Tου Αββά Φωκά:
Έλεγε ο Αββάς Φωκάς, οπού ανήκε στο Κοινόβιο του Αββά Θεογνίου του Ιεροσολυμίτη: «Όταν έμενα σε Σκήτη, υπήρχε εκεί κάποιος Αββάς Ιάκωβος, νέος την ηλικία, στα Κελλιά, όπου είχε τον ίδιο πνευματικό και κατά σάρκα πατέρα.
Είχαν δε τα Κελλιά δύο εκκλησίες, μια των Ορθοδόξων, όπου και κοινωνούσε, και μια των αιρετικών.
Επειδή λοιπόν ο Αββάς Ιάκωβος είχε τη χάρη της ταπεινοφροσύνης, όλοι τον αγαπούσαν, και τα μέλη της Εκκλησίας και οι χωρισμένοι απ΄ αυτή. Του έλεγαν λοιπόν οι ορθόδοξοι:
– «Τον νου σου, Αββά Ιάκωβε, μη σε ξεγελάσουν οι αιρετικοί και σε ελκύσουν στην κοινότητά τους».
Επίσης και οι αιρετικοί τού έλεγαν:
– «Γνώριζε, Αββά Ιάκωβε, ότι, κοινωνώντας με τους διφυσίτες, χάνεις την ψυχή σου. Γιατί είναι Νεστοριανοί και συκοφαντούν την αλήθεια».
Ο δε Αββάς Ιάκωβος, όπου ήταν ακέραιος και στενοχωρήθηκε με όσα άκουε από τις δυο πλευρές και δεν ήξερε πλέον τι να κάμη, πήγε να παρακαλέσει τον Θεό.
Απέκρυψε λοιπόν τον εαυτό του σε απόμερο κελλί, έξω από τη λαύρα, όπου ντύθηκε τα εντάφια του, σαν να επρόκειτο να πεθάνη.
Γιατί συνηθίζουν οι Αιγύπτιοι πατέρες, το πλεχτό ένδυμα, όπου λαμβάνουν το μοναχικό σχήμα, καθώς και το κουκούλι, να τα φυλάνε έως θανάτου και μ’ αυτά να ενταφιάζονται.
Τα φορούν δε μοναχά κάθε Κυριακή, όταν μεταλαμβάνουν, και ευθύς ύστερα τα μαζεύουν. Πηγαίνοντας λοιπόν σ’ εκείνο το κελλί, παρακαλούσε τον Θεό και εξαντλήθηκε από τη νηστεία και έπεσε κατάχαμα και έμεινε εκεί πεσμένος.
Και έλεγε ότι πολλά είχε πάθει εκείνες τις μέρες από τους δαίμονες, προπαντός κατά διάνοια. Αφού δε πέρασαν σαράντα μέρες, βλέπει να μπαίνει στο κελλί ένα παιδί χαρωπό και να του λέγη:
– «Αββά Ιάκωβε; τι κάνεις εδώ;».
Ευθύς δε, φωτισμένος και παίρνοντας δύναμη από τη θέα του παιδιού, τού είπε:
– «Κύριε, συ γνωρίζεις τι έχω. Εκείνοι μου λέγουν: Μην αφήσης την Εκκλησία.
Και οι άλλοι μου λέγουν: Σε πλανούν οι διφυσίτες. Και εγώ έχοντάς τα χαμένα και μη ξέροντας τι να κάμω, ήλθα εδώ».
Του λέγει ο Κύριος:
– «Όπου είσαι, καλά είσαι».
Και ευθύς, μ’ αυτά τα λόγια, βρέθηκε στο κατώφλι, της αγίας Εκκλησίας των Ορθοδόξων, οπού ακολουθούσαν τη Σύνοδο».
Είπε γέρων… εκδ. Αστήρ