάλο πάθος, μαζὶ μὲ αὐτὸ θὰ ξερριζωθοῦν καὶ ἄλλα μικρότερα.
– Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ παίρνω πολλὲς ἀποφάσεις νὰ ἀγωνισθῶ μὲ ζῆλο κατὰ τῶν παθῶν μου, τελικὰ δὲν τὶς πραγματοποιῶ;
– Γιατὶ παίρνεις πολλὲς ἀποφάσεις μαζί. Τὰ πάθη, ὅπως καὶ οἱ ἀρετές, ἀποτελοῦν μιὰ ἁλυσίδα.
Τὸ ἕνα πάθος εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὸ ἄλλο καὶ ἡ μία ἀρετὴ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν ἄλλη, ὅπως τὰ βαγόνια τοῦ τραίνου εἶναι ἑνωμένα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ ὅλα ἀκολουθοῦν τὸ πρῶτο.
Ἂν λοιπὸν ἀποφασίσης νὰ ἀγωνισθῆς γιὰ ἀρκετὸ διάστημα, γιὰ νὰ κόψης ἕνα συγκεκριμένο πάθος καὶ νὰ καλλιεργήσης τὴν ἀντίστοιχη ἀρετή, θὰ τὸ πετύχης. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸ τὸ πάθος ποὺ θὰ κόψης, θὰ ἀπαλλαγῆς καὶ ἀπὸ ἄλλα πάθη καὶ θὰ ἀναπτυχθοῦν οἱ ἀντίστοιχες ἀρετές.
Ἂς ποῦμε ὅτι ζηλεύεις· ἂν ἀγωνισθῆς νὰ μὴ ζηλεύης, θὰ καλλιεργήσης τὴν ἀγάπη, τὴν καλωσύνη, καὶ συγχρόνως θὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸν θυμό, ἀπὸ τὴν κατάκριση, ἀπὸ τὴν κακία, ἀπὸ τὴν λύπη.
– Γέροντα, ἕνα πάθος ἢ μία κακὴ συνήθεια εἶναι καλύτερα νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω ἢ σιγὰ‐σιγά;
– Ἂν μπορῆς νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω, εἶναι καλύτερα, γιατὶ διαφορετικὰ ἀφήνουν… δέκατα. Δὲν χρειάζεται καθυστέρηση.
Ὅταν περνάη κανεὶς ἕνα ποτάμι, ἰδίως χειμώνα καιρό, προσπαθεῖ νὰ τὸ περάση ὅσο πιὸ γρήγορα μπορεῖ, γιατὶ θὰ παγώση. Ἂν τὸ περάση γρήγορα, μέχρι νὰ κρυώση, θὰ ζεσταθῆ πάλι.
Βλέπεις, καὶ τὰ ἄλογα, ὅταν τὰ δένουν, ἂν θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, κόβουν τὸ σχοινὶ ἀπότομα. Μὲ τὸν πειρασμὸ θέλει ἀπότομα κόψιμο τὸ σχοινί.
– Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέει: «Ἀπάθεια εἶναι, ὄχι τὸ νὰ μὴν αἰσθάνεται κανεὶς τὰ πάθη, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ δέχεται αὐτά»(2). Μπορεῖ καὶ ὁ ἀπαθὴς νὰ ἔχη προσβολὴ ἀπὸ πάθη;
– Μπορεῖ· ἀλλά, ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ πετάξη ὁ διάβολος, καίγεται ἀπὸ τὴν θεία φλόγα ποὺ ἔχει ἀνάψει μέσα του. Ὁ διάβολος δὲν παύει νὰ προσβάλλη τὸν ἄνθρωπο, ἀλλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν δέχεται τὶς προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ, τότε καθαρίζει ἡ καρδιά του καὶ κατοικεῖ πιὰ μέσα του ὁ Χριστός.
Ἡ καρδιά του μετατρέπεται σὲ καμίνι, σὲ «βάτο καιομένη»(3), καί, ὅ,τι καὶ ἂν πέση μετὰ μέσα, καίγεται.
Ἀξίζει νὰ πεθάνουμε ἡρωικά, παρὰ νὰ νικηθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη
– Γέροντα, μόνον ἡ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ φθάνει γιὰ νὰ μᾶς παρακινήση στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν;
– Μόνον ἡ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ δὲν φθάνει· χρειάζεται καὶ καλὴ διάθεση, ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καὶ φιλότιμη ἄσκηση.
– Γέροντα, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου βοηθάει στὴν ἐσωτερικὴ ἐργασία;
– Ναί, πολὺ βοηθάει. Ἂν ἔχουμε μνήμη θανάτου μὲ ἐλπίδα στὸν Θεό, θὰ γνωρίσουμε τὴν ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ βοηθηθοῦμε πνευματικά.
Γι᾿ αὐτὸ νὰ φέρνουμε στὸν νοῦ μας τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν ξεχνοῦμε ὅτι θὰ κριθοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάναμε καὶ δὲν μετανοήσαμε.
«Τί κάνω; Πῶς ζῶ μὲ τόση ἀμέλεια; νὰ σκεφθῶ. Ἂν πεθάνω αὐτὴν τὴν στιγμή, ποῦ θὰ πάω; Μήπως ἔκανα κανένα συμβόλαιο μὲ τὸν θάνατο; Πεθαίνουν καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι». Ἂν σκέφτωμαι ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ σὲ λίγο νὰ μὲ πάρη, τότε δὲν θὰ ἁμαρτάνω.
Γιὰ νὰ πεθάνουν τὰ πάθη, πρέπει νὰ σκεφτώμαστε τὸν θάνατο, τὴν μέλλουσα Κρίση, καὶ νὰ πάθουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ φιλότιμο γιὰ τὸν Χριστὸ ποὺ πολλὰ ἔπαθε, γιὰ νὰ μᾶς λυτρώση.
Ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν εἶναι ἕνα διηνεκὲς γλυκὸ μαρτύριο γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἀξίζει νὰ πεθάνουμε ἡρωικά, παρὰ νὰ νικηθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ πληγώσουμε τὸν Χριστό.
– Στρυμώχνομαι, Γέροντα, στὸν ἀγώνα μου.
– Ἕνα ἀγκαθάκι βγάζεις ἀπὸ τὸ δάκτυλό σου καὶ πονᾶς, πόσο μᾶλλον νὰ ξερριζώσης ἀπὸ μέσα σου ἕνα πάθος!
Ὕστερα νὰ ξέρης ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταβάλλη προσπάθεια νὰ κόψη ἕνα πάθος του, τότε ὁ πειρασμὸς βάζει ἐμπόδια καὶ στρυμώχνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅπως στρυμώχνεται καὶ ὁ δαιμονισμένος, ὅταν τοῦ διαβάζουν ἐξορκισμούς, γιατὶ γίνεται ἀγώνας, παλεύει μὲ τὸν διάβολο· ἔπειτα ὅμως ἐλευθερώνεται.
Τὸ καθάρισμα τοῦ ἑαυτοῦ μας δὲν γίνεται χωρὶς κόπο, πατώντας κουμπιά. Δὲν κόβονται ἀμέσως τὰ πάθη, ὅπως καὶ ὁ κορμὸς τοῦ δένδρου δὲν κόβεται ἀμέσως μὲ μιὰ πριονιά.
Τὸ πριόνι κόβει γιὰ πολλὴ ὥρα, μέχρι νὰ κοπῆ πέρα‐πέρα ὁ κορμός. Καὶ δὲν τελειώνει ἐδῶ ἡ δουλειά. Γιὰ νὰ γίνη ὁ κορμὸς ἔπιπλο, πόσος κόπος χρειάζεται! Πρέπει πρῶτα νὰ πελεκηθῆ, νὰ γίνη σανίδες καὶ μετὰ νὰ τὶς πάρη ὁ ἐπιπλοποιός, γιὰ νὰ τὶς κάνη χρήσιμο ἔπιπλο.
– Κι ἂν, Γέροντα, δὲν καταλαβαίνω ὅτι αὐτὸς ὁ κόπος εἶναι ἀπαραίτητος;
– Τότε θὰ μείνης κούτσουρο καὶ θὰ σὲ ρίξουν στὴν φωτιά.
Πρέπει νὰ σπείρουμε, γιὰ νὰ δώση ὁ Θεὸς
– Γέροντα, κάθε μέρα λέω: «Ἀπὸ αὔριο θὰ προσέχω, θὰ διορθωθῶ», ἀλλὰ καὶ πάλι πέφτω στὰ ἴδια.
– Νὰ βάζης τὸν Θεὸ μπροστά· νὰ λές: «μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, θὰ προσπαθήσω νὰ διορθωθῶ», ὥστε νὰ βοηθήση ὁ Θεός. Τὸ ὅτι θέλεις νὰ διορθωθῆς, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δέχεσαι βοήθεια. Ζητᾶς καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σὲ βοηθήση καὶ ρίχνει ὁ Θεὸς τὸ βλέμμα Του ἐπάνω σου.
Κάνεις καὶ τὴν μικρή σου προσπάθεια καὶ προχωρεῖς. Ποιός, ὅταν δῆ ἕνα μικρὸ παιδάκι νὰ προσπαθῆ μὲ τὰ χεράκια του νὰ κυλήση μιὰ κοτρώνα, δὲν θὰ τρέξη νὰ τὸ βοηθήση, γιὰ νὰ μὴν παιδεύεται; Ἔτσι καὶ ὁ Θεός, ὅταν δῆ τὴν μικρή σου προσπάθεια, θὰ σὲ βοηθήση νὰ νικήσης.
Μερικοί, ἐνῶ δὲν καταβάλλουν καμμιὰ προσπάθεια νὰ διορθωθοῦν, λένε: «Χριστέ μου, ἔχω αὐτὰ τὰ πάθη. Ἐσύ, μπορεῖς νὰ μὲ ἀπαλλάξης· ἀπάλλαξέ με». Ἔ, πῶς νὰ βοηθήση τότε ὁ Θεός;
Γιὰ νὰ βοηθήση ὁ Θεός, πρέπει νὰ καταβάλη ὁ ἄνθρωπος τὴν προσπάθεια ποὺ μπορεῖ. Δηλαδὴ εἶναι μερικὰ πράγματα ποὺ πρέπει νὰ κάνη ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ βοηθήση μετὰ ὁ Θεός. Σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν βοηθιέται, ἂν δὲν θέλη νὰ βοηθήση ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του.
Ἐμεῖς μερικὲς φορὲς πᾶμε νὰ ἀποκτήσουμε τὴν Χάρη καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ μὲ ἕναν μαγικὸ τρόπο. Νομίζουμε πὼς χωρὶς ἀγώνα θὰ ἀποκτήσουμε μιὰ ἀρετὴ ἢ ἀκόμη καὶ θὰ ἁγιάσουμε.
Γιὰ νὰ δώση ὅμως ὁ Θεός, πρέπει νὰ σπείρουμε. Πῶς θὰ δώση ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ ἐργασθοῦμε; Τί λέει τὸ τροπάριο; «Τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας»(4). Ὁ Θεὸς ρίχνει‐ρίχνει βροχή, μαλακώνει τὸ χῶμα, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ «γεωργήσουμε» τὸ χωράφι μας.
Τὸ χῶμα εἶναι ἕτοιμο, ἀλλὰ πρέπει νὰ βάλουμε τὸ ὑνὶ στὸ χωράφι καὶ νὰ τὸ σπείρουμε· καὶ ὅ,τι σπείρουμε, θὰ θερίσουμε. Ἂν ὅμως δὲν ὀργώσουμε, πῶς θὰ σπείρουμε; Κι ἂν δὲν σπείρουμε, τί θὰ θερίσουμε;
Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴ ρωτᾶτε μόνον τί μπορεῖ νὰ κάνη ὁ Θεός, ἀλλὰ νὰ ρωτᾶτε καὶ τὸν ἑαυτό σας τί μπορεῖτε νὰ κάνετε κι ἐσεῖς. Ἡ τράπεζα τοῦ Χριστοῦ δίνει πολὺ μεγάλο τόκο. Ἀλλά, ἂν δὲν κάναμε κατάθεση στὴν τράπεζα, πῶς θὰ κάνουμε ἀνάληψη;
(1) Βλ. Γ´ Βασ. 18, 26.
(2) Βλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΠΑ´, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1961, σ. 273.
(3) Βλ. Ἔξ. 3, 2‐3.
(4) Ἀπὸ τὸ Ἀπολυτίκιο τῶν Ὁσίων: «Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς».
Από το βιβλίο του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου ΛΟΓΟΙ Έ “Πάθη και Αρετές” σελ 15-19