Επιμέλεια : Στέλιος Κούκος
Ο μέγας Ιωάννης [ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων] παρακινούσε και συμβούλευε τους κληρικούς του να τελούν συνεχώς τις συνάξεις για τους κεκοιμημένους, επιμένοντας και βεβαιώνοντας ότι πάρα πολύ ωφελούν τους πεθαμένους τα μνημόσυνα και οι Λειτουργίες που γίνονται για χάρη τους.
Και προς απόδειξη των λόγων του διηγούνταν κάτι σχετικό που είχε συμβεί πριν από λίγο καιρό.
Κάποιος, έλεγε, που είχε οδηγηθεί από τους Πέρσες αιχμάλωτος στην Περσία, φρουρούνταν δεμένος στη φυλακή που ονομαζόταν Λήθη· στους Πέρσες μάλιστα ίσχυε νόμος, οι φυλακισμένοι σε αυτή τη φυλακή να μην ελευθερώνονται ποτέ, γι’ αυτό και της δόθηκε το κατάλληλο όνομα Λήθη (λησμοσύνη).
Κάποιοι λοιπόν που κατάφεραν να αποδράσουν από εκεί και να επιστρέψουν στην Κύπρο, διαβεβαίωσαν τους γονείς του ότι ο νέος πέθανε στη φυλακή, και γι’ αυτό εκείνοι έκαναν για χάρη του επιμνημόσυνες συνάξεις τρεις φορές τον χρόνο.
Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια, και στη συνέχεια ο νέος μπόρεσε να ξεφύγει από εκεί και να επιστρέψει στο σπίτι του.
Οι γονείς τον είδαν με μεγάλη έκπληξη όχι ως έναν που έφυγε από τη φυλακή, αλλά μάλλον ως έναν που αναστήθηκε από τους νεκρούς, και πλημμυρισμένοι από ανείπωτη χαρά έλεγαν και έκαναν όλα όσα θα έκανε και θα έλεγε μια ψυχή σε τέτοια περίπτωση.
Και πρόσθεταν ότι, σαν να ήταν πεθαμένος, του έκαναν τα καθιερωμένα για τους νεκρούς, αναφέροντας και τις ημέρες, οι οποίες ήταν των αγίων Θεοφανείων, του σωτηρίου Πάσχα και της αγίας Πεντηκοστής.
Όταν εκείνος τα άκουσε αυτά, θυμήθηκε και διαβεβαίωνε με όρκο τους γονείς του, ότι αυτές ακριβώς τις ημέρες και ο ίδιος ελευθερωνόταν από τα δεσμά με τη φροντίδα κάποιου λαμπροφορεμένου και απολάμβανε κάθε άνεση, ενώ τις επόμενες πάλι δενόταν με τα δεσμά όπως και πριν.
Από τον βίο του αγίου Ιωάννου του ελεήμονος
Από την σειρά τόμων, «Ευεργετινός», τόμος Δ’, σ. 302-303, των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας.