Του Κωνσταντίνου Γανωτή, Φιλόλογου
Ως, μάνα μου είναι ο στεναγμός του κάθε πονεμένου πάνω στη γη. Κάθε ψυχή, που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο, έχει έμφυτη την εικόνα της μητέρας και σ’ αυτήν την εικόνα καταφεύγει, για να σωθεί από κάθε κίνδυνο, να λυτρωθεί από κάθε φόβο.
Αυτή η εικόνα ταυτίζεται με το πρόσωπο της μητέρας που γέννησε το παιδί και το κρατεί με αγάπη στην αγκαλιά της. αυτή η φυσική μας μητέρα είναι θησαυρός της ψυχής και του σώματος, η σωτηρία μας και η καταφυγή μας σε κάθε θλίψη και δυσκολία μας.
Γι’ αυτό σε κάθε δύσκολη ώρα στενάζουμε το «ωχ, μάνα μου».
Μεγαλώνοντας όμως και καθώς οι δυσκολίες μας γίνονται μεγαλύτερες και οι φόβοι και οι τρόμοι μας κυκλώνουν από παντού, ακόμα κι από τον άγνωστο κόσμο, που υπάρχει πέρα από αυτόν, η αγαπημένη μας μητέρα, η μάνα των πόνων και των θλίψεων αυτής της ζωής δεν επαρκεί, δεν έχει την δύναμη να μας προστατέψει απ’ όλα.
Τότε συνειδητοποιούμε ότι χρειαζόμαστε τη μητέρα μας πολύ δυνατότερη, με συμπαντικές διαστάσεις και αυτή η μητέρα τη βρίσκουμε στο πρόσωπο της Παναγίας.
Μέχρι την ώρα του Ευαγγελισμού της Παρθένου Μαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, μητέρα όλου του ανθρώπινου γένους ήταν η προμήτωρ Εύα. Η Εύα μπόρεσε να μας δώσει την φυσική μας ύπαρξη.
Με την πτώση της στην αμαρτία μας κληρονόμησε και την ενοχή για την ανθρωπότητα μας, μας κληρονόμησε την αυτονόμηση μας από τον Δημιουργό μας, την έχθρα τελικά προς τον Θεό κι όλα τα βάσανα της ψυχής μας και του σώματος, τον παγκόσμιο πόνο τον ασήκωτο.
Και η μητέρα του καθενός, που είναι θυγατέρα και τύπος της Εύας, πώς να βοηθήσει τα τέκνα της, που κι αυτή είναι ένας αδύνατος και αμαρτωλός άνθρωπος; Βλέπει τις ασθένειες των παιδιών της και κλαίει, βλέπει τον θάνατο τους και πενθεί.
Ως εκεί φτάνουν οι δυνάμεις της. κι εμείς την ανάγκη μιας μεγάλης μητέρας, που να μας σκεπάζει απ’ όλη την καταιγίδα αυτής της πρόσκαιρης ζωής και να μας μπάζει στον εύορμο λιμένα της βασιλείας του Θεού, έχομε, δόξα το Θεό, την Παναγία Θεοτόκο. Πρέσβειρα προς το Θεό, οδηγήτρια, παρηγοριά, ελπίδα σωτηρίας, καταφυγή και στήριγμα.
Η αποκάλυψη του προσώπου της Παναγίας στη ζωή μας δε μειώνει την αγάπη μας προς την φυσική μας μητέρα. Ίσα-ίσα βλέποντας την να είναι εικόνα της Παναγίας, όσο και αν είναι ατελής η φυσική μας μητέρα, την εκτιμούμε και την αγαπάμε βαθύτερα.
Εκείνο που ξαφνιάζει ευχάριστα από την Παναγία μας είναι ότι μπαίνει στη ζωή μας χωρίς προϋποθέσεις τελείως αυτοπροαίρετα σαν παλιός συγγενής μας.
Και καθώς γνωρίζουμε ότι και σωματικά περιπολεί ανάμεσα μας πάνω στη γη, αόρατη αλλά υπαρκτή, αυτό μας παίρνει κάθε πόνο και πάθος και ενοχή, που Της τα εμπιστευόμαστε μια ζωή, στις τελευταίες μας στιγμές μας παραστέκεται και παίρνει ένα «Παναγία μου» ή ένα «Ωχ, μάνα μου» και το ανεβάζει στο θρόνο του Υιού της ως πειστήριο μετανοίας.
Η Παρθένος Μαρία γέννησε «υπερφυώς», δηλαδή όχι όπως φυσικά γεννούν οι γυναίκες, το Θεάνθρωπο Χριστό. Κι εμείς με τη θεία Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, γινόμαστε όλοι υιοί και θυγατέρες της Παναγίας.
Γι’ αυτό η Παναγία Θεοτόκος είναι μητέρα μας, όπως είναι και μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία Θεοτόκος μας σώζει από τον λογισμό ότι η απόλυτη καθαρότητα και αθωότητα είναι ουτοπία ανύπαρκτη σ’ αυτόν τον κόσμο.
Απ’ αυτόν τον λογισμό πολλοί κυλιούνται στην ακολασία και καταπολεμούν την ντροπή τους.
Με την ύπαρξη και την περιπολία της Παναγίας στη ζωή μας, της Παναγίας αχράντου, πεποικιλμένης με όλες τις αρετές, βεβαιωνόμαστε ότι, κι αν όλοι εξαχρειωθούμε σ’ αυτή τη ζωή, η αρετή υπάρχει και η αθωότητα ξαναδίνεται, δεν είναι όλα χαμένα, όλα μπορούν να σωθούν.
Η Παναγία μας από την νηπιακή της ηλικία παραδόθηκε στο ναό κι εκεί ανατράφηκε από αγγέλους. Η αμαρτωλή ανθρωπότητα δεν ήταν άξια να συντηρήσει πάναγνη τη μέλλουσα μητέρα του Κυρίου.
Η φυσική της γέννηση από τους γονείς της, τον Ιωακείμ και την Άννα, αγίασε και το γάμο και κάθε ευλογημένη χαρά της ζωής. Με το «Ιδού η δούλη Κυρίου» αγίασε την υπακοή και όλον το γυναικείο κόσμο, που δεν υπακούει πια στον φόβο και τρόμο, αλλά από αρετή.
Η μνηστεία της με τον Ιωσήφ αγίασε τον ανδρικό κόσμο, γιατί έκανε να αποδειχτεί ότι υπάρχει εμπιστοσύνη στον άνδρα.
Με την φτωχική της γέννα μέσα στο στάβλο αγίασε τη φτώχια και από τότε η φτώχια είναι αρετή. Με την φυγή της στην Αίγυπτο αγίασε τα βάσανα των διωγμένων, των φυγάδων, των μεταναστών.
Με την πρώτη δημόσια εμφάνιση της και μάλιστα μαζί με τον Υιό της στον γάμο της Κανά αγίασε την οικογένεια και την κοινωνία των ανθρώπων.
Με τα πικρά της δάκρια κάτω από τον Εσταυρωμένο Υιό της αγίασε κάθε πόνο και κάθε δάκρυ και με τη χαρά της Αναστάσεως και της Αναλήψεως παρηγορεί τον κάθε άνθρωπο πάνω στη γη και πιάνει πρώτη το χορό της πανηγύρεως για την ανακαίνιση του κόσμου.
Κι εμείς κοιτάζουμε πολλή ώρα την εικόνα Της, ώσπου σταλάξει στην καρδιά μας ο γλυκασμός του παναγίου προσώπου Της. Αμήν.