Κάποτε συνέβηκε σε μένα, διηγείται ο Ηρακλείδης, ένας μεγάλος πειρασμός της πορνείας και έπεσα σε φοβερούς λογισμούς και με ενοχλούσε ο σατανάς με νυχτερινές φαντασίες.

Κατάντησα να θέλω να φύγω από την έρημο επειδή το πάθος με τυραννούσε. Τον πειρασμό μου δεν τον φανέρωσα σε κανένα ούτε και στο δάσκαλό μου τον Ευλόγιο.

Βγήκα κρυφά και γύριζα στη πιο βαθιά έρημο και συναναστρεφόμουν για 15 μέρες με εκείνους τους γέροντες και ασκητές που ζούσαν με μεγάλους αγώνες, ανάμεσα στους οποίους έλαμπε σαν μεγάλος αστέρας ο Όσιος Πάχων με τις μεγάλες του αρετές και την απλότητά του.

Σ’ αυτόν τον αγιότατο και τελειότατο μοναχό φανέρωσε όλους τους λογισμούς της καρδιάς μου που με οδηγούσαν στον κίνδυνο να πέσω στην άβυσσο της αμαρτίας. Και μου λέγει:« Μην καταπέφτεις τέκνο μου σε τόση αδημονία για το πάθος σου, επειδή δεν είναι από οκνηρία.

Αυτός ο πόλεμος που σου συνέβηκε δεν είναι από οκνηρία αλλά από το σατανά επειδή πολιτεύεσαι με επιμέλεια και φροντίζεις να ζεις όπως πρέπει να ζουν οι μοναχοί. Ο πόλεμος της πορνείας είναι τριών ειδών· ο πρώτος είναι όταν το κορμί τρώγει και πίνει, κοιμάται και αναπαύεται χωρίς μεγάλους κόπους.

Ο δεύτερος έρχεται από λογισμούς που δε διώχνουμε αμέσως όταν μας έλθουν. Και ο τρίτος έρχεται από φθόνο του πονηρού τούτο βέβαια το κατάλαβα αφού σκέφτηκα πολύ.

-Με βλέπεις άνθρωπο γέροντα τόσων χρόνων; ‘Έχω 40 χρόνους σ’ αυτό το κελί και επιμελούμαι τη σωτηρία μου. Και αν και είμαι σε τέτοια ηλικία ακόμα πειράζομαι.

Με βεβαίωνε ακόμα ότι, όταν πέρασε τα 50 χρόνια, για 12 ολόκληρα χρόνια δεν τον αφήκε ο πειρασμός να ησυχάσει ούτε νύχτα ούτε μέρα, σε σημείο που νόμιζε ότι τον εγκατέλειψε ο Θεός και παραχώρησε τον πειρασμό.

Ο ίδιος έλεγε, ότι σκέφθηκε να νεκρώσει ο ίδιος τον εαυτό του παρά να κάνει κάτι που να αμαρτήσει. Βγήκε, λοιπόν, από το κελί του με λογισμό να αποθάνει· γυρνώντας στην έρημο βρήκε ένα σπήλαιο λύκαινας και μπήκε μέσα γυμνός, για να τον φάνε τα θηρία.

Όταν νύχτωσε, βγήκαν από το βάθος του σπηλαίου το ζευγάρι των λύκων και πήγαν κοντά του και τον μυρίζονταν από την κεφαλή μέχρι τα πόδια, γλύφοντάς τον με τη γλώσσα τους, σκέφτηκε τότε ότι θα τον έτρωγαν, αλλά τα ζώα τον άφησαν και έφυγαν.

Έτσι ξενύχτησε στο σπήλαιο και πληροφορήθηκε ότι τον λυπήθηκε ο Κύριος και γύρισε στο κελλί του.

Ο δε διάβολος ανέμενε λίγες μέρες και πάλιν άρχισε πόλεμο στη σάρκα του Όσίου χειρότερο από τον πρώτον.

Τόσο δε αγανάκτησε που του ήλθε να βλασφημήσει από την απελπισία του. (συνεχίζει να διηγείται) Σε τέτοια κατάσταση που βρισκόταν, μετασχηματίζεται ο σατανάς σαν ένα κορίτσι κατάμαυρο στην όψη, τέτοιο που είχε δει όταν ήταν νέος, και πήγε και κάθισε στα γόνατά του και τόσο τον σκανδάλισε που νόμιζε ότι αμάρτανε μαζί της.

Αμέσως ήλθε στα λογικά του ο Όσιος και της έδωκε ένα χαστούκι στο πρόσωπο και αμέσως έγινε άφαντη. Μας βεβαίωνε δε, ότι έμεινε τόση βρώμα στο χέρι του που κτύπησε το σατανά, που χρειάστηκε δύο χρόνια να καθαρίσει.

Τούτου του γέροντα το δαιμόνιο δεν του έδινε καθόλου άνεση μέχρι που γύριζε την έρημο για να τον φάει κανένα θηρίο παρά να αμαρτήσει.

Μετά από πολλά βάσανα, κόπους και αγώνες, άκουσε μια φωνή που του έλεγε. πήγαινε, Πάχων, και αγωνίζου, γι’ αυτό σε άφησα να πειρασθείς για να μην πέσεις στο λάκκο της υπερηφάνειας, να θαρρείς τάχα ότι με τη δύναμή σου κατορθώνεις τις αρετές και ότι είσαι άξιος από μόνος σου να πολεμήσεις το δαίμονα της πορνείας.

-Έτσι γνωρίζοντας την αδυναμία σου να καταφεύγεις στη θεία βοήθεια Από αυτή τη φωνή ο Όσιος Πάχων παρηγορήθηκε και γύρισε στο κελί του ζώντας πλέον ειρηνικά.

Όλα αυτά τα άκουσα από το στόμα του Οσίου Πάχωνος, ο οποίος με δίδαξε με το δικό του παράδειγμα να στέκομαι ανδρείως στους πολέμους του εχθρού και να περιμένω τη θεία βοήθεια η οποία δεν αφήνει εκείνους που αναθέτουν τον εαυτό τους στο Θεό.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ