Κάποτε δυὸ αδελφοι μιᾶς Σκήτης κατέβηκαν στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ διαθέσουν τὰ ἐργόχειρά τους.
Ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ὅμως παρασύρθηκε ἀπὸ μιὰ γυναῖκα καὶ ἔπεσε στὴν ἁμαρτία τῆς πορνείας.
Ἀπελπισμένος λοιπὸν πῆγε στὸν ἀδελφό του καὶ τοῦ εἶπε:
– Κοίταξε νὰ δῆς, ἐγὼ δυστυχῶς ἔπεσα σὲ ἁμαρτία, δὲν γυρίζω πίσω. Πήγαινε μόνος σου.
Ὁ ἄλλος ἀδελφός, ποὺ ἦταν ἁγνὸς νέος, ταράχθηκε στὸ ἄκουσμα τῆς ἁμαρτίας, στὴν ὁποία εἶχε πέσει ὁ ἀδελφός του. Δὲν τὸ ἔδειξε ὅμως, καὶ μάλιστα ἔκανε κάτι πάρα πολὺ μεγάλο. Γιὰ νὰ ἁρπάξη τὸν ἀδελφὸ ἀπὸ τὰ νύχια την απελπισία προσποιήθηκε ὅτι καὶ αὐτὸς ἔκανε τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ὅτι ἔπεσε δηλαδὴ στὴν ἁμαρτία.
– Ἂς πᾶμε τώρα, ἔτσι κι ἀλλιῶς κι ἐγὼ ἔπεσα, κι ἐσὺ ἔπεσες, ἂς πᾶμε πίσω, ἂς κοπιάσουμε καὶ οἱ δυὸ μαζὶ καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὅπως εἶναι καὶ ἀγαθὸς καὶ οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, θὰ δῆ τὴ μετάνοιά μας καὶ θὰ μᾶς συγχωρήση. Ἐσὺ θὰ βοηθῆς ἐμένα, ἐγὼ θὰ βοηθῶ ἐσένα καὶ ἔτσι θὰ κάνουμε τὸν ἀγῶνα μας, θὰ κάνουμε τὸν κανόνα μας καὶ θὰ σωθοῦμε. Ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε!
Πείσθηκε ὁ ἄλλος. Ἀφοῦ κι ὁ ἀδελφὸς ἔπεσε, ἔ, σκέφθηκε, θὰ εἴμαστε οἱ δυὸ μας. Πῆγαν, ἔπεσαν καὶ οἱ δυὸ μαζὶ γονατιστοὶ μπροστὰ στὸν Πνευματικό καὶ ἐξομολογήθηκαν ὅτι ἔκαναν μαζὶ τὴν ἁμαρτία. Καὶ τιμωρήθηκαν αὐστηρότατα ἀπὸ τοὺς πατέρες ἐκεῖ καὶ τοὺς Γεροντάδες τῆς ἐρήμου.
Μαζὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ κανονίστηκε καὶ ὁ ἁγνὸς νέος.
Μιὰ νὐκτα, ὅπως προσευχόταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους Γέροντες, ἔξω στὴν ἔρημο, ἄκουσε φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ νὰ λέγη τὰ ἑξῆς:
– Γιὰ τὴ μεγάλη ἀγάπη καὶ τὴ θυσία τοῦ ἀθώου, συγχωρῶ καὶ τὸν ἔνοχο!
Ὕστερα ἀπὸ τὴν διαβεβαίωσι αὐτή, οἱ πατέρες ἔλυσαν καὶ τοὺς δύο ἀπὸ τὸ ἐπιτίμιο, χωρὶς νὰ μάθουν ποτὲ ποιὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς ἔνοχος.
π.Σπ.Ρ