«Αὔριο τό πρωΐ», ἄρχισε νά λέει ὁ χειρουργός, «θά σοῦ ἀνοίξω τήν καρδιά».
Ὦ, γιατρέ, εἶπε ὁ μικρός ἀσθενής, θά βρεῖς τόν ΧΡΙΣΤΟ ἐκεῖ!
Ὁ γιατρός ἔκανε πώς δέν ἄκουσε καί συνέχισε:
Θά τήν ἀνοίξω τήν καρδιά σου γιά νά δῶ τί ζημιά ἔχει γίνει…
Ναί, γιατρέ, ἐκτός ἀπ̓ αὐτό θά βρεῖς καί τόν Χριστό μέσα στήν καρδιά μου!…
Ὁ γιατρός κοίταξε τούς γονεῖς τοῦ μικροῦ παιδιοῦ πού παρέμεναν σιωπηλοί, καί συνέχισε:
Θά δῶ τί ζημιά ἔγινε καί θά δῶ τί μπορῶ νά κάνω γιά νά τή διορθώσω.
Ὁ μικρός ὅμως ἐπέμενε:
Ἀλλά θά βρεῖς, γιατρέ, καί τόν Χριστό μέσα στήν καρδιά μου. Ἡ Ἁγία Γραφή λέγει πώς Ἐκεῖνος κατοικεῖ ἐκεῖ. Καί οἱ ὕμνοι πού ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία λένε τό ἴδιο. Θά Τόν βρεῖς μέσα στήν καρδιά μου!
Ὁ γιατρός, λίγο ἐκνευρισμένος μέ τήν ἐμμονή τοῦ μικροῦ, τοῦ ἀπάντησε:
_ Θά σοῦ πῶ τί θά βρῶ μέσα στήν καρδιά σου. Θά βρῶ κατεστραμμένους μῦς, βουλωμένες ἀρτηρίες καί χαμηλή πίεση τοῦ αἵματος. Νά δῶ τί θά μπορέσω νά κάνω…
Καί ὁ μικρός ὅμως συνέχισε:
Θά βρεῖς καί τόν Ἰησοῦ ἐπίσης. Αὐτός ζεῖ ἐκεῖ…
Ὁ γιατρός ἐπέστρεψε στό γραφεῖο του ἀρκετά σκεφτικός καί λίγο προβληματισμένος. Πῆρε τήν καρτέλα τοῦ παιδιοῦ στά χέρια του καί τήν μελέτησε προσεκτικά.
Ὅλες οἱ ἰατρικές ἐξετάσεις πού εἶχαν γίνει ἔδειχναν κατεστραμμένη ἀορτή, κατεστραμμένη βαλβίδα καί μία γενικευμένη καταστροφή τῶν μυῶν τῆς καρδιᾶς. Μέ κόκκινο μολύβι εἶχε σημειώσει: «Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα γιά μεταμόσχευση.
Θεραπευτική ἀγωγή: παυσίπονα καί παραμονή στό κρεβάτι. Πρόγνωση: θάνατος μέσα σέ ἕνα χρόνο».
Ἔβαλε τό πρόσωπό του μέσα στά δυό χέρια του καί ἔμεινε γιά πολλή ὥρα ἔτσι σκεπτικός. Ἡ κατάσταση τοῦ παιδιοῦ ἦταν τραγική. Ἐκεῖνο ὅμως πίστευε στόν Θεό καί στόν Ἰησοῦ…. Ἕνα σωρό «γιατί» τόν βασάνιζαν.
Ὁ ἴδιος ἐδῶ καί πολλά χρόνια εἶχε πάψει νά ἐνδιαφέρεται γιά τά πράγματα τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως ἄρχισε νά λυγίζει. Κάποια στιγμή στράφηκε πρός τά ἐπάνω καί φώναξε:
Γιατί; Γιατί τό ἐπέτρεψες αὐτό; Γιατί νά ὑποφέρει αὐτό τό παιδί; Γιατί νά εἶναι καταδικασμένο νά πεθάνει σέ λίγο;
Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε:
Τό ἀγόρι αὐτό εἶναι τό πρόβατό μου καί θά ἐπιστρέψει στό κοπάδι μου. Ἔχει φέρει εἰς πέρας τήν ἀποστολή του πού ἦταν νά φέρει πίσω στό κοπάδι μου ἕνα ἄλλο χαμένο πρόβατό μου!!!
Τά μάτια τοῦ γιατροῦ γέμισαν δάκρυα…
Τό μεσημέρι τῆς ἑπόμενης ἡμέρας ὁ γιατρός στεκόταν δίπλα στό κρεβάτι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ. Οἱ γονεῖς του βρίσκονταν ὄρθιοι μπροστά στά πόδια του.
Ἡ ἀγωνία ἦταν ἔκδηλη στά πρόσωπα ὅλων. Κάποια στιγμή ὁ μικρός ἄρχισε νά συνέρχεται ἀπό τή νάρκωση. Μόλις ἄνοιξε τά μάτια του καί εἶδε τόν γιατρό ψέλλισε:
Γιατρέ, ἄνοιξες τήν καρδιά μου;
_ Ναί, παιδί μου, τοῦ ἀπάντησε ὁ χειρουργός.
_ Τί βρῆκες, γιατρέ;
_ Βρῆκα τόν Χριστό ἐκεῖ, παιδί μου… ἀπάντησε ὁ γιατρός.
Ἀναδημοσίευση ἀπό τόν ἐπετειακό τόμο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, πενταετίας 2005-2009