Το Μάιο του 1821 έπεσε για την Πατρίδα στην Κυλλήνη ο λεοντόκαρδος σύντροφος της ζωής της, ο Ζανάς. Κι έμεινε χήρα νεότατη μ’ ένα μικρό κοριτσάκι. Πόσο λαχταρούσε τη λευτεριά και πόσο φρόντιζε το σπλάχνο της!…
Μα ή καινούργια συμφορά δεν άργησε να φτάσει. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά τέσσερις μήνες και το Γαλαξείδι ξαφνικά το πυρπόλησε ο Ισμαήλ πασάς με το στόλο του. Οι άνδρες δεν πρόλαβαν να αντισταθούν οι γυναίκες πήραν τα βουνά κι από κει πέρασαν στα Επτάνησα.
Η Άλεφάντω κατέφυγε στον Κάλαμο, νησάκι μεταξύ της Ιθάκης και της Ακαρνανίας.
Στο Μεσολόγγι βροντούσε το ντουφεκίδι κι ο απόηχος έφτανε στην καρδιά της. Κι αυτή να μένει με σταυρωμένα χέρια; Κι εκείνο το παιδάκι της τι θ” απογίνει; Που να το εμπιστευθεί;
Μαζί της θα το πάρει κι έχει ο Θεός…
Στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου τη βρίσκουμε εκεί με το καριοφίλι στα χέρια να πολεμάει τον εχθρό. Σ’ όλες τις μάχες παρούσα. Γενναία καί ατρόμητη σαν Αμαζόνα. Στά διαλείμματα φρόντιζε τη θυγατέρα της κι «ενθουσίαζε με πολεμικά καί κλέφτικα τραγούδια τους πολεμιστάς»(1).
“Αλλά τα πράγματα όλο και δυσκόλευαν. Οι επιθέσεις των εχθρών όλο και πύκνωναν, η πολιορκία είχε γίνει ασφυκτική. Δεν μπορούσε πια να φτάσει ο Μιαούλης και να εφοδιάσει τους πολιορκημένους.
Αναγκάστηκαν να φάνε τα ποντίκια, τις γάτες, τους σκύλους, τα σκουλήκια και τα φύκια ακόμα της λιμνοθάλασσας. Άλλα καμιά σκέψη για συνθηκολόγηση!
Δεν τους απομένει παρά ή Έξοδος.
Ήταν η νύχτα της 10ης προς την 11η Απριλίου του 1826. Ανέθεσαν «τάς ελπίδας της σωτηρίας των εις την Θείαν Πρόνοιαν και την ανδρεία των»(2) και ξεκίνησαν…
Μαζί τους η Άλεφάντω, με το ένα χέρι κρατάει το καριοφίλι και με τ” άλλο το παιδί της. Του μιλάει στοργικά, το συμβουλεύει. «Πρόσεξε μεσ’ την αντάρα μην ξεφύγεις από κοντά μου…».
Άλλοίμονο, σε κάποια στιγμή πιάστηκε αιχμάλωτη και η Άλεφάντω καί ή θυγατέρα της. Κι ήταν έτοιμη για άμυνα. Μπορούσε να τους συγυρίσει.
Μα σκληρός ο λόγος την καθήλωσε: «Αν αντισταθείς, θα δεις μπροστά στα μάτια σον το παιδί σου να βασανίζεται και να σκοτώνεται…». Νίκησε ή μητρική καρδιά.
Πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου. Πικρή σκλαβιά. Ζωή τυραννιομένη. “Επρεπε να κάνει υπομονή- πολλή υπομονή… Και υπόμενε, γιατί ο ηρωισμός της δεν ήταν μόνο στης μάχης τη φωτιά… Κι ίσως κάποτε θα μπορούσε να ριψοκινδυνεύσει μια απόπειρα… Έχει ο Θεός.
Ο καιρός περνούσε, μα ή νύχτα ατέλειωτη, ή νύχτα της δουλείας!…
Το παιδί της μεγάλωσε. Μια ωραία κόρη λεβεντόκορμη σαν τη μάνα της. Και την περιέζωναν τόσοι κίνδυνοι…
Ή μάνα μάζευε τον πόνο της καρδίας της κι αγρυπνούσε καί προσευχόταν. “Ομως το κορίτσι είχε πια ξεπεράσει τα όρια της αντοχής του καί… άλλαξοπίστησε, να γλυτώσει από τα φοβερά βάσανα της δουλείας καί την καταφρόνια.
Ή Άλεφάντω ήπιε «μέχρι τρύγος» κι αυτό το κατάπικρο ποτήρι. Ή πίστη την όπλιζε με την υπομονή του Θεού.
“Υστερα από 44 τυραννικά χρόνια, γύρω στο 1870, κατόρθωσε, μόνη καί παντέρημη, να γυρίσει στο Γαλαξείδι. Κανένα δε βρήκε από τους παλιούς κατοίκους, όλοι είχαν ξεριζωθεί…
Της έμενε με πόνο καί βαθειά συγκίνηση να φιλήσει το ελευθερωμένο κι αγαπημένο χώμα της Πατρίδας της, πρίν φύγει για την αιώνια πατρίδα, τη Βασιλεία του Θεού.
Κατανοούμε άραγε τί σήμαινε τότε ό τουρκικός φανατισμός;… Καί κάτω από τί φοβερά διλήμματα έζησε ό λαός μας τα δύστηχα εκείνα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς;…
Ι. Σωτηρίας Άλιμπέρτη, Αί ηρωίδες της Ελληνικής Επαναστάσεως, σελ. 182-183.
2. Μεσολογγίου μάχαι καί ή ιστορική “Εξοδος, Έγκυκλ. Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τ. 9ος, σελ. 332-333.
(“Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ”, Τεύχος 356, ΜΑΡΤΙΟΣ 1998)