Επίσκοπος Πολύκαρπος Βαγενάς
Αυτές τις μέρες πολύ τονίζεται ένα ιδιαίτερο στοιχείο που χάρισε στον κόσμο η φανέρωση του Θεού. Το φως. Σαν φως μοναδικό, φως μέγα, ήλθε ο Κύριος στη γη. Βρήκε τους ανθρώπους σε μια ατμόσφαιρα σκοταδιού. Ο φόβος και η σκιά του θανάτου νέκρωνε κάθε ψυχική διάθεση.
Το σκοτάδι της άγνοιας δεν άφηνε να εισδύσει στην αλήθεια το ανθρώπινο πνεύμα. Το σκοτάδι της αμαρτίας πάγωνε κάθε προσπάθεια για την αρετή και την ηθική πρόοδο. Αληθινά βρισκόταν ο άνθρωπος σε νάρκη. Αδύναμος να ελευθερωθεί από τα δεσμά που του αχρήστευαν τις μεγάλες του πνευματικές ικανότητες.
Αλλά το φως ήλθε. Η αλήθεια αποκαλύφτηκε. Διαλύθηκε το σκοτάδι. Γνωρίζει τα πάντα ο άνθρωπος. «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τιμ. 3:16) και φάνηκε το πλήρωμα της θεότητας. Τίποτα δε μένει πια κρυφό.
Τα μυστικά του Ουρανού στη διάθεση του ανθρώπου. Οι δολοπλοκίες και οι παγίδες του σατανά έγιναν φανερές. Ό,τι επιθυμεί να μάθει, ό,τι του είναι απαραίτητο, για ν’ αντιμετωπίσει το κακό και την αμαρτία, είναι στη διάθεσή του πλέον.
Αυτή την πραγματικότητα την ψάλλει και την προβάλλει με χίλιους τρόπους η Εκκλησία μας. Τη χαίρεται και την πανηγυρίζει. Με την πλούσια ποίηση των ύμνων της δίνει αφορμή να την αντιληφτούμε και να την χαρούμε όλοι μας.
Θριαμβευτικά τονίζει: «ελευθέρα μεν η κτίσις γνωρίζεται, υιοί δε φωτός οι πριν εσκοτισμένοι». Και η φύση ελευθερώθηκε από την μονοκρατορία του διαβόλου, αφ’ ότου φανερώθηκε ο Χριστός.
Και οι άνθρωποι που ζούσαν στο σκοτάδι χαίρονται τώρα σαν παιδιά του φωτός το φως που σκόρπισε ο Κύριος. «Επεφάνη ο Σωτήρ, η χάρις, η αλήθεια» (από την υμνολογία των ημερών).
Μέσα στην πανηγυρική ατμόσφαιρα αυτών των ημερών θα έπρεπε να σκεφτούμε ποια θέση έχουμε εμείς, οι σημερινοί Χριστιανοί. Ο καθένας από μας. Νιώθουμε την ευεργεσία της φανερώσεως του Κυρίου; Χαιρόμαστε για το φως που χύθηκε άπλετο και μας αποκάλυψε την αλήθεια για ό,τι απορούμε και ό,τι μας απασχολεί;
Γιατί υπάρχει τούτος ο κίνδυνος. Να νομίσουμε πως όλος αυτός ο πανηγυρισμός και η χαρά για το φως που φάνηκε αφορά εκείνη την εποχή. Τους ειδωλολάτρες της εποχής του Χριστού μόνο. «Την πριν τάλαιναν των Εθνών παγκληρίαν». Στους τότε «καθημένους εν χώρα και σκιά θανάτου» (από τους ύμνους των ημερών). Κι εμείς μένουμε ξένοι.
Ξένοι και αμέτοχοι σ’ όλη αυτή την εορταστική θριαμβολογία. Διαπιστώνουμε ιστορικά πως έγινε αυτή η φωτοχυσία. Αλλά πέρα απ’ αυτό καμιά άλλη συγκίνηση. Κανένα άλλο ενδιαφέρον. Δεν αφορά τη δική μας ζωή το γεγονός το εξαίρετο τούτο.
Ίσως να πει κανένας πως μια τέτοια κρίση είναι αυθαίρετη και άδικη, υπερβολική. Ας κοιτάξουμε όμως την πραγματικότητα. Πόσοι εκκλησιάστηκαν αυτές τις ημέρες των εορτών και ιδιαίτερα των Θεοφανείων; Και όσοι γεμίσαμε τους ιερούς μας ναούς νιώσαμε το αίσθημα της ευγνωμοσύνης σαν λυτρωμένοι;
Αυτό θα ήταν ένα δείγμα, για να διαπιστώσουμε πως έχει ζωτική για μάς σημασία η παρουσία του Κυρίου και του Ευαγγελίου Του.
Αλλά μια έρευνα σχετική, είτε σε πλάτος να βρούμε τον αριθμό των συνειδητών πιστών, είτε σε βάθος, για να διαπιστώσουμε πόσο εμείς οι ίδιοι έχουμε επηρεαστεί από το «φως το μέγα» (Ματθ. 4:16) του Χριστού, φοβούμαι πως δε θα είναι ικανοποιητική.
Πολλά τα είδωλα και στον καιρό μας που ελκύουν και τραβάνε μακριά από το Χριστό και την Εκκλησία Του το σύγχρονο άνθρωπο. Μπορεί στην ουσία να πρόκειται για απλές συνήθειες. Για απλά ενδιαφέροντα.
Αυτά καθ’ εαυτά δεν είναι ούτε αντιχριστιανικά, ούτε αμαρτωλά. Όταν όμως αυτά τα μικρά και ασήμαντα γίνονται αφορμή να απομακρύνεται κανείς από την Εκκλησία και το Χριστό, καταντούν είδωλα.
Όσο πιο μικρά, τόσο και πιο ευτελή και ψεύτικα είναι. Το κυνήγι, το ψάρεμα, η εκδρομή και η ορειβασία, ο αθλητισμός και η κοινωνική αναστροφή και διαπαιδαγώγηση είναι όμορφες απασχολήσεις και ωφέλιμες. Απαραίτητες μάλιστα ορισμένες.
Εντούτοις αυτά τα ενδιαφέροντα, αυτές οι μέριμνες γίνονται αιτία ν’ απομακρύνεται κανένας από τη λατρεία και επομένως από τη χάρη του Θεού.
Γιατί είναι περίεργο. Μερικοί μόνο τις ώρες του εκκλησιασμού βρίσκουν κατάλληλες γι’ αυτές τις απασχολήσεις. Μπροστά στο δίλημμα να πάνε στο Ναό ή ν’ ασχοληθούν μ’ αυτό που τους αρέσει, με την αδυναμία ή το πάθος τους, προτιμούν το δεύτερο.
Πρώτα η ικανοποίηση των διαφόρων αυτών αναγκών και ενδιαφερόντων και έπειτα η εξέταση του τι ζητάει ο Θεός. Τελευταίο μέλημα η καταφυγή στην αγάπη Του, η επικοινωνία μαζί Του, η λατρεία Του.
Μη μας φαίνεται λοιπόν βαρύ ή περίεργο, αν χαρακτηρίζεται σαν περιφρόνηση του Θεού και λατρεία ειδώλων αυτή μας η τακτική.
Αλλά και κάτι άλλο. Η αλήθεια αποκαλύφτηκε. Η χάρη του Κυρίου μάς δόθηκε. Και όμως. Προκειμένου να δώσουμε μιαν απάντηση στα προβλήματα που απασχολούν την ανθρώπινη ψυχή, δεν τη δεχόμαστε. Ψάχνουμε να βρούμε μιαν απάντηση που να μας ταιριάζει. Να δικαιολογεί τις αδυναμίες μας και τις αμαρτωλές μας διαθέσεις.
Η δικαιοσύνη του Θεού μας φοβίζει. Την αμφισβητούμε αντιπαραβάλλοντας την αγάπη. Μα μια αγάπη ψεύτικη και αρρωστημένη. Σκληρή η ύπαρξη της Κολάσεως. Πολύ ωφελιμιστική η επαγγελία του Παραδείσου. Αντί για τη θεία Κρίση προσπαθούμε να βρούμε μιαν άλλη, επιεικέστερη δήθεν, θεωρία.
Ό,τι απαιτεί αγώνα και θυσία δε μας αρέσει. Προσπαθούμε να κλονίσουμε καθετί που αντιτίθεται στις επιθυμίες μας. Ζητούμε να μην υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στο θέλημά μας το αμαρτωλό και στη λύση των διαφόρων προβλημάτων. Αντί να δεχτούμε την πραγματικότητα καθώς είναι, επιζητούμε να βρούμε ερμηνείες και λύσεις κατά την επιθυμία μας.
Ενώ σ’ όλα μας τα ερωτηματικά δίνει απάντηση ο Χριστός και ο λόγος Του, επιστρατεύουμε θεωρίες και συστήματα φιλοσοφικά, για να θεμελιώσουμε και οικοδομήσουμε αυτό που μας συμφέρει. Και στα μεγάλα προβλήματα δεν αρκεί σε πολλούς η θεία Αποκάλυψη. Ψάχνουν να βρουν απάντηση οπουδήποτε αλλού.
Στο Θιβέτ, στις ποικίλες μορφές της φιλοσοφικής σκέψεως, σ’ οποιαδήποτε ιδεολογία έξω από την χριστιανική.
Με επίμονη προκατάληψη θέλουν να βρουν ό,τι διάφορο ή αντίθετο απ’ αυτήν. Ξεκινούν από τη σκέψη πως ο Χριστιανισμός πάλιωσε. Τριγυρίζουν έτσι στους μαιάνδρους και το λαβύρινθο του σκοταδιού, για να μη βρουν ικανοποιητική απάντηση παρά μόνο εκεί που υπάρχει το φως. Στο Χριστό.
Το ίδιο και με την πρακτική, με την ηθικότητα της ζωής. Αμφισβητούν πολλοί την αξία των θέσεων και αρχών που θέτει ο Χριστιανισμός. Θέλουν να θεμελιώσουν την ατομική και την κοινωνική ζωή σε αρχές και ιδέες ξένες προς τη χριστιανική ηθική.
Με σκέψη καθαρά υλιστική και ορθολογιστική αντικρούουν κάθε αρχή και κάθε δεσμό που έχει τη βάση του στη θρησκεία του Σταυρού, στη διδασκαλία του Κυρίου Ιησού.
Οδυνηρό το αποτέλεσμα. Γιατί η αντίθεση σ’ αυτό το θέλημα του Θεού είναι η αμαρτία. Και η αμαρτία έχει τις συνέπειές της. Το άγχος, την πικρία και την οδύνη, το αδιέξοδο. «Πάσα παράβασις και παρακοή –λέει και ο Απόστολος Παύλος– έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν» (Εβρ. 2:2 ). Και «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6:23).
Περιφρονώντας, αδελφοί μου, και αντικρούοντας τη μοναδική ηθική που του ταιριάζει, γιατί είναι από το Δημιουργό του νομοθετημένη, ο άνθρωπος καταλήγει σε ένα διαρκή πόνο. Μέσα στο σκοτάδι της ηθικής ακαταστασίας, της πνευματικής διαταραχής, της διασαλεύσεως της υγείας και του σώματος ακόμη, της κοινωνικής αποχαλινώσεως και διαλύσεως.
Εντούτοις το φως υπάρχει. «Το φως εφάνη». Το θέμα είναι μόνο αν θελήσει ο καθένας μας να το πλησιάσει και να το χαρεί.
Από το βιβλίο: Πολυκάρπου Βαγενά, Μητροπολίτου Κερκύρας, «Ελθέτω η βασιλεία σου», τ. Β’.