Ήταν κάποτε ένα παιδί με πολύ κακούς τρόπους. Ο πατέρας του του έδωσε ένα σακούλι με καρφιά και του είπε ότι κάθε φορά που θα φέρεται άσχημα θα πρέπει να καρφώνει ένα καρφί στο φράχτη.
Την πρώτη μέρα το παιδί κάρφωσε έξη καρφιά. Όμως, καθώς… περνούσαν οι εβδομάδες, όλο και κατάφερνε να χαλιναγωγεί τη συμπεριφορά του, και τα καρφιά ολοένα λιγόστευαν.
Είχε καταλάβει ότι του ήταν προτιμότερο να ελέγχει τις τάσεις του παρά να τρέχει να καρφώνει καρφιά στο φράχτη. Και τελικά έφτασε η μέρα που το παιδί δεν έχασε καθόλου την ηρεμία του.
Το είπε λοιπόν στον πατέρα του, και τότε εκείνος του είπε ότι τώρα θα έπρεπε να ξεκαρφώνει ένα καρφί για κάθε μέρα που δεν θα ξεσπούσε σε οργή. Οι μέρες πέρασαν και ο νεαρός τελικά είπε στον πατέρα του ότι είχε βγάλει όλες τις πρόκες.
Τότε ο πατέρας πήρε το γιό του απ’ το χέρι και τον πήγε κοντά στο φράχτη, κι εκεί του είπε, «πολύ καλά τα κατάφερες γιέ μου, για δες όμως τις τρύπες στο φράχτη. Ποτέ πια ο φράχτης μας δεν θα είναι όπως πρίν.
Οταν είσαι θυμωμένος και λές λόγια, αυτά αφήνουν πληγές σαν και τούτες.
Μπορείς να μαχαιρώσεις κάποιον, και μετά να τραβήξεις το μαχαίρι, αλλά, όσες φορές κι αν θα ζητήσεις συγγνώμη, η πληγή θα μείνει εκεί. Κι ένα τραύμα με λόγια είναι τόσο κακό όσο κι ένα τραύμα στο σώμα.»