Στο χειμερινό παλάτι του πασά, ήταν υπηρέτες δυο παλικάρια: Ο ένας ήταν Τούρκος και ο άλλος χριστιανός. Αλλά η γυναίκα του πασά – πασίνα ας την πούμε – “τα ΄φτιαξε” με τον Τούρκο.
Είχε όμως εμπόδιο τον χριστιανό, που ήταν και αυτός μέσα στο παλάτι, και δεν μπορούσε λοιπόν η κυρά να κάνει ό,τι ήθελε με τον Τούρκο. Γι΄ αυτό και πήρε απόφαση να σκοτώσει τον χριστιανό.
Και να τι έκανε: Τον καιρό εκείνο ο πασάς ήταν στο θερινό του παλάτι. Πήγε λοιπόν και τον βρήκε και συκοφάντησε τον χριστιανό υπηρέτη: “Άνδρα μου πασά”, του είπε, “όλα καλά στο παλάτι.
Για τον Τούρκο υπηρέτη μας, δε λέω. Πολύ καλός και υπάκουος. Αλλά τον άλλο, τον χριστιανό υπηρέτη που έχουμε, πρέπει να τον διώξεις, πρέπει να τον σκοτώσεις, γιατί σχεδιάζει να σου κάνει κακό.
Όλο σε κατηγορεί και σε όλους λέει εναντίον σου”. Σαν τ΄ άκουσε αυτά ο πασάς, χριστιανοί μου, μάνιασε και είπε στην γυναίκα του με θυμό: “Να μου τον στείλεις εδώ την Κυριακή οχτώ η ώρα το πρωί και θα διατάξω να του πάρουν το κεφάλι.
Και μετά από μία ώρα να μου στείλεις τον καλό σου υπηρέτη, τον Τούρκο, να του δώσω σε ένα σακούλι το κεφάλι του χριστιανού να σου το φέρει”.
Χαρά η πασίνα που θα τα κατάφερνε να διώξει από τα πόδια της τον χριστιανό και να ΄ναι ελεύθερη στο παλάτι με τον Τούρκο! Περίμενε πότε να ΄ρθει η Κυριακή, για να πραγματοποιηθεί ο καημός της.
Ήρθε λοιπόν η Κυριακή και πρωί-πρωί είπε στον χριστιανό υπηρέτη της να πάει στον πασά, γιατί τον θέλει. Και ξεκίνησε ο χριστιανός, για να πάει για τον πασά.
Στον δρόμο που πήγαινε πέρασε από μια Εκκλησία και θυμήθηκε τη μάνα του. “Παιδί μου”, του έλεγε η μάνα του, από μικρό που τον είχε κοντά της, “την Κυριακή το πρωί, όταν περάσεις από Εκκλησία, να μπεις μέσα και να μη φύγεις μέχρις ότου ο παπάς πει το “Δι΄ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών…” και τελειώσει η Λειτουργία”.
Έτσι έκανε και ο χριστιανός υπηρέτης. Μπήκε στην Εκκλησία, έκανε τον σταυρό του, άκουσε όλη την Θεία Λειτουργία, πήρε αντίδωρο απ΄ του παπά το χέρι και έφυγε. Είχε περάσει μία – μιάμιση ώρα.
Εν τω μεταξύ η γυναίκα του πασά είχε στείλει τον Τούρκο υπηρέτη, για να του δώσει ο πασάς το κεφάλι του χριστιανού, όπως είχαν συνεννοηθεί. Αλλά ο δεύτερος έγινε πρώτος. Πρώτος στον πασά πήγε ο Τούρκος.
Ο πασάς τώρα, που δε γνώριζε στο πρόσωπο τους υπηρέτες στο χειμερινό παλάτι, γιατί το διαφέντευε η κυρά του, νόμισε τον Τούρκο για τον χριστιανό, που τάχα τον συκοφαντούσε, και διέταξε αμέσως να του πάρουν το κεφάλι.
Έφτασε αργότερα και ο χριστιανός ο λειτουργημένος. “Με έστειλε η κυρά σου, αφέντη μου”, είπε στον πασά. “Τι με θέλεις; Στις προσταγές σου”. Κι ο πασάς, χριστιανοί μου, του έδωσε σε ένα δεμένο σακούλι το κεφάλι του άλλου υπηρέτη, που είχε σκοτώσει.
Και αυτός ο υπηρέτης ήταν ο Τούρκος. “Πάρε, παιδί μου, αυτό το σακούλι”, του είπε, “και πήγαινέ το στην κυρά σου. Θα χαρεί πολύ, όταν το ανοίξει”.
Σαν έφτασε ο χριστιανός υπηρέτης στην γυναίκα του πασά και της πήγε το σακούλι με το κεφάλι του αγαπημένου της Τούρκου αυτή λιποθύμησε, γιατί ποτέ της δεν περίμενε ότι θα έρθουν αντίστροφα τα πράγματα.