Οι Άγιοι κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να καθυποτάξουν την υπερηφάνεια και τον εγωισμό μέσα τους και για να αποκτήσουν την καλή συνήθεια προς την τέλεια υπακοή και αφοσίωση προς τους ανωτέρους ή τον ίδιο τον Θεό.

Το μοναστήρι του άγιου Σάββα του Ηγιασμένου διακρινόταν για την ιδιαίτερη τάξη, πειθαρχία και αγόγγυστη υπακοή των μοναχών.

Όταν πήγε εκεί για να μονάσει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ουδείς εκ των επιφανών πνευματικών πατέρων της μονής τολμούσε να αναλάβει, ως δόκιμο, έναν τέτοιο περίφημο ευγενή και συγγραφέα.

Ο ηγούμενος τον παρέδωσε στην πνευματική πατρότητα ενός απλού άλλα αυστηρού γέροντα. Ο γέρων είπε στον Ιωάννη, να μην κάνει τίποτα πού δεν θα είναι εις γνώσιν του ή υπό την έγκρισή του.

Την περίοδο εκείνη εκοιμήθη κάποιος μοναχός, ο οποίος είχε αδελφό μοναχό στο ίδιο αυτό μοναστήρι. Η θλίψη του μοναχού για την απώλεια του αδελφού του ήταν ανείπωτη.

Ο Ιωάννης, επιθυμώντας να παρηγορήσει τον απαρηγόρητο μοναχό, έγραψε κάποια στιχηρά για τον κεκοιμημένο αδελφό – τα περίφημα νεκρώσιμα, πού μέχρι σήμερα χρησιμοποιεί η Εκκλησία μας στην Ακολουθία για τους κεκοιμημένους.

Αφού συνέθεσε τούς ύμνους, ο Ιωάννης άρχισε να ψάλλει. Ο γέροντας το άκουσε και, εξοργισμένος, έδιωξε τον δόκιμο Ιωάννη.

Κάποιοι αδελφοί πληροφορήθηκαν την αποβολή του Ιωάννη και βρήκαν το θάρρος να επισκεφτούν τον γέροντα. Τον ικέτευαν να συγχωρήσει τον Ιωάννη και να τον δεχθεί πίσω, αλλά εκείνος παρέμενε αμετάπειστος.

Ο Ιωάννης έκλαψε πικρά, διότι είχε παραβεί την εντολή του γέροντά του. Ή αδελφότητα παρακάλεσε άλλη μία φορά τον γέροντα, εκ μέρους του Ιωάννη, να του ορίσει επιτίμιο και μετά να τον συγχωρήσει.

Πράγματι, ο γέροντας τότε επέβαλε στον δόκιμο μοναχό Ιωάννη, ως επιτίμιο, να καθαρίζει και να πλένει όλα τα αποχωρητήρια του μοναστηριού με γυμνά χέρια, εάν επιθυμούσε τη συγχώρηση.

Περίλυποι οι αδελφοί πληροφόρησαν τον Ιωάννη για την απόφαση, σκεπτόμενοι ότι εκείνος θα έφευγε από το μοναστήρι, μη καταδεχόμενος να κάνει κάτι τέτοιο.

Απεναντίας, ο Ιωάννης καταχάρηκε μόλις άκουσε το μήνυμα! Ολοπρόθυμα πήγε και εκτέλεσε την εντολή του γέροντά του. Ο γέροντας βλέποντάς τον δάκρυσε και τον ασπάστηκε, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στα δάκρυα του:

«’Ώ, στρατιώτη του Χριστού γέννησα!

’Ώ, πόσο αληθινός υιός υπακοής είναι αυτός ο άνθρωπος!».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ