Ρίξτε το παλιό κατάστιχο μέσα στη φωτιά της αγάπης.
— Γέροντα, δεν μπορώ να συγχωρήσω εύκολα τους άλλους.
— Εσύ δε θέλεις να σε συγχωρεί ο Χριστός;
— Πώς δε θέλω, Γέροντα;
— Τότε, γιατί κι εσύ δε συγχωρείς τους άλλους; Αυτό πρόσεξέ το πολύ, γιατί στενοχωρεί το Χριστό. Είναι σαν να σου χάρισε δέκα χιλιάδες τάλαντα κι εσύ να μη θέλεις να χαρίσεις στον άλλο εκατό δηνάρια.
Να λες με το λογισμό σου: «Πώς ο Χριστός που είναι αναμάρτητος με ανέχεται συνέχεια, και ανέχεται και συγχωρεί δισεκατομμύρια ανθρώπους, κι εγώ δε συγχωρώ μια αδελφή;».
Μια μέρα ήρθε στο Καλύβι ένα παιδί που ήξερα ότι είχε παρεξηγηθεί με κάποιον και, ενώ εκείνος τού ζητούσε να τον συγχωρέσει, αυτό δεν τον συγχωρούσε.
Κάποια στιγμή μού λέει: «Κάνε προσευχή, Γέροντα, να με συγχωρέσει ο Θεός».
«Θα κάνω προσευχή, του λέω, να μη σε συγχωρέσει ο Θεός». Αλλά εκείνο πάλι μου είπε: «Θέλω, Γέροντα, να με συγχωρέσει ο Θεός». «Αν δε συγχωρέσεις, ευλογημένε, εσύ τους άλλους, τού είπα, τότε, πώς θα σε συγχωρέσει εσένα ο Θεός;».
Η δικαιοσύνη του Θεού είναι η αγάπη, η μακροθυμία· δεν έχει καμιά σχέση με την ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Αυτή τη δικαιοσύνη του Θεού πρέπει να αποκτήσουμε.
Μια νύχτα πήγε στο Κελί του Παπα-Τύχωνα ένας κοσμικός να τον ληστέψει. Αφού βασάνισε αρκετά τον Γέροντα –του έσφιγγε τον λαιμό με ένα σχοινί-, είδε ότι δεν έχει χρήματα και ξεκίνησε να φύγει.
Την ώρα που έφευγε, ο Παπα-Τύχων του είπε: «Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου», Ο κακοποιός αυτός πήγε να ληστέψει και άλλον Γέροντα, αλλά εκεί τον έπιασε η αστυνομία και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και στον Παπα-Τύχωνα.
Ο αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα να πάρει τον Παπα-Τύχωνα για ανάκριση, αλλά ο Γέροντας δεν ήθελε να πάει. «Εγώ, παιδί μου, έλεγε, συγχώρεσα τον κλέφτη με όλη την καρδιά μου».
Ο χωροφύλακας όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του. «Άντε, γρήγορα, Γέροντα, του έλεγε! Εδώ δεν έχει «συγχώρησον» και «ευλόγησον».
Τελικά, επειδή ο Γέροντας έκλαιγε σαν μωρό παιδί, τον λυπήθηκε ο διοικητής και τον άφησε να γυρίσει στο Κελί του.
Όταν μετά θυμόταν ο Γέροντας αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσε να το χωρέσει στο μυαλό του: «Πα-πα-πα, παιδί μου, έλεγε, αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν· δεν έχουν το «ευλόγησον» και το «Θεός συγχωρέσοι»»!
— Γέροντα, τι είναι η μνησικακία; Να θυμάσαι το κακό που σου έκαναν ή να αισθάνεσαι κακία για εκείνον που σου το έκανε;
— Αν θυμάσαι το κακό και λυπάσαι, όταν αυτός που σου το έκανε πάει καλά, ή χαίρεσαι, όταν δεν πάει καλά, αυτό είναι μνησικακία.
Αν όμως, παρά το κακό που σου έκανε ο άλλος, χαίρεσαι με την προκοπή του, αυτό δεν είναι μνησικακία. Αυτό είναι τα κριτήρια, για να ελέγξεις τον εαυτό σου σ’ αυτό το θέμα.
Εγώ πάντως, ό,τι κακό κι αν μου κάνει ο άλλος, το ξεχνώ· ρίχνω το παλιό κατάστιχο μέσα στη φωτιά της αγάπης και καίγεται. Τότε με τον ανταρτοπόλεμο, το 1944, μια μέρα είχαν έρθει στο χωριό μας αντάρτες. Έκανε πολύ κρύο.
Είπα: «Τι θα έχουν να φάνε; Θα ‘ναι νηστικοί. Ας τους πάω λίγο ψωμί». Όταν τους το πήγα, με πέρασαν για ύποπτο. Ούτε καν σκέφτηκα ότι στα βουνά κυνηγούσαν τα αδέλφια μου.
Τι είπε ο Χριστός; «Ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας και να κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας μισούν».
Γέροντας Παΐσιος