Η νύχτα και ο έναστρος ουρανός κρατύνουν πάνω από τα κτίσµατα του µοναστηριού. Είναι ώρα προσευχής, εγρήγορσης και ανάτασης της ψυχής προς τις θείες διακοσµήσεις.
Στις 7:30΄ µε τη Βυζαντινή ώρα, ο εκκλησιαστικός θα σηµάνει το πρώτο τάλαντο, θα ανάψει τις κανδήλες, τις λουσέρνες, τα φανάρια και τους φανούς του Καθολικού. Στις 7:45΄ σηµαίνει το δεύτερο τάλαντο και στις 8:00΄ το τρίτο.
Ο εφηµέριος βάζει το πετραχήλι και το Μεσονυκτικό αρχίζει. Τούτη η ακολουθία φέρνει εγρήγορση στην ανύστακτη ψυχή που προσµένει στο µεσονύκτιο το Νυµφίο Χριστό.
Αποτελεί σηµείο διαχωριστικό του σκότους της πλάνης που ο χριστιανός και ειδικά ο µοναχός άφησε πίσω του και της ζωής του φωτός που αναµένεται να ανατείλει την επόµενη ηµέρα. Καθώς αρχίζει ο “Άµωµος” ο εκκλησιαστικός βάζει µετάνοια στον Ηγούµενο και χτυπά µε την σειρά τον κόπανο και το καθηµερινό σιδεράκι.
Μετά το τρίτο κατανυκτικό τροπάριο ο εκκλησιαστικός ανοίγει τη Βασιλική Πύλη. Ο ιερέας εισέρχεται στον κυρίως ναό και ποιεί “Ευλογητόν” ιστάµενος έµπροσθεν του τέµπλου. Κατά τη διάρκεια ανάγνωσης του “Επακούσαι σου..” θα θυµιατίσει το ναό.
Ο “Εξάψαλµος” θα διαβαστεί από τον Ηγούµενο. Με το πέρας της έκτης Ωδής διαβάζεται το Συναξάρι της ηµέρας και ο εκκλησιαστικός και πάλι θα χτυπήσει το σιδεράκι.
Στην εννάτη Ωδή, “Την Τιµιωτέραν”, ο ιερέας θυµιάζει το ναό, ενώ οι µοναχοί αποκουκουλίζονται και κατεβαίνουν από τα στασίδια τους. Μια στάση που εύγλωττα φανερώνει την ξεχωριστή τιµή που οι µοναχοί αποτίουν στην Κυρία Θεοτόκο.
Προς το τέλος του Όρθρου σηµαίνει ένα τάλαντο σε τρεις στάσεις κύκλω του ναού. Γίνεται απόλυση και µεταβαίνουν στο παρεκκλήσι που θα τελεσθεί η Θεία Λειτουργία. Εκεί πρωτίστως αναγιγνώσκεται η τρίτη και έκτη Ώρα.
Στο “∆όξα” της έκτης Ώρας ο εκκλησιαστικός σηµαίνει το σιδεράκι. Τότε περίπου θα σηµάνει και ο ιερέας τον κωδωνίσκο της προθέσεως και οι πατέρες αποκουκουλισµένοι και έχοντας κατεβεί από τα στασίδια τους µνηµονεύουν µυστικά τα ονόµατα που ο καθείς φέρει στη µνήµη του, ζώντων και κεκοιµηµένων.
Σε λίγο ο εκκλησιαστικός ανάβει τα δρακόντια από το τέµπλο του παρεκκλησιού και ακολουθεί η Θεία Λειτουργία. Τα βηµόθυρα παραµένουν κλειστά, για να ανοίξουν µόνο στις δύο εισόδους και την ώρα της Θείας Μετάληψης.
Στο τρίτο αντίφωνο γίνεται η µικρή είσοδος υπό του ιερέως φέροντος το ευαγγέλιο, προηγουµένου του εκκλησιαστικού µε αναµµένο εισοδικό. Ακολουθούν τα αναγνώσµατα, ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο.
Λίγο µετά ψάλλεται ο χερουβικός ύµνος, γίνεται η µεγάλη είσοδος όπου τα Τίµια ∆ώρα διακοµίζονται από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα. Τα Λειτουργικά και οι αιτήσεις του ιερέως δηµιουργούν θεία ένταση φτάνοντας ως την Κυριακή προσευχή.
Προ της Μεταλήψεως οι µοναχοί χαιρετούν τις εικόνες. Ακολουθεί η κοινωνία του Σώµατος και Αίµατος του Χριστού, το κέντρο της ζωής του µοναχού και κάθε χριστιανού. Έπεται η απόλυση. ∆ιανέµεται το αντίδωρο και κατά την έξοδο λαµβάνεται και ο αγιασµός που φυλάγεται σε ειδικό σκεύος στη λιτή.
Στη συνέχεια, αν δεν είναι µέρα νηστείας κατά την οποία απουσιάζει το πρωινό γεύµα, εισέρχονται στην Τράπεζα. Αρχίζει προσευχή, και ενώ οι παρευρισκόµενοι τρώνε, ο αναγνώστης διαβάζει αποσπάσµατα από πατερικά κείµενα ή βίους αγίων.
Ο εφηµέριος, αν απουσιάζει ο ηγούµενος, δια ξυλίνου σφυρίδος σηµαίνει το τέλος του φαγητού και ευλογεί τα περισεύµατα ευχαριστώντας τον Θεό. Στην έξοδο της τράπεζας ο ιερέας ευλογεί τους εξερχόµενους και οι διακονητές, κάµπτοντες την οσφύ, ζητούν συγχώρεση από τους αδελφούς για τυχόν λάθη και παραλλείψεις.
∆ίωρη ή τρίωρη ξεκούραση προηγείται της επιστροφής των µοναχών στο διατεταγµένο για τον καθένα διακόνηµα.
Όπως µια µικρή κοινότητα για να ζήσει χρειάζεται σωστή κατανοµή εργασιών, έτσι και ένα κοινόβιο µοναστήρι ή σκήτη ή κελλί επιβιώνει και προοδεύει και εκπληρώνει τη σωστική αποστολή του µε την ανάθεση των διαφόρων διακονηµάτων στους εκεί εγκαταβιούντας µοναχούς.
Ο αρχοντάρης περιµένει να προσφέρει ξεκούραση στους νεοφερµένους προσκυνητές, να τους σερβίρει τον κλασικό δίσκο µε το νερό, το ρακί και το λουκούµι και να τους τακτοποιήσει στα δωµάτιά τους.
Άλλοι αδελφοί ασχολούνται µε τους λαικούς εργάτες που δουλεύουν εκεί, φροντίζουν τους γεροντότερους, επιµελούνται τα ζώα, φτιάχνουν ψωµί και ετοιµάζουν το φαγητό στο µαγειρείο.
Ο εκκλησιάρχης ευπρεπίζει το ναό, ενώ άλλοι έχουν για εργόχειρο το πλέξιµο κοµποσχινιών, την αγιογραφία, την ξυλογλυπτική και την αργυροχοία, την παρασκευή θυµιάµατος και σπάνια την ιεροραπτική και τη βιβλιοδεσία.
Οι γεροντότεροι, που προσµένουν τη µετάβασή τους στην αγήρω µακαριότητα, σµίγουν σε κουβέντες πνευµατικές, στρέφονται σε µνήµες του παρελθόντος και του µέλλοντος, ενώ ο τριγύρω χώρος εµµένει να διαιωνίζει µια ειρήνη αταλάντευτη που περιαυγάζει τους τρούλλους, τους σταυρούς, τη φιάλη και την κρήνη που κοσµούν το φυσικό περίγυρο.
Στις 8:30΄ κατά τη Βυζαντινή Ώρα ο εκκλησιαστικός θα σηµάνει το πρώτο τάλαντο, στις 8:45΄ το δεύτερο και στις 9:00΄ το τρίτο. Τότε στο χώρο της λιτής αρχίζει η εννάτη Ώρα.
Στο “∆όξα” της εννάτης ο εκκλησιαστικός θα βγει από το ναό για να κρούσει τον κόπανο και κατόπιν το σιδεράκι. Με το τέλος της εννάτης Ώρας ο ιερέας, ιστάµενος έµπροσθεν του Ιερού Βήµατος, αρχίζει τον Εσπερινό.
Η ακολουθία αυτή κατά αρχαία χριστιανική συνήθεια, έχοντας ιουδαικές καταβολές, αποτελεί το προοίµιο της επόµενης ηµέρας. Τον “Προοιµιακό” θα διαβάσει ο πρώτος στην τάξη µοναχός.
Στο “Κύριε εκέκραξα..” ο ιερέας θυµιάζει το ναό. Τις ψιλές καθηµερινές δεν έχει είσοδο. Μετά το “Νυν απολύεις…” ο εκκλησιαστικός σβήνει τα λαδοκέρια και λίγο µετά ακολουθεί η απόλυση.
Οι µοναχοί εξέρχονται του ναού κατευθυνόµενοι προς την Τράπεζα. Και πάλι λόγοι προσευχητικοί και διδακτικοί ανακρώνται µε το φαγητό. Στις 12:00΄ ο εκκλησιαστικός θα κρούσει το σιδεράκι για το Απόδειπνο που λαµβάνει χώρα στη λιτή. Είναι ώρα για προσευχή και δέηση προς το Θεό να τηρήσει όσους πάνε να κοιµηθούν ασφαλείς υπό τη σκέπη Του.
Μετά το “Σύµβολο της Πίστεως” ανάβεται το λαδοκέρι της εικόνας της Θεοτόκου και ένας µοναχός ασκεπής απαγγέλει τους “Χαιρετισµούς”. Στη διάρκεια του Αποδείπνου, ή αµέσως µετά, οι προσκηνυτές έχουν την ευλογία να χαιρετίσουν τα άγια λείψανα στον κυρίως ναό.
Πρό του τέλους του αποδείπνου µοναχοί και προσκηνυτές ασπάζονται τις εικόνες και παίρνουν την ευχή του ηγουµένου ή του ιερέως και γίνεται απόλυση. Ύστερα άλλοι θα προτιµήσουν µια διδακτική συζήτηση, άλλοι την ανάγνωση και άλλοι την ξεκούραση. Τέλος όλοι θα πάνε στα κελλιά τους.
Οι µοναχοί από νωρίς, µετά τα µεσάνυχτα, πριν προσέλθουν στο ναό, θα ξυπνήσουν για την επιτέλεση του προσωπικού τους κανόνα, που περιλαµβάνει συνήθως µετάνοιες, προσευχή µε κοµποσχοίνι και ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο αρχίζει και κλείνει µια ηµέρα, η καθηµερινότητα του µοναχικού βίου στον Άθω, εδώ και χίλια χρόνια. Και έχεις την έντονη εντύπωση πως η νύχτα που εξουσιάζει και στην έναρξη και στη λήξη, δεν είναι ο ζόφος που συρρικνώνει και συστέλλει τη ζωή, αλλά η φερέλπιδη ησυχία που βιώνει τη ζωηφόρο νέκρωση, η ταφή που κυοφορεί σαν το σπόρο τη ζωή και η νύχτα µε το σκοτάδι που θα δώσει τόπο στην πληρότητα του φωτός της Τρισηλίου Θεότητος.